Κανόνες εκφοράς ελληνικής γλώσσας. Για spokespersons εκπροσώπους και όχι μόνο!

Αυτό που κάνουν τόσο οι γλωσσολόγοι, που μελετούν τη γλώσσα καθεαυτήν, όσο και οι φιλόλογοι, που την μελετούν στις μορφές που παίρνει μέσα από τα γένη και τα είδη του λόγου, είναι η κατά το δυνατόν πιστή και απροκατάληπτη περιγραφή του προφορικού και του γραπτού λόγου. Μετρούν, παρατηρούν, καταγράφουν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Παρατηρώντας τα φαινόμενα μέσα στον χρόνο, παρατηρούν και την αλλαγή τους μέσα στον χρόνο. Τη λεγόμενη γλωσσική αλλαγή. Και ανακαλύπτουν και όσα τυχόν αρχίζουν ως το «λάθος» του σήμερα (δηλαδή ως απόκλιση από τη νόρμα), για να καταλήξουν το «σωστό» του αύριο. Δικό τους έργο δεν είναι να κρίνουν. Οι δάσκαλοι, από την άλλη, για χάρη των μαθητών τους, οφείλουν να οριοθετούν τις γλωσσικές χρήσεις του σήμερα σε κανόνες που να αποτυπώνουν τη νόρμα και να φροντίζουν να τηρούνται από όλους τους χρήστες.

Ενώ όμως για τη γραμματική μορφολογία και για τη σύνταξη υπάρχουν και επιστημονικά έργα και πρακτικά βοηθήματα πάσης κλίμακας και χρήσεως, το πιο αδικημένο ίσως κεφάλαιο παραμένει η φωνητική και η φωνολογία της Νέας Ελληνικής. Κι ας έχει ξεκαθαρίσει η επιστήμη τα πράγματα με ακρίβεια και πληρότητα, χάρη στο έργο κορυφαίων γλωσσολόγων, όπως, λ.χ., του παραδοσιακότερου Αγαπητού Τσοπανάκη, του προδρομικά νεωτερικού στην Ελλάδα Μιχάλη Σετάτου (περίφημου για την ακραία συνοπτική ακρίβειά του), ή του ακόμη καινοτομικότερου, και πολύ αναλυτικότερου και πολύ διεξοδικότερου, Ευάγγελου Πετρούνια.

Όσοι λοιπόν μαθαίνουμε τη γλώσσα μας ως φυσικοί ομιλητές σπανίως αντιλαμβανόμαστε καν ότι η ανάγνωση των γραμμάτων δεν αποτυπώνει όλη τη γκάμα του σύνθετου φαινομένου της παραγωγής λόγου, σε όλες τις λεπτομέρειες της εκφοράς του. Αυτό το αντιλαμβάνονται πολύ καλύτερα οι ξένοι που μαθαίνουν την ελληνική ως ξένη γλώσσα. Και ό, τι η διδασκαλία της ελληνικής ως μητρικής συνήθως αγνοεί αυτό το διδάσκει ο δάσκαλος της ελληνικής ως ξένης –με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες. Όχι όμως με όλες. Γιατί η εικόνα είναι όντως πολύ σύνθετη.

Πώς έχει το ζήτημα με δυο λόγια: από την αριθμητική ανισότητα που προκύπτει μεταξύ των 32 φθόγγων και των 24 (ή 25, λόγω σ και ς) γραμμάτων προέρχεται η πρώτη δυσκολία κατά την εκμάθηση μιας γλώσσας: τα οπτικά σύμβολα δεν καλύπτουν όλους τους φθόγγους. Η δυσκολία μεγαλώνει, καθώς, κατά τη συμπροφορά των φθόγγων, το αφτί συλλαμβάνει άλλους τόσους «ήχους», που ούτε αυτοί αποτυπώνονται γραφικά. Όλες αυτές οι δυσκολίες ενσωματώνονται στο περίπλοκο σύστημα απόκτησης της λεγόμενης «γλωσσικής ικανότητας», ένα σύστημα αόρατο όπως εξήγησα για τους φυσικούς ομιλητές –τόσο ομαλά το έχουν απορροφήσει αυτοί από το οικογενειακό τους περιβάλλον, όσο ακόμη βρίσκονται στο στάδιο της προφορικότητας. Αλλά οι ίδιοι αυτοί, μόλις, πηγαίνοντας στο σχολείο, μπουν στο στάδιο του γραμματισμού, και αρχίσουν τις συνήθεις αναγνωστικές ασκήσεις του σχολείου, σπάνια θα έχουν την τύχη να πέσουν σε δάσκαλο που θα καλύψει όλα τους τα κενά, γιατί πολύ σύντομα η προτεραιότητα του σχολείου μετακινείται στη … Γραμματική, στο Συντακτικό και στην Έκθεση. Να μιλάμε … ξέρουμε.

Σ’ αυτά τα κενά που παραμένουν σε χρόνια εκκρεμότητα και στοιχειώνουν προπάντων τους επαγγελματίες και λοιπούς δημόσιους ομιλητές στην εποχή των ΜΜΕ – εποχή όπου η προφορικότητα, 500 χρόνια μετά την καθιέρωση της τυπογραφίας, ήρθε η ώρα να πάρει την εκδίκησή της από τον γραπτό λόγο – απευθύνεται το βιβλίο του Μάνου Σιφονιού «Κανόνες Εκφοράς της ελληνικής γλώσσας (για εκπροσώπους και όχι μόνο!)», που κρατάτε στα χέρια σας. Ένα βιβλίο που, μετρά, καταγράφει, εξηγεί και διορθώνει με χιούμορ.

Η ύλη φωνητικής και φωνολογίας που, στη Νεοελληνική Γραμματική του Τσοπανάκη, προσφέρεται με τον παραδοσιακό τρόπο συμπυκνωμένη σε 34 σελίδες, παίρνει εδώ τη μορφή ενός πολύ πρακτικού Οδηγού λίγο μεγαλύτερου. Αλλά σ’ αυτόν, αναδεικνύεται όλη σχεδόν η έκταση του φαινομένου, για να ακολουθήσει η θεραπευτική αγωγή με τρόπο αντισχολαστικό. Δίνονται πίνακες και παραδείγματα για όλες τις περιπτώσεις ταξινομημένες σε εύληπτες ενότητες, και ακόμη και οι βασικές έννοιες της γλωσσολογίας εξηγούνται σε πολύ απλά μαθήματα και χωρίς το ειδικό επιστημονικό λεξιλόγιο. (Η τακτική βέβαια αυτή έχει κάπου κάπου και τις αβαρίες της, εκεί όπου η απλούστευση αφήνει χώρο για προβληματικές διατυπώσεις – αλλά το τίμημα αυτό είναι πολύ μικρό σε σχέση με την ωφέλεια.)

Γενικά, ελπίζω, με αυτόν τον σαφή, σύντομο και περιεκτικό Οδηγό, να οδηγηθούν όχι μόνον οι άνθρωποι της δουλειάς, αλλά και οι δάσκαλοι και οι μαθητές σε μεγαλύτερη εγρήγορση ως προς το φαινόμενο της εκφοράς του λόγου, ο οποίος, για την αρχαία ρητορική θεωρείται το σημαντικότερο από όλα τα έργα του ρήτορος – πιο πάνω και από την εύρεση του καταλληλότερου επιχειρήματος, πιο πάνω και από την ευστοχότερη και πειστικότερη διατύπωσή του.