Δυστυχώς, οι αρνητικές εξελίξεις στο δημογραφικό θα έχουν διάρκεια και θα κλιμακωθούν. «Στην επόμενη 20ετία το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων στην Ελλάδα θα μεγαλώσει και μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει τις 50.000 άτομα σε ετήσια βάση».
Οι δυσκολίες για όλες τις οικογένειες αυξήθηκαν , ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνο δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά και να κάνουν οικογένεια, αλλά ούτε να επιτύχουν μια κάποια δουλειά. Όλες οι προοπτικές οξύνονται μετά οκτώ χρόνια λιτότητας και αποκλεισμών (λχ,. σε στεγαστικά δάνεια) λόγω των μνημονίων συρρικνώνεται, καθώς επιδρούν και πιο μακρόχρονες δημογραφικές τάσεις. Γερνάμε διαρκώς ως λαός, μειώνονται οι γεννήσεις ενώ κατά εκατοντάδες χιλιάδες ανέρχονται οι μεταναστεύσεις και μάλιστα νέων ανθρώπων με υψηλό πνευματικό και μορφωτικό επίπεδο.
Ηδη καταγράφεται μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ των θανάτων σε σχέση με τις γεννήσεις την πενταετία 2011-2015. Μια τάση εθνικής συρρίκνωσης κατά τα τελευταία χρόνια, με έντονο το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα, όπου η οικογένεια με τρία κι τέσσερα παιδιά αποτελεί εξαίρεση και σχεδόν σπάνιο γεγονός. Αντίθετα μεγαλώνει , συγκεκριμένα με το παρελθόν, ο αριθμός των μονογονεικών οικογενειών. Το 2015 οι θάνατοι στην Ελλάδα ήταν ήδη σχεδόν 30.000 περισσότεροι από τις γεννήσεις, συγκεκριμένα 29.365. Οι θάνατοι το 2015 έφτασαν τους 121.212, οι περισσότεροι που έχουν καταγραφεί σε ένα έτος από τις ελληνικές υπηρεσίες από το 1932 (το έτος εκείνο πέθαναν 117.593 άτομα), εξαιρουμένης βεβαίως της περιόδου 1941-1949. Ακόμα και το 1940, που το τελευταίο δίμηνο του έτους η Ελλάδα είχε εμπλακεί σε πόλεμο με τη φασιστική Ιταλία, οι θάνατοι ήταν 93.830. Το 2011 οι θάνατοι είχαν φτάσει τους 111.099.
Αρνητικό ιστορικό ρεκόρ καταγράφηκε το 2015 και στις γεννήσεις, που ήταν μόλις 91.847, ενώ το 2009 ήταν 117.933. Η πτώση των γεννήσεων την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων είναι… μνημειώδης. Το 2010 έπεσαν στις 114.766, το 2011 στις 106.428, το 2012 στις 100.371, το 2013 στις 94.134, το 2014 στις 92.148 για να καταλήξουν το 2015 στις 91.847.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν ένα αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων, το οποίο ανοίγει συνέχεια υπέρ των θανάτων: Ετσι, το 2011 ήταν -4.689 άτομα, το 2012 -16.297, το 2013 -17.660, το 2014 -21.592 για να φτάσει το 2015 στους -29.365 ανθρώπους. Ας σημειωθεί πως μέχρι το 2009 το συγκεκριμένο ισοζύγιο ήταν θετικό: τη χρονιά εκείνη είχαμε 117.933 γεννήσεις και 108.316 θανάτους.
Το άμεσο αποτέλεσμα είναι να καταγράφεται διαρκής μείωση του πληθυσμού της χώρας από το 2011 και μετά. Το 2011, στην απογραφή, ο πληθυσμός ήταν 11,1 εκατομμύρια. Την 1η Ιανουαρίου του 2015 υπολογίστηκε από την ΕΛΣΤΑΤ σε 10.858.018 άτομα. Η Πρωτοχρονιά του 2016 βρήκε την Ελλάδα να κατοικείται από 10.783.748 άτομα, 74.270 λιγότερα από πρόπερσι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Η εξέλιξη αυτή προήλθε λόγω του αρνητικού ισοζυγίου γεννήσεων – θανάτων και της μετανάστευσης 44.905 ατόμων περισσότερων από όσων εγκαταστάθηκαν στη χώρα.
Δυστυχώς, οι αρνητικές εξελίξεις στο δημογραφικό θα έχουν διάρκεια και θα κλιμακωθούν. «Στην επόμενη 20ετία το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων στην Ελλάδα θα μεγαλώσει και μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει τις 50.000 άτομα σε ετήσια βάση», λέει στην «Κ» ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρωνας Κοτζαμάνης, διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων. «Οι θάνατοι θα αυξηθούν γιατί μπαίνουν στις ηλικίες των 65 ετών και άνω οι μαζικές γενιές που γεννήθηκαν μετά το 1950, όταν οι γεννήσεις ήταν πάνω από 150.000 το έτος. Αντίστοιχα, οι γεννήσεις θα είναι λίγες, καθώς οι γενιές γυναικών που μπαίνουν σε ηλικία γονιμότητας δεν είναι μεγάλες και ο δείκτης γονιμότητας έχει πέσει», εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης.
Ηδη, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης ολικής γονιμότητας (δηλαδή ο μέσος αριθμός παιδιών που θα γεννήσει μια γυναίκα στη διάρκεια της ζωής της) ήταν το 2015 μόλις 1,3 από 1,5 το 2011 και όταν το επίπεδο αντικατάστασης γενεών είναι το 2,1. Αντίστοιχα, η Ελλάδα μετατρέπεται ταχύτατα σε μια χώρα γερόντων, γεγονός που θα αυξήσει και τους αριθμούς των θανάτων στο άμεσο μέλλον. Ηδη ο δείκτης γήρανσης, δηλαδή η αναλογία του γεροντικού πληθυσμού (ηλικίας 65 ετών και άνω) προς τον ηλιακά νεότερο (0-14), από 130,7 που ήταν το 2011 έφτασε το 147,2 το 2016. Δηλαδή για κάθε 100 παιδιά, ηλικίας μέχρι 14 ετών, ζουν στην Ελλάδα 147 ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών.
Οι δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, με την επέκταση της φτώχειας και της εξαθλίωσης στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, επιδρούν στη δημογραφική ναρκοθέτηση. «Ο βαθμός επίδρασης πρέπει να μελετηθεί. Η Ελλάδα, για μια σειρά από λόγους, δεν είναι Ανατολική Ευρώπη, που η κρίση οδήγησε απότομα σε μείωση του προσδόκιμου ζωής», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης. Στην Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, συνέχισε να αυξάνεται μέχρι και το 2014, φτάνοντας τα 78,9 έτη στους άνδρες και τα 84,1 στις γυναίκες.
«Υπάρχουν ενδείξεις πως οι πιθανότητες θανάτου άρχισαν να αυξάνονται. Αυξάνεται η νοσηρότητα, που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη θνησιμότητα. Υπάρχει ένα μέρος του πληθυσμού που αντιμετωπίζει ασθένειες που χρειάζονται διαρκή φροντίδα. Οταν αυτή παραμελείται, γιατί λόγω κοινωνικών – οικονομικών συνθηκών δεν υπάρχει η κατάλληλη πρόσβαση στα φάρμακα και στην περίθαλψη, τότε σταδιακά αυξάνεται η θνησιμότητα», εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης.