Σενάρια της επόμενης μέρας για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, με τους εταίρους δύσπιστους και με το λαό εξουθενωμένο και λεηλατημένο για ακόμη μια φορά, τονίζει σε βαρυσήμαντη ανάλυση ο διευθυντής του ΒΗΜΑΤΟΣ Α.Καρακούσης.
“Το στρατήγημα της ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους που επέλεξε να υπηρετήσει ο κ.Τσίπρας στις αρχές του φθινοπώρου δεν βγήκε. Ήλπιζε στην αμέριστη συμπαράσταση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, αλλά με την ήττα της Χίλαρι Κλίντον χάλασε το όλο σχέδιο.
Ο απερχόμενος αμερικανός Πρόεδρος ήλθε στην Αθήνα αποδυναμωμένος από την επικράτηση Τραμπ και έτσι οι όποιες πιέσεις προς τους ευρωπαίους ήσαν και απεδείχθησαν ασθενείς.
Οι Γερμανοί δεν αντελήφθησαν καν την αμερικανική πίεση, αντιμετώπισαν τις αθηναϊκές αναφορές του προέδρου Ομπάμα ως έπεα πτερόεντα και επέμειναν στη σκληρή γραμμή τους, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν υπάρχει «κούρεμα» του ελληνικού χρέους παρά μόνο βραχυπρόθεσμα μέτρα εξομάλυνσης της διάρκειας των δανείων και περιορισμού του ρίσκου των επιτοκίων.
Η γραμμή Σόιμπλε επικράτησε πλήρως: Το ελληνικό χρέος, ανεξαρτήτως ύψους, μπορεί να καταστεί βιώσιμο αν ελεγχθούν οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησής του.
Οι Γερμανοί και κατ’ επέκταση οι Ευρωπαίοι με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θεωρούν ότι μπορούν να ελεγχθούν σε βάθος χρόνου οι δαπάνες εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους στο βαθμό που δεν θα υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ σε πρώτη φάση και το 20% του ΑΕΠ σε επόμενη (σ.σ.Φέτος και του χρόνου υπολογίζεται ότι δεν θα ξεπεράσουν του 7 – 8% του ΑΕΠ), οπότε μένει στην Ελλάδα να φροντίσει τα του οίκου της, να εξασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα επιτυγχάνοντας επί μακρόν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ το χρόνο.
Αυτό είναι και το σημείο συνάντησης του Σόιμπλε με το IMF. Η κυρία Λαγκάρντ και ο κ.Τόμσεν διεκδικούσαν ελάφρυνση του ελληνικού χρέους επειδή το θεωρούσαν μη βιώσιμο και συμβιβάζονταν με τους ευρωπαίους μόνο αν διατηρούνταν τα πρωτογενή πλεονάσματα υψηλά. Η επιμονή του Ταμείου για επιπρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα συνδέεται ακριβώς με την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Απ’ όλη αυτή την αντιπαράθεση για το χρέος έμεινε στον κ.Τσίπρα η υποχρέωση να κλείσει την αξιολόγηση συμφωνώντας με το Ταμείο για τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα, τα οποία δεν μπορεί κατά τα φαινόμενα να σηκώσει η κοινοβουλευτική του ομάδα.
Υπό αυτή την έννοια το πολιτικό στρατήγημα της ελάφρυνσης του χρέους χάθηκε για τον κ.Τσίπρα. Υπολόγιζε ότι θα κέρδιζε τη μάχη του χρέους, θα επιτύγχανε αναίμακτη έξοδο στις αγορές, ήλπιζε ότι θα δημιουργήσει συνθήκες ανάκαμψης και δι’ αυτών θα εξασφάλιζε την αντιστροφή των τάσεων στην κοινή γνώμη.
Όπως εξελίχθηκαν όμως τα πράγματα το όλο σχέδιο ξέμεινε από καύσιμα και δυνάμεις. Τώρα καλείται να διαχειριστεί μια δύσκολη διαπραγμάτευση με τους σκληρούς της Ευρώπης και του Ταμείου, η οποία κατά τα φαινόμενα θα τον φέρει σε ακόμη δυσχερέστερη θέση.
Οι δημοσκοπήσεις θα τον πιέζουν ολοένα και περισσότερο και το φάντασμα των εκλογών θα πλανάται ολοένα και περισσότερο πάνω από το κόμμα του.
