Το πολύκροτο άρθρο του καθηγητή του ΥΑLE Στάθη Καλύβα, για τις θετικές πλευρές και συνέπειες της Απριλιανής Δικτατορίας.

Η αναταραχή που προκάλεσε στο Διαδίκτυο αλλά και σε ΜΜΕ και πολιτικούς κύκλους.

Δύο διαφορετικά άρθρα σοβαρής γνώμης (ΚΑΘΜΕΡΙΝΗ, ΤΑ ΝΕΑ) για τον όλο προβληματισμό, που προκάλεσε το άρθρο και ο γνωστός καθηγητής, που είχε πυροδοτήσει θετικά στο παρελθόν τους νέους προβληματισμούς για την περίοδο του Εμφύλιου Πολέμου και όσα αποσιωπούσε και εξωράιζε η κομμουνιστή (και μη) Αριστερά.

 

Η επέτειος πενήντα χρόνων από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου προσφέρεται ως ευκαιρία για αναστοχασμό. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η σημερινή πραγματικότητα είναι σε κάποιο, μάλλον όχι ασήμαντο, βαθμό προϊόν και της δικτατορίας. Ποιες όμως ήταν οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της για τη χώρα μας; Σε τι θα διέφερε η Ελλάδα σήμερα εάν δεν είχε γίνει το πραξικόπημα τότε; Τι ακριβώς μας κληροδότησε; Τι κουβαλάμε πάνω μας απ’ αυτό το ιστορικό παρελθόν; Πρόκειται προφανώς για δύσκολα και μάλλον αναπάντητα ερωτήματα, που δεν μπορούμε όμως και δεν πρέπει να αποφεύγουμε. Για να συζητηθούν άλλωστε αυτά και πολλά άλλα, οργανώθηκε αυτό το Σαββατοκύριακο ένα ιστορικό συνέδριο στο Ιδρυμα Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.

Η 21η Απριλίου κατέχει κομβική θέση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Υπήρξε το τελευταίο στρατιωτικό κίνημα που πέτυχε να ανατρέψει μια εκλεγμένη κυβέρνηση και να την αντικαταστήσει με μια στρατιωτική «χούντα», όπως επικράτησε να αποκαλείται κατά τη λατινοαμερικανική πρακτική. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1973 στην Κύπρο υπήρξε και θνησιγενές και άμεσα απότοκο του ελληνικού. Από την άποψη αυτή, μπορούμε να μιλάμε για μια ιστορική καμπή στην Ευρώπη, μετά την οποία το πραξικόπημα ως πολιτική πρακτική μπαίνει στη ναφθαλίνη.

Επιχειρώντας να προσεγγίσω τη «μεγάλη εικόνα» πενήντα χρόνια μετά, θα εντόπιζα δύο μεγάλα παράδοξα. Πρώτο, πως μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας. Δίχως τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74. Δεύτερο, αν και επιχείρησαν να κρατήσουν την κοινωνία στάσιμη, να την παγώσουν δηλαδή, συνέβαλαν τελικά με έμμεσο τρόπο στον ραγδαίο αξιακό και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της. Ιδωμένη λοιπόν από την οπτική του παρόντος, η δικτατορία είτε δεν εμπόδισε τον πολιτικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας είτε τον υποβοήθησε, χωρίς βέβαια να επιδιώκει κάτι τέτοιο.

