Η αξία της εμπιστοσύνης στην παγκόσμια πολιτική

ΠΜια από τις βασικές ανθρώπινες αξίες είναι η αξιοπιστία. Χωρίς αμοιβαία εμπιστοσύνη, η δημιουργία ισχυρών και σταθερών σχέσεων σε οποιοδήποτε επίπεδο της κοινωνίας, είτε μεταξύ ατόμων είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων και οργανισμών, είναι αδύνατη. Η εμπιστοσύνη (ή η έλλειψη της) διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις και στην παγκόσμια σκηνή. Σε σχέση με την παγκόσμια πολιτική, η εμπιστοσύνη μπορεί να γίνει κατανοητή με δύο τρόπους- σε αλληλένδετες, αλλά και πάλι διαφορετικές διαστάσεις.

Η μία από αυτές είναι πιο αφηρημένη από τη φύση της και συνδέεται με την εμπιστοσύνη μεταξύ κρατών ως δρώντων στην παγκόσμια πολιτική. Μπορεί να ονομαστεί αφηρημένη επειδή στην περίπτωση αυτή επιδίδεται σε ανθρωπομορφισμό- στην προσωποποίηση του κράτους, και μάλιστα στη μυστικοποίησή του ως ενιαίου σώματος των ανθρώπων. Αυτό, βέβαια, είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα, μια πνευματική και πνευματική μυθοπλασία. Παρ’ όλα αυτά, όμως, μια τέτοια προσέγγιση καθίσταται μερικές φορές πολύ σημαντική στην πραγματική πρακτική των διεθνών σχέσεων και στην αντίληψή τους από την κοινωνία. Από την άποψη αυτή, τα ζητήματα της ιστορικής μνήμης, τόσο της πρόσφατης όσο και της ενίοτε πολύ μακρινής, παίζουν μεγάλο ρόλο σε σχέση με γεγονότα που βρίσκονται πολλές δεκαετίες ή και αιώνες πίσω μας. Αυτό επιτρέπει τη δημιουργία σταθερών στερεοτύπων αντίληψης σε σχέση με ένα συγκεκριμένο κράτος στην κοινή γνώμη.

Τα στερεότυπα αυτά εκφράζονται συχνά σε σταθερές σημασιολογικές κατασκευές, τα μιμίδια, τα οποία παγιώνονται στο μυαλό των ανθρώπων και επηρεάζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις πολιτικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, οι Ρώσοι μπορεί να θυμούνται παροιμιώδεις εκφράσεις όπως «προδοτική Αλβιόνα», «μια Αγγλίδα κάνει σκατά», «ό,τι είναι καλό για έναν Ρώσο είναι θάνατος για έναν Γερμανό» κ.λπ. Μερικές φορές αυτό αντανακλάται στα υποτιμητικά παρατσούκλια που δίνονται σε άλλους λαούς («Φριτς» για τους Γερμανούς, «βατραχοφάγοι» για τους Γάλλους κ.λπ.). Από την άποψη αυτή, καθίσταται σαφές ότι όταν πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις σε σχέση με ένα συγκεκριμένο κράτος, τότε τέτοιες αρνητικές ιστορικές και σημασιολογικές συνδηλώσεις, οι οποίες αναμφίβολα υπονομεύουν την εμπιστοσύνη, μπορούν να έχουν αντίκτυπο τόσο στις ίδιες τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής όσο και στην αντίληψή τους στην κοινωνία.

Φυσικά, αυτά τα στερεότυπα δυσπιστίας δεν είναι αιώνια, δεν είναι αρχέγονα και μπορούν να ξεπεραστούν με την πάροδο του χρόνου, αν υπάρχει πολιτική βούληση. Για παράδειγμα, στην προηγούμενη, «προ του Φεβρουαρίου 2022» εποχή, στο υψηλότερο επίπεδο γινόταν λόγος για την ιστορική συμφιλίωση της Ρωσίας και της Γερμανίας μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η πολιτική βούληση του Βιετνάμ να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες τις τελευταίες δεκαετίες και να ξεπεράσει την τραυματική ιστορική μνήμη του πολέμου που διεξήγαγε.