Μέχρι πρόσφατα ο πρωθυπουργός προπαρασκεύαζε τη σοσιαλδημοκρατική στροφή, ήθελε να ηγηθεί του χώρου της Κεντροαριστεράς και σκοπός του ήταν αν όχι να ενσωματώσει, τουλάχιστον να προσεγγίσει το ΠαΣοΚ της κυρίας Γεννήματα.
Η ιδέα ήταν απλή. Αν έβγαινε το σχέδιο για το χρέος οι εκλογικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να κρατηθούν σε ανεκτά επίπεδα και συνδυαζόμενα με την προσέγγιση της κυρίας Γεννήματα θα εμπόδιζαν την διαφαινόμενη απόλυτη επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Κατά το σενάριο ο κ. Μητσοτάκης δεν θα επιτύγχανε αυτοδυναμία και μαζί θα ξέμενε από συμμάχους, δεν θα μπορούσε δηλαδή να σχηματίσει κυβέρνηση και θα αναγκαζόταν να πάει εντός μηνός σε δεύτερες εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής. Οπότε θα μπλοκαριζόταν η διακυβέρνησή του και ο κ.Τσίπρας θα επανερχόταν ως έκφραση μιας ευρύτερης συμμαχίας.
Όπως είπαμε όμως η υπόθεση του χρέους δεν βγήκε κατά τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στον ΣΥΡΙΖΑ ακύρωσαν μέσω των πρόσφατων δημοσιευμάτων τις όποιες προσπάθειες προσέγγισης του ΠαΣοΚ και πλέον το κόμμα του κ.Τσίπρα είναι αντιμέτωπο τόσο με τους ξένους, όσο και με τον ελληνικό λαό, ο οποίος νοιώθει προδομένος και λεηλατημένος για ακόμη μια φορά.
Αν δεν υπάρξει κάποιος ευπρεπής συμβιβασμός με τους ξένους για το έγκαιρο κλείσιμο της αξιολόγησης, αν παραταθεί το κλίμα αβεβαιότητας και χαθεί ακόμη και αυτή η ασθενής συγκυρία των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος το αίτημα για εκλογές θα καταστεί πάνδημο και εντός του ΣΥΡΙΖΑ για να περισωθεί ότι μπορεί να περισωθεί.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι παραπάνω σχεδιασμοί είναι γνωστοί κι απασχολούν το σύνολο της πολιτικής. Οι κινήσεις στον αντίποδα των προαναφερόμενων σχεδιασμών είναι πολλές και ενδιαφέρουσες. Στο χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν ένα νέο σχήμα που θα έλθει να μπει σφήνα και να προσφέρει λύσεις διακυβέρνησης στην υπολειπόμενη συμμάχους και δυναμικό Νέα Δημοκρατία.
Μπορεί το Ποτάμι του κ.Θεοδωράκη να ξεραίνεται αλλά υπάρχουν δυνάμεις ικανές όχι μόνο να το υποκαταστήσουν, αλλά και να το ξεπεράσουν, τόσο αριθμητικά όσο και ιδεολογικοπολιτικά.
Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι ο κ.Μητσοτάκης έκανε, όλο το προηγούμενο διάστημα, ότι περνούσε από το χέρι του προκειμένου να επιτύχουν οι σχεδιασμοί του κ.Τσίπρα.
Το περασμένο καλοκαίρι πιεζόμενος από την καραμανλική πτέρυγα του κόμματός του σχεδόν εγκατέλειψε την προσπάθεια διεύρυνσης προς το κέντρο και άντ’ αυτού θέλησε να αναδείξει το «λαμπερό» πρόσωπο της παράταξής του, παρουσιάζοντας μια προβληματική, βγαλμένη από το παρελθόν, σκιώδη κυβέρνηση, η οποία όχι μόνο δεν ενθουσιάζει, αλλά αντιθέτως φανερώνει το έλλειμμα ανανέωσης.
Αντί να καταστήσει τη μάχη προσωπική του υπόθεση και να επιδιώξει να κερδίσει την κοινή γνώμη – όπως το επέτυχε και στην εσωκομματική μάχη για την ηγεσία του κόμματός του – έφερε στο προσκήνιο πρόσωπα δεύτερα και απολύτως φθαρμένα,τα οποία ουδένα πείθουν και ουδένα ενθουσιάζουν.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις η σκιώδης κυβέρνηση του κ.Μητσοτάκη παραπέμπει δυστυχώς στο αποτυχημένο και υπεύθυνο για την κρίση νεοδημοκρατικό σχήμα της περιόδου 2004 – 2009”, καταλήγει ο διαπρεπής δημοσιογράφος, δηλαδή στην περίοδο διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή.