Τρία σημαντικά άρθρα. Χρ. Γιανναράς, Αλ. Παπαχελάς, Λευτέρης Κουσούλης

Που πορεύονται η σημερινή Ελλάδα, η Δημοκρατία και η Δύση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ: Δέσμια η δημοκρατία;

Η διεθνής ορίζοντας ανησυχητικά θολός, οι παράγοντες των εξελίξεων αστάθμητοι. Η συνοχή (άρα η ύπαρξη) της Ε.Ε. διακυβεύεται από μέρα σε μέρα, ο διεθνοποιημένος ολοκληρωτισμός των «Αγορών» και οι φιλοδοξίες «ενιαίας παγκόσμιας διακυβέρνησης» πυροδοτούν την έκρηξη εθνικιστικών ακροτήτων σε προηγμένες κυρίως κοινωνίες. Ο προεκλογικός αγώνας στις ΗΠΑ ξεγύμνωσε τον αμοραλισμό και την παρακμιακή ευτέλεια του παιχνιδιού της εξουσίας στο πολιτισμικό μας «παράδειγμα». Και την ίδια ώρα οι «καθ’ έξιν» ταραξίες της
Ιστορίας, ο γερμανικός και ο τουρκικός ηγεμονισμός, σηκώνουν και πάλι κεφάλι.

Μέσα σε αυτό το διεθνές σκηνικό, το ελλαδικό κράτος κυριολεκτικά παραπαίει. Δεν είναι συναισθηματισμός να θυμόμαστε ότι για να υπάρξει και να διασώζεται ώς σήμερα αυτό το κράτος θυσίασαν τη μία και μοναδική ζωή τους κάποιες εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων, σε πεδία μαχών ή σφαγιασμένοι από τους κατά καιρούς Αττίλες που γεννάει αδυσώπητη η Ιστορία. Μοιάζει με τροχό η Ελλάδα, που χάνει τη μια μετά την άλλη τις ακτίνες ή τα αδράχτια του και αναδιπλώνεται στο κεντρικό σημείο, στο τιγκίλι της ρόδας – όπως έγραψε κάποτε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.

Και ο Ελύτης συμπλήρωνε: «Η συρρίκνωση του ελληνισμού μετά την επικράτηση των εθνικισμών –δεν το συνειδητοποιήσαμε ποτέ όσο έπρεπε– μας αποστέρησε από τον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα με την ανοιχτοσύνη εκείνη και την ισχύ που διέθετε το ίδιο μας το γλωσσικό όργανο σε μια μεγάλη έκταση του πολιτισμένου τότε κόσμου. Απ’ αυτή την άποψη, όσο περίεργο και αν φαίνεται, ο πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους υπήκοος του μικροσκοπικού τούτου κράτους ανάσαινε τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας.

Οι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας καλύπτανε μεγάλα μέρη της Ιταλίας και της Αυστρίας, ολόκληρη την Αίγυπτο, την νότια Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία του Καυκάσου και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της, ώς κάτω, κατά μήκος του Αιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία».

Μέσα σε ελάχιστο διάστημα (πενήντα χρόνια είναι λιγότερο κι από στιγμή μέσα σε τριάντα πέντε αιώνες ιστορίας) ο Ελληνισμός συρρικνώθηκε εξοντωτικά. Επαψε να πατάει και στις δύο όχθες του Αιγαίου – πανάρχαιο δεδομένο ορισμού και ταυτότητας της παρουσίας του στην Ιστορία. Ξεριζώθηκε από τη Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία, την Κωνσταντινούπολη, την Ιμβρο, την Τένεδο, διώχτηκε από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τη Ρωσία, την Αίγυπτο, του αφαίρεσαν ληστρικά τη Βόρεια Ηπειρο, τη Βόρεια Κύπρο.

Αποδείχτηκε πανεύκολο στον όποιο ιταμό επίβουλο να αρπάζει και να σφετερίζεται εδάφη πανάρχαιων κοιτίδων του Ελληνισμού μακελεύοντας τους αυτόχθονες – όταν η ισχυρή Δύση με ποικίλα προσχήματα συναινούσε, το εξαρτημένο (πάντοτε και μονότροπα) από αυτήν ελλαδικό κρατίδιο συμμορφωνόταν πειθήνια. Μοιάζει να μην καταλάβαμε ποτέ οι Νεοέλληνες ότι την «προστάτιδά» μας Δύση την ενδιαφέρει να διαχειρίζεται ένα «ελληνικό» προτεκτοράτο, που θα της έφτανε να τελειώνει στη Μελούνα, αφού θα περιλάμβανε τα αρχαία τοπωνύμια (Αθήνα, Σπάρτη, Μυκήνες, Θήβα, Ολυμπία) των οποίων το πολιτισμικό αντίκρισμα θέλει να μονοπωλεί.

Η Τουρκία είναι πολύτιμη για τη Δύση, όχι σαν φραγμός στη ρωσική επέκταση και επιρροή, αλλά σαν εγγύηση οριστικής ταφόπλακας του πιο μισητού ιστορικού της Δύσης αντιπάλου: της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης» – του «Βυζαντίου», όπως δυσφημιστικά επέβαλαν οι Δυτικοί να αποκαλούμε την αυτοκρατορία της Nova Roma.

Αυτό που εμείς δεν καταλάβαμε ποτέ, το ξέρουν καλά οι γείτονες του μεταπρατικού μας κρατιδίου: ότι είναι πανεύκολος ο παραπέρα ακρωτηριασμός του Ελληνισμού όσο η ελλαδική κοινωνία μετράει την «πρόοδο» και τον «εκσυγχρονισμό» με τη μεζούρα του εκδυτικισμού της.

Γι’ αυτό και οι αξιώσεις πληθύνονται και μεγεθύνονται: Οι Τούρκοι εποφθαλμιούν δεκαοχτώ (18) νησιά του Αιγαίου και όση Θράκη μάς έχει απομείνει. Οι Αλβανοί απαιτούν να φτάσουν ώς την Πρέβεζα. Οι Σκοπιανοί ορέγονται τη Θεσσαλονίκη.
Μέσα σε ένα τέτοιο διεθνές σκηνικό, ποια θα ήταν η ενστικτώδης αντίδραση οποιουδήποτε οργανωμένου σε κράτος λαού, που θέλει να συνεχίσει να υπάρχει μέσα στην Ιστορία; Θα έβαζε στην άκρη, εντελώς στο κοινωνικό περιθώριο, τους καριερίστες της εξουσίας. Που δοκιμάστηκαν επανειλημμένα και αποδείχτηκαν κατ’ εξακολούθησιν ανίκανοι ή αηδιαστικά φαύλοι – άνθρωποι άρρωστοι, ψυχοπαθολογικά εξουσιολάγνοι. Κατάστρεψαν τις ζωές μας, βύθισαν μια ολόκληρη κοινωνία σε εξαθλίωση και πανικό, σε εφιάλτη εξωφρενικού υπερδανεισμού που θα κρατάει σε υποτέλεια και τα τρισέγγονά μας, με χαμένη την εθνική ανεξαρτησία και ατιμασμένο, της ντροπής, το όνομα των Ελλήνων.

Είναι δυνατό, ύστερα από εφτά χρόνια τέτοιας συμφοράς, να υπάρχουν ακόμα στο προσκήνιο οι φυσικοί αυτουργοί του βασανισμού μας, οργανωμένοι στα ίδια δυσώνυμα για τον λαό μας κόμματα; Να μας κουνάει το δάχτυλο η κυρία Φώφη, διάδοχος του πρωτουργού της ολεθριότητας «Γιωργάκη», να μαίνεται για εκλογές και πάλι ο κ. Μητσοτάκης, ένα μόλις χρόνο μετά τον εφιάλτη της εξουσιολαγνείας Σαμαρά, να αφιερώνουν τα κανάλια και οι εφημερίδες, ακόμα σήμερα, σχόλια και αναλύσεις στον χαμαιλεοντισμό του κ. Τσίπρα, που παραμένει μεν κομμουνιστής με τη γροθιά υψωμένη, αλλά διεκπεραιώνει ταυτόχρονα την πιο απάνθρωπη πολιτική ασυδοσίας των «Αγορών» που γνώρισε ποτέ η υφήλιος – δεν είχε καν το φιλότιμο να παραδώσει στους σεσημασμένους τη βρωμοδουλειά.

Οι γύπες έχουν αρχίσει το κλωθογύρισμα πάνω από το κορμί της Ελλάδας που αναδίνει πτωμαΐνη, παίζουμε μάλλον το τελευταίο χαρτί της ιστορικής μας επιβίωσης. Αραγε το Σύνταγμα, που καθορίζει και προστατεύει το «δημοκρατικό» μας πολίτευμα, προϋποθέτει τη δημοκρατία μόνο αυτονοήτως δέσμια των κομμάτων και του πελατειακού κράτους που τα κόμματα (όλα) πρωτευόντως υπηρετούν; Δημοκρατική έξοδος από αυτόν τον εφιάλτη και κοπρώνα είναι δυνατό να μην υπάρχει;

Το ένστικτο αυτοπροστασίας και αυτοάμυνας των πολιτών προστάζει να χάσουν οι φυσικοί αυτουργοί του εφτάχρονου ολέθρου τα πολιτικά τους, τουλάχιστον, δικαιώματα, να τους τα αφαιρέσει η ψήφος του λαού. Οταν όμως η ψήφος είναι εξ ανάγκης πουλημένη, γιατί μόνο έτσι εξαγοράζει ο πολίτης το ψωμί του και το ψωμί των παιδιών του, τότε τι γίνεται;

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ: Οποίος βιάζεται…

Ομολογώ ότι δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση του κ. Τσίπρα. Βιάστηκε τόσο πολύ να γίνει πρωθυπουργός χωρίς να έχει ιδέα τι τον περίμενε. Ωρίμασε, είναι η αλήθεια, αν συγκρίνει κανείς το πώς ξεκίνησε και πού βρίσκεται σήμερα. Οι Aγγλοσάξονες έχουν όμως μία έκφραση που τα λέει όλα, «too little too late» (πολύ λίγο και πολύ αργά). Και τώρα μοιάζει με καπετάνιο που βλέπει στον ορίζοντα τα σημάδια μιας τέλειας καταιγίδας και δεν ξέρει τι ακριβώς να κάνει.

Στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές τα πράγματα δεν πάνε καλά. Το καταραμένο τρίγωνο των Βερμούδων (ΔΝΤ – Ελλάδα – Ευρωπαίοι) δεν είναι αδικαιολόγητα διαβόητο ως κλασικό σημείο για τραγικά και ανεξήγητα ατυχήματα. Πρόκειται για μια εξίσωση που δεν λύνεται, ακόμη και αν βάλεις τα καλύτερα μυαλά να το προσπαθήσουν. Εκείνοι που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα προβλέπουν ότι τίποτα δεν θα αλλάξει για αρκετούς μήνες. Η αξιολόγηση δεν θα κλείνει, το QE θα καθυστερεί και η αβεβαιότητα θα σκοτώνει την πραγματική οικονομία. Ο κ. Τσίπρας δεν έχει πολλά όπλα απέναντι σε αυτήν την κατάσταση.

Οι σύμμαχοί του είναι είδος προς εξαφάνιση: ο Ολάντ είναι υποψήφιος συνταξιούχος και ο Ρέντσι, που ήταν πολύ κρίσιμος υποστηρικτής του, κινδυνεύει να γίνει ιστορική υποσημείωση. Ο πρόεδρος Ομπάμα συνεχίζει να προσπαθεί. Τηλεφώνησε πρόσφατα στην Κριστίν Λαγκάρντ και η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών βρίσκεται σε πλήρη κινητοποίηση. Χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κάποιοι αθεράπευτα αισιόδοξοι προβλέπουν ότι η καγκελάριος Μέρκελ θα παρέμβει την ύστατη στιγμή, επικαλούμενη γεωπολιτικούς λόγους, και θα σώσει την παρτίδα. Φτάνουν, μάλιστα, στο σημείο να θεωρούν ότι δεν είναι επαρκώς ενημερωμένη για το «ελληνικό ζήτημα», άποψη η οποία προκαλεί ειρωνικά χαμόγελα στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ.

Σαν να μην έφτανε αυτό, έχουμε ξαφνικά μια αναζωπύρωση στα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού. Ο πρόεδρος Ερντογάν είναι προφανές τι θέλει. Στόχος του, να καθίσει απέναντι από τον κ. Τσίπρα και να διαπραγματευθεί τα πάντα, από το Αιγαίο έως το Κυπριακό. Είναι αυτό ακριβώς που θέλει παγίως να αποφύγει η ελληνική διπλωματία. Ο πρωθυπουργός δεν μοιάζει, ούτως ή άλλως, να έχει τον πλήρη έλεγχο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας.

Οι απόψεις του δεν είναι σύμφωνες με ορισμένες από τις απόψεις στελεχών του, αλλά δεν φαίνεται να μπορεί να ελέγξει το παιχνίδι. Μπαίνουμε όμως σε μια πολύ λεπτή και κρίσιμη φάση, που δεν συμβιβάζεται με αβεβαιότητες και δισταγμούς. Η απόφαση για το εάν θα πάει σε διεθνή διάσκεψη και τι θα απαντήσει σε κάθε πρόταση του κ. Ερντογάν είναι αποκλειστικά δική του. Οπως και η απόφαση για το εάν χρειάζεται ρητορική κλιμάκωση από την Αθήνα και πώς θα απαντήσει η χώρα μας σε τυχόν τουρκικές μονομερείς ενέργειες, εάν καταρρεύσει η διάσκεψη της Γενεύης.

