«Δείκτης» οι πωλήσεις κόκκινων δανείων και οι πλειστηριασμοί

Στο «γήπεδο» των εισπράξεων από πλειστηριασμούς και πωλήσεις «κόκκινων» δανείων θα κριθούν οι επιδόσεις των διοικήσεων των τραπεζών στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Καθώς έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος που διενεργεί ο SSM στη βιωσιμότητα των ρυθμίσεων δανείων των τραπεζών και Εθνικής και αναμένεται η έναρξη των ελέγχων σε και μέχρι τα τέλη του έτους οι εποπτικές αρχές θα έχουν διαμορφώσει εικόνα για τις πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες που μπορεί να προκύψουν για τις τράπεζες από τα stress tests του 2018. Την εικόνα αυτή θα δείξει η προοπτική των ανακτήσεων οφειλών από «κόκκινα» δάνεια, η οποία περνά πλέον τη σκυτάλη από τις ρυθμίσεις δανείων στις ρευστοποιήσεις και στις πωλήσεις NPLs.

Σύμφωνα με πληροφορίες, στους αναθεωρημένους στόχους τους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέχρι τα τέλη του 2019 οι τράπεζες ανεβάζουν τις προσδοκώμενες εισπράξεις από πλειστηριασμούς κατά 2 δισ. ευρώ και από πωλήσεις δανείων κατά 5 δισ. ευρώ, ενώ μειώνουν κατά 2,5 δισ. ευρώ τις προβλεπόμενες ανακτήσεις από δάνεια που θα θεραπευτούν κατόπιν ρυθμίσεων και επίσης κατά 2,5 δισ. ευρώ τις διαγραφές «κόκκινων» δανείων. Σημειώνεται ότι οι διαγραφές δανείων έχουν αποτελέσει μέχρι στιγμής το κύριο μέσο για τη μείωση των NPEs, αφού στο β’ τρίμηνο του 2017 ανήλθαν σε 1,9 δισ. ευρώ, αγγίζοντας τα 3,3 δισ. ευρώ για το πρώτο μισό του τρέχοντος έτους.

Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί που αναμένεται να ξεκινήσουν στις 29 Νοεμβρίου, διαμορφώνοντας τις τιμές τις οποίες θα λάβει η ΕΚΤ ως βάση για τον προσδιορισμό των ανακτήσεων ενεχύρων από τις τράπεζες, καθώς και οι επικείμενες μεγαλύτερες πωλήσεις NPLs στις οποίες θα υποχρεωθούν οι τράπεζες, κινούν ήδη τα σενάρια για τις δυνατότητες των τραπεζών να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια χωρίς να πλήξουν την κεφαλαιακή τους βάση.

Εκείνο που προκύπτει από τον προβληματισμό αυτό και αναφέρουν τραπεζίτες στη «Ν» είναι ότι η διαδικασία μείωσης των «κόκκινων» δανείων θα είναι «μαραθώνιος» τουλάχιστον 5ετίας – 6ετίας, με κρίσιμο κεφάλαιο το τι θα γίνει μετά το 2019.

Ποιες είναι οι αντοχές για πωλήσεις NPLs

Η πρώτη εις βάθος ανάλυση, πάντως, για το εύρος των δυνατοτήτων των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια χωρίς να πλήξουν την κεφαλαιακή τους βάση, ήρθε την προηγούμενη εβδομάδα από την HSBC. H κορυφαία διεθνώς τράπεζα χρησιμοποίησε δύο σενάρια για να εκτιμήσει την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν επιθετικά τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (NPEs).

Και στα δύο σενάρια, η βρετανική τράπεζα έλαβε ως βάση τα επίπεδα κεφαλαίων, NPEs και δείκτη κάλυψης του β’ τριμήνου 2017 και ως υπόθεση ότι α) οι τράπεζες πρέπει να διατηρήσουν κεφαλαιακό δείκτη τουλάχιστον 12% και β) η πώληση των NPEs οδηγεί σε μείωση του σταθμισμένου κινδύνου ενεργητικού (RWA) ίση με την καθαρή έκθεση μόνο του ποσοστού του χαρτοφυλακίου που μετριέται με βάση τα τυποποιημένα (standardized) μοντέλα.

Στο πρώτο της σενάριο, η HSBC εξέτασε την ελάχιστη τιμή (εκφραζόμενη σε σεντ του ευρώ) στην οποία θα μπορούσαν οι τράπεζες να πουλήσουν όλα τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους, χωρίς να αντιμετωπίσουν κεφαλαιακό πρόβλημα. Προφανώς, όσο χαμηλότερη είναι αυτή η τιμή, τόσο πιο ρεαλιστική θα ήταν μια τέτοια συναλλαγή. Συνολικά, όπως εκτιμά η HSBC, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα είναι σε θέση να αντέξει μια τιμή των 39 σεντ ανά ευρώ, πολύ πάνω από τα επίπεδα που έχουμε δει σε άλλες περιπτώσεις διεθνώς.

Στο δεύτερο σενάριο της HSBC, η υπόθεση γίνεται για τιμή πώλησης των NPEs στα 15 σεντ του ευρώ, μία τιμή παρόμοια με αυτή που η Unicredit είχε για τη συναλλαγή Fino. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα μπορούσε να πουλήσει συνολικά το πολύ το 24% του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του, χωρίς να έχει κεφαλαιακές επιπτώσεις.

Τα παραπάνω, πάντως, δεν ενσωματώνουν την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών για τη δημιουργία κεφαλαίου μέσω της δημιουργίας κερδών. Αυτό σημαίνει ότι στην πράξη, εάν οι τράπεζες προχωρούσαν σε μία ουσιαστική συναλλαγή να μειώσουν τα NPEs, θα τους επιτρεπόταν πιθανότατα να πέσουν κάτω από τους μεμονωμένους τους στόχους κεφαλαίου, εάν υπέβαλαν σχέδια για αξιόπιστη αποκατάσταση του κεφαλαίου. Βεβαίως, θα υπήρχαν πολλά ερωτηματικά γύρω από την ικανότητα δημιουργίας κεφαλαίων από τις τράπεζες, καθώς η πώληση ενός μεγάλου όγκου NPEs θα επηρεάσει τομείς όπως τα έσοδα, το κόστος και το ύψος των προβλέψεων.

Ενσωματώνοντας τις εκτιμήσεις της για την κερδοφορία μετά τις προβλέψεις στην ικανότητα απορρόφησης ζημιών από τις τράπεζες, η HSBC εκτιμά ότι στο πρώτο της σενάριο, η ελάχιστη τιμή πώλησης των NPEs μειώνεται στα 35 σεντ του ευρώ και στο δεύτερο σενάριο το ποσό των NPEs που μπορεί να πωληθεί αυξάνεται στο 35% του αποθέματος.

Το τελικό συμπέρασμα της HSBC είναι ότι λαμβάνοντας υπ’ όψιν την υψηλή τιμή που προτείνει το πρώτο σενάριο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν θα ήταν ρεαλιστικά σε θέση να απαλλαγεί πλήρως από τα ΝPEs.

Η μείωση κατά 24% στο δεύτερο σενάριο δεν θα ήταν αρκετή επίσης, καθώς οι τράπεζες θα εξακολουθούσαν να έχουν πολύ υψηλή έκθεση σε NPEs, και με χαμηλότερα επίπεδα κεφαλαίου.

SHARE