Το πραξικόπημα περιγράφεται συχνά ως μια απόπειρα των σκληροπυρηνικών στοιχείων της Δεξιάς να διακόψουν την επίπονη πορεία της μετεμφυλιακής Ελλάδας προς την υιοθέτηση ενός σύγχρονου δημοκρατικού μοντέλου. Υπήρχε όμως εναλλακτική διαδρομή και ποια θα ήταν αυτή; Μια πειστική αντίληψη διαβλέπει στην αδυναμία των πολιτικών ελίτ να λειτουργήσουν συναινετικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 το βασικό αίτιο της εκτροπής. Στη λογική αυτή, ο ομαλός εκδημοκρατισμός ήταν ανέφικτος την εποχή εκείνη για μια σειρά λόγων και, επομένως, το πραξικόπημα ήταν αναπόφευκτο, αλλά επίσης συνιστούσε εκ των πραγμάτων τον πιο πιθανό δρόμο προς τη δημοκρατία. Ομως, η διεθνής εμπειρία προσφέρει αρκετά παραδείγματα χωρών που εκδημοκρατίστηκαν σταδιακά, δίχως πραξικοπηματικές εκτροπές. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα τελικά οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου, που κατέστησε δυνατή μια ριζική και άμεση λύση του «δημοκρατικού προβλήματος» της χώρας, δημιουργώντας ένα βαθύ και ανυπέρβλητο ρήγμα ανάμεσα στην ακραία και στη μετριοπαθή Δεξιά, χωρίς το οποίο η πορεία προς τον εκδημοκρατισμό θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και προβληματική. Χωρίς το σοκ του Ιουλίου ’74 δύσκολα θα είχαμε την καθαρή λύση του πολιτειακού και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, αποφάσεις που παρέμεναν στον χώρο της φαντασίας μόλις δέκα χρόνια πριν.

Ενα από τα πιο ευαίσθητα ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία και την αποτίμηση της δικτατορίας είναι το θέμα της λαϊκής αποδοχής της. Δεν υπάρχουν ασφαλείς δείκτες για να μετρηθεί, όμως αρκετοί αντικειμενικοί παρατηρητές της εποχής κάνουν λόγο για μια επιφανειακή μεν αλλά πλατιά αποδοχή. Πράγματι, η δικτατορία ταυτίστηκε με μια εποχή μεγάλης οικονομικής ανόδου και αισιοδοξίας, με την κορύφωση ουσιαστικά του μεταπολεμικού ελληνικού οικονομικού θαύματος. Η χώρα αστικοποιήθηκε, η οικοδομική δραστηριότητα γνώρισε δόξες, το οδικό δίκτυο επεκτάθηκε, ο εξηλεκτρισμός της χώρας ολοκληρώθηκε και πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Παρά τις αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος, πολλές τέχνες άνθησαν και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής. Η κοινωνία του 1974 μικρή σχέση είχε με αυτή του 1964.

Η διαδικασία κοινωνικού εκσυγχρονισμού είχε, βέβαια, ξεκινήσει πριν από τη δικτατορία, αλλά εκείνη την επιτάχυνε γνωρίζοντας πως η αποδοχή της εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ανάπτυξη και ενισχύοντας την τάση των ανθρώπων για αναζήτηση της ευτυχίας στην ιδιωτική σφαίρα. Οπως όμως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η νέα μεσαία τάξη που αναδύθηκε την περίοδο εκείνη απαίτησε, όταν ήρθε η στιγμή, τον απογαλακτισμό της από το καθεστώς που την ανέδειξε. Και ίσως για τον λόγο αυτό, όταν τον πέτυχε, να θέλησε να ξεχάσει την εποχή αυτή αποποιούμενη κάθε ευθύνη και συνενοχή.

Η δικτατορία ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα. Ισως γιατί υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία. Ισως γιατί μας θυμίζει κάποιες ενοχλητικές πτυχές της Ιστορίας που προτιμάμε να βάζουμε στην άκρη. Ισως πάλι, γιατί χωρίς αυτήν, ο πολιτικός και κοινωνικός εκσυγχρονισμός της χώρας να είχε απαιτήσει πολύ πιο μακρόχρονες και επίπονες διαδικασίες. Η δικτατορία είναι σαν ένα από αυτά τα μεγάλα παλιά έπιπλα που δεσπόζουν σε ένα δωμάτιο τόσο πολύ που δεν τα παρατηρούμε ποτέ.

Η Χούντα και ο κουρνιαχτός

Ηταν η Χούντα κάτι καλό για τη χώρα; Φυσικά, όχι. Ήταν βιασμός της Δημοκρατίας. Και για την κατάλυση της Δημοκρατίας –έστω της ανάπηρης μετεμφυλιακής που είχαμε– δεν χωρούν εκπτώσεις, ούτε συμβιβασμοί. Μια δικτατορία, ακόμη κι αν –λέμε τώρα!– έχει αγαθούς σκοπούς (αν είναι του προλεταριάτου, βρε αδελφέ!), αποτελεί τη μέγιστη ύβρη προς τον λαό. Είναι ανομιμοποίητη βία εις βάρος του κοινωνικού σώματος.

Τα παραπάνω είναι αξιωματικώς παραδεκτά. Τα έχουμε εμπεδώσει όλοι μετά το 1974. Φυσικά, τα ξέρει και τα έχει γράψει και ο κ. Στάθης Καλύβας. Τώρα, πενήντα χρόνια μετά την αποφράδα μέρα του 1967, το ερώτημα είναι άλλο: μπορεί η συζήτηση να πάει λίγο παρακάτω; Μπορεί ένας καθηγητής να διατυπώσει κάποια θεωρία για την κληρονομιά της Χούντας; Ή μήπως πρέπει όλοι να επαναλαμβάνουμε –δίκην μάντρα– τα ορθά αξιώματα της Δημοκρατίας;

Στον κουρνιαχτό των αντιδράσεων που σηκώθηκε με αφορμή το άρθρο «Μια παράδοξη κληρονομιά» («Καθημερινή» 18.06.2017) περίσσεψαν οι αφορισμοί και έλειψαν τα επιχειρήματα. Eγραψε ο κ. Καλύβας για τα «δύο μεγάλα παράδοξα. Πρώτο, πως μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας. Δίχως τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74. Δεύτερο, αν και επιχείρησαν να κρατήσουν την κοινωνία στάσιμη, να την παγώσουν δηλαδή, συνέβαλαν τελικά με έμμεσο τρόπο στον ραγδαίο αξιακό και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της. Ιδωμένη λοιπόν από την οπτική του παρόντος, η δικτατορία είτε δεν εμπόδισε τον πολιτικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας είτε τον υποβοήθησε, χωρίς βέβαια να επιδιώκει κάτι τέτοιο.

Στα παραπάνω μπορούν να αντιπαρατεθούν σοβαρά επιχειρήματα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η κοινωνική δυναμική της δεκαετίας του ’60 αναγκαστικά θα οδηγούσε σε πλήρη εκδημοκρατισμό της χώρας, ή ότι η οικονομική ανάπτυξη που διαπιστώθηκε τα πρώτα χρόνια ήταν απλώς τα απόνερα της προηγούμενης περιόδου, ή ότι η οικοδομή άνθισε με ανήκεστο περιβαλλοντική βλάβη· τη βλέπουμε ακόμη και τώρα με τα άθλια ξενοδοχεία πάνω στο κύμα, ή το 22ώροφο έρμο στην ακτή Μιαούλη. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν αντιπαρατέθηκαν καν τα γελοία επιχειρήματα όπως π.χ. «η Χούντα δεν τελείωσε το ’73 αλλά πέθανε στων Αγανακτισμένων την πλατεία», ή ότι «το 1974 είχαμε αλλαγή νατοϊκής φρουράς», ή ότι «η Δεξιά δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» κ.λπ.

Αντιθέτως, είχαμε την παλιά τέχνη κόσκινο – της κυρίαρχης Αριστεράς, δηλαδή τη δίκη προθέσεων του συγγραφέα. Αυτό δεν βλάπτει τόσο τον ίδιο όσο τον διάλογο. Κι αυτό διότι ο κουρνιαχτός κρύβει και τα σοβαρά αντεπιχειρήματα που μπορεί να έχει κάποιος στη θεωρία του συγγραφέα.