Ο κ. Τσίπρας κάθεται τώρα στο μοναχικό τραπέζι του Μαξίμου. Οι δημοσκοπήσεις που του έρχονται είναι απελπιστικές. Ο καθένας τού προτείνει από μία ανοησία ως πανάκεια στα αδιέξοδά του. Τα νέα από την Ευρώπη δεν είναι καλά. Τα νέα εξ Ανατολών, επίσης. Αυτό που δεν είχε προφανώς υπολογίσει είναι πόσο μικρή είναι τελικά η απόσταση ανάμεσα στην αίσθηση του θριάμβου και στον φόβο της πανωλεθρίας. Δεν είναι ο πρώτος που το έχει νιώσει στην καρέκλα όπου κάθεται.

Κουσούλης Λευτέρης: Η σκοτεινή βύθιση

Στην ¬ηττημένη χώρα η ψευδής συνείδηση διατηρεί σταθερά τα πρωτεία της.
Από το υψηλό όρος του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος συνεχίζει χωρίς ίχνος συστολής να παραποιεί συνθήκες και δεδομένα, προσκαλώντας ουσιαστικά σε εναγκαλισμό με τη βύθιση. Ο κατασκευασμένος κόσμος θα είναι πάντα καλύτερος από τον πραγματικό.
Η ανεπάρκεια της Αντιπολίτευσης συντελεί στην αδυναμία κατανόησης και συνειδητοποίησης της φάσης που βρίσκεται σε εξέλιξη και που η Κυβέρνηση έχει χίλιους λόγους να αποκρύπτει και να συσκοτίζει.

Μέσα σε αυτό το μέτωπο των εντυπώσεων και της παράστασης, συντελείται σταθερά και αδιατάρακτα η αθόρυβη βύθιση. Πρόκειται για τον καθοδικό κύκλο που οδηγεί τα πράγματα από μέρα σε μέρα σε μια δυσμενέστερη κατάσταση.
Η ορμή αυτής της καθοδικότητας καθιστά τον κύκλο της πτώσης καθολικό, αγκαλιάζει όλες τις πλευρές και διαποτίζει όλα τα σημεία.
Αυτό που η κυβερνητική πολιτική σκηνοθεσία επιχειρεί να παραποιήσει, το διαψεύδει η καθημερινή εμπειρία όλων εκείνων που έρχονται σε συνάντηση με την οδυνηρή πραγματικότητα. Υπηρεσίες υγείας. Ασφάλεια. Δημόσιο σχολείο. Δικαιοσύνη.

Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, η στρατηγική πολιτικής κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ δια της καταστροφής, παράδοξα για τους αφελείς, αποδίδει καρπούς. Οι μηχανισμοί ταπείνωσης που επιτυχώς ανέπτυξε το κυβερνητικό κόμμα είχαν ήδη φέρει αποτελέσματα. Αυτά εμπεδώνονται σιγά-σιγά, μέσα από τους θεσμούς και τις κρατικές δομές, σε μεγαλύτερη έκταση και βάθος.

Μια αόρατη διαίρεση σταθεροποιείται μέσα στην αθόρυβη βύθιση. Από τη μια πλευρά, οι προστατευμένοι από το κράτος -δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι κατά συντριπτικό λόγο- και από την άλλη πλευρά το νέο προλεταριάτο, οι εργαζόμενοι εκτός κράτους, κάτω από δύσκολες συνθήκες, χωρίς προνόμια, χωρίς εγγυήσεις, χωρίς συνθήκη ασφάλειας και με πολύ χαμηλή συχνά αμοιβή της εργασίας τους.
Υπερφορολογούμενοι οι τελευταίοι, καλούνται να υπερεργάζονται προκειμένου να τροφοδοτήσουν τα προστατευμένα στρώματα. Τα μέλη αυτών των προστατευμένων στρωμάτων, ενώπιον της απειλής της περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων τους, αναδιπλώνονται υποτακτικά και είναι έτοιμα να παραιτηθούν μπροστά στο φόβο από κάθε στοιχειώδη αντίδραση.

Στη περιοχή αυτή της περίκλειστης συνείδησης εγκαθίσταται τροπαιοφόρα η συμβολική και πραγματική ισχύς του κράτους. Διεκδικώντας το τελευταίο το ρόλο του αποκλειστικού διαχειριστή των πόρων, κάνει βήματα στην εμπέδωση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας του.

Καθώς η συμμόρφωση των ανθρώπων θα προκύπτει μηχανικά και αυθόρμητα, η βύθιση θα εξελίσσεται σιγά-σιγά σε σκοτεινή.
Κανένα πολιτικό σχέδιο δε βρίσκει όμως ποτέ την ιδεατή υλοποίησή του.
Αν η βύθιση σήμερα είναι αθόρυβη, η αμφισβήτησή της θα είναι εκρηκτική.
Στη συνείδηση του καθενός η ευθύνη.