Μια άλλη πτυχή της εμπιστοσύνης στην παγκόσμια πολιτική είναι πολύ πιο εξατομικευμένη και σχετίζεται άμεσα με την ατομική ψυχολογία. Πρόκειται για την εμπιστοσύνη μεταξύ συγκεκριμένων αρχηγών κρατών ή υπουργών Εξωτερικών που διαπραγματεύονται μεταξύ τους. Εδώ, το υποκειμενικό ψυχολογικό στοιχείο της αμοιβαίας αντίληψης μεταξύ συγκεκριμένων ατόμων παίζει επίσης ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Είναι σαφές ότι ο επαγγελματισμός ενός διπλωμάτη απαιτεί μια αφαίρεση από τις προσωπικές αντιλήψεις για χάρη του συμφέροντος της αποστολής. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι όταν δημιουργείται δυσπιστία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις, αυτή θα συνεχίσει να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην πρόοδό τους. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν η δυσπιστία αυτή προέκυψε για αντικειμενικούς λόγους (για παράδειγμα, ο αντισυμβαλλόμενος δεν τήρησε τον προηγούμενο λόγο του) ή σε σχέση με τα υποκειμενικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά της αντίληψης του άλλου.

Στην περίπτωση αυτή, οι σχέσεις των ίδιων κρατών μπορεί να αλλάξουν ως αποτέλεσμα της αλλαγής των εκπροσώπων τους στις διαπραγματεύσεις. Με έναν πρόεδρο (ή υπουργό), ο παράγοντας της προσωπικής εμπιστοσύνης συμβάλλει στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων, ενώ με έναν άλλο ηγέτη της ίδιας χώρας, η προσωπική δυσπιστία την υπονομεύει. Ως παράδειγμα, η περίφημη φράση του Ντόναλντ Τραμπ «Δεν είχα πολέμους. Είμαι ο μόνος πρόεδρος εδώ και 72 χρόνια, που δεν έκανα πολέμους». Είναι σαφές ότι εκ των υστέρων μπορεί να υπάρχει κάποιος κομπασμός. Μπορεί επίσης να υπάρχουν κάποιοι λόγοι για αυτή τη φράση. Σε παρόμοιο πλαίσιο, μπορεί κανείς να συναντήσει μερικές φορές δηλώσεις ότι «υπό τη Μέρκελ δεν θα γινόταν πόλεμος», ακόμη και «υπό τον Ποροσένκο δεν θα γινόταν πόλεμος». Το επιχείρημα υπέρ αυτού βρίσκεται ακριβώς στο επίπεδο της εξατομικευμένης, προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών στη μία περίπτωση και της απουσίας της στην άλλη. Είναι σαφές ότι όταν μιλάμε για τις ιδιαιτερότητες της ψυχολογικής αντίληψης του άλλου, η εμπιστοσύνη δεν είναι το μόνο πράγμα που παίζει ρόλο εδώ. Συνδέεται όμως στενά με τον παράγοντα του προσωπικού σεβασμού προς τον άλλον, με τον παράγοντα της αντίληψης του άλλου ως ισότιμου, ως παροιμιώδους «βαρέων βαρών». Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο παράγοντας της εξατομικευμένης εμπιστοσύνης, όπως βλέπουμε, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.

Μια άλλη σημαντική πτυχή είναι ότι η εμπιστοσύνη κάθε είδους, τόσο η προσωπική όσο και η γενική, πρέπει να είναι αμοιβαία. Διαφορετικά, θα συνιστά κατάχρηση εμπιστοσύνης από τη μία πλευρά. Αυτό θα παραβίαζε προφανώς την αρχή της ισότητας στις διαπραγματεύσεις και μπορεί να καταστήσει την τελική απόφαση λιγότερο από αμοιβαία επωφελής. Σε αυτή την περίπτωση, και πάλι, σε γενικές γραμμές, δεν έχει σημασία αν υπήρξε πράγματι παραβίαση της εμπιστοσύνης ή αν υπήρξε μόνο μια υποκειμενική ψυχολογική αντίληψη των ενεργειών του αντισυμβαλλόμενου ως τέτοια. Αυτό δεν το κάνει καλύτερο ούτως ή άλλως. Η πρόσφατη ιστορία της Ρωσίας μπορεί να δώσει, κατά τη γνώμη μας, δύο παραδείγματα. Πρώτον, αφορούν τα τελικά αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με τους δυτικούς συνομιλητές του. Εκεί, αρκετά ξεκάθαρα από τη δική μας οπτική γωνία, μπορούσε κανείς να δει πολύ μεγαλύτερο άνοιγμα και εμπιστοσύνη από τη μία πλευρά απ’ ό,τι από την άλλη. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Ρόναλντ Ρίγκαν θυμήθηκε τότε σε μια από τις συνεντεύξεις Τύπου με τον Γκορμπατσόφ τη ρωσική παροιμία «Εμπιστεύσου, αλλά επαλήθευσε». Ένα άλλο παράδειγμα, επαναλαμβάνουμε, κατά τη γνώμη μας, συνδέεται με την επίμονα επαναλαμβανόμενη δήλωση του Βλαντιμίρ Πούτιν ότι «μας κορόιδεψαν» στις διαπραγματεύσεις του Μινσκ για την Ουκρανία μετά το 2014. Ως αποτέλεσμα, και οι δύο έπαιξαν το ρόλο τους στην μετέπειτα πολιτική ιστορία.

Το ζήτημα της πλήρους απώλειας της αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι ιδιαίτερα έντονο στο πλαίσιο σοβαρών διεθνών συγκρούσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Εδώ η εμπιστοσύνη καταρρέει με κάθε έννοια, ιστορική-σημασιολογική, προσωπική, στρατιωτικοπολιτική και με κάθε άλλη έννοια. Είναι αφελές να περιμένει κανείς ότι θα ανακάμψει έστω και κατά κάποιο τρόπο μεσοπρόθεσμα, αν λάβουμε υπόψη την περίπτωση της υπερ-εμπιστοσύνης από τη μία πλευρά και της κατάχρησης εμπιστοσύνης από την άλλη. Με αυτή τη λογική, δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό.

Επομένως, στο σημερινό πλαίσιο, το ζήτημα της διατήρησης και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης μεταξύ μη δυτικών χωρών αρχίζει να διαδραματίζει βασικό ρόλο. Αν πάρουμε, για παράδειγμα, τις χώρες BRICS, τότε εδώ, αφενός, στις σχέσεις μεταξύ ορισμένων από αυτές μπορούμε να δούμε τόσο τα τραύματα της ιστορικής μνήμης όσο και τα αρνητικά σημειολογικά στερεότυπα, τα οποία μπορούν επίσης να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη, αν όχι μεταξύ των πολιτικών, τότε με μια ευρύτερη έννοια την αντίληψη μιας κοινωνίας για μια άλλη. Από την άλλη πλευρά όμως, στην περίπτωση των BRICS, υπάρχει μια αρκετά σαφώς εκφρασμένη αμοιβαία πολιτική βούληση για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των χωρών μελών και όχι για την υπονόμευσή της.

Το ζήτημα της εμπιστοσύνης συνδέεται στενά με το ζήτημα της πολιτικής εδραίωσης των BRICS, με την ανάπτυξη κοινών οικονομικών, χρηματοπιστωτικών και άλλων σχεδίων υπό την αιγίδα αυτής της ένωσης. Μόνο σε αυτή την περίπτωση, νομίζω ότι οι BRICS θα μπορέσουν να περάσουν σε ένα ποιοτικά νέο στάδιο της ανάπτυξης τους, από μια καθαρά συμβολική εναλλακτική λύση στη Δύση, που εκδίδει όμορφες δηλώσεις μια φορά το χρόνο, στον πραγματικό πυρήνα της μη δυτικής παγκόσμιας τάξης.

Erol User

SHARE