Το υπ. Οικονομικών νέο μήλον της Έριδος για CDU/CSU και SPD

Μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου ελπίζει η καγκελάριος Μέρκελ να έχει σχηματιστεί η κυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες, ωστόσο το SPD προειδοποιεί ότι τα μέλη του κόμματος ενδεχομένως να μην εγκρίνουν τον κυβερνητικό συνασπισμό αν δεν υπάρξουν σημαντικές υποχωρήσεις από πλευράς Χριστιανοδημοκρατών.

Κληθείσα να σχολιάσει τις δηλώσεις που είχε κάνει μαζί με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ότι ελπίζουν μέχρι τον Μάρτιο να έχει γίνει σημαντική πρόοδος με τη Γερμανία στο ζήτημα των προτάσεών του για μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, η Μέρκελ απάντησε: «Ανέφερα τον Μάρτιο, επειδή θέλουμε οι διερευνητικές συζητήσεις (σ.σ.: για τον σχηματισμό κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού) να έχουν ολοκληρωθεί έως τα μέσα Ιανουαρίου».

Σε άλλες δηλώσεις της προς τους δημοσιογράφους μετά τη σύνοδο της εκτελεστικής επιτροπής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, η Γερμανίδα καγκελάριος υπογράμμισε ότι «θέλουμε να οικοδομήσουμε μία σταθερή κυβέρνηση», προσθέτοντας πως στη διάρκεια των διερευνητικών συνομιλιών πρέπει να υπάρξει συμφωνία επί συγκεκριμένων θεμάτων. «Από τη δική μας οπτική γωνία, οτιδήποτε λιγότερο θα σημάνει ότι οι διερευνητικές συζητήσεις δεν ήταν επιτυχείς».

Παρά το πράσινο φως που έχει δώσει το συνέδριο στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος να προχωρήσει σε συνομιλίες με τη Μέρκελ για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού, το SPD πιέζει τη Γερμανίδα καγκελάριο για παραχωρήσεις προς τα «αριστερά», φοβούμενο ότι η εμπλοκή του σε νέα κυβερνητική συνεργασία θα αποβεί μπούμερανγκ.

Το SPD κατέγραψε στις τελευταίες εκλογές το χειρότερο αποτέλεσμα από το 1933, με πολλά μέλη να αποδίδουν την εκλογική πανωλεθρία στη συμμετοχή στην προηγούμενη κυβέρνηση και στην απεμπόληση κοινωνικών αιτημάτων.

Προειδοποίηση Σοσιαλδημοκρατών
Ο γενικός γραμματέας του SPD Λαρς Κλινγκμπάιλ προειδοποίησε με χθεσινές του δηλώσεις τη Μέρκελ ότι τα μέλη του κόμματος θα πρέπει να πειστούν, καθώς είναι αυτά που θα κληθούν να δώσουν την τελική έγκριση σε μία ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CDU/CSU). Ο Κλινγκμπάιλ είπε ότι οι Σοσιαλδημοκράτες θα ζητήσουν να υπάρξουν ξεκάθαρες αριστερές πολιτικές, στο πλαίσιο μιας ενιαίας «ασφάλισης πολιτών», η οποία -όπως επιδιώκει το SPD- θα αντικαταστήσει τα δημόσια και ιδιωτικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.
«Η Ένωση (CDU/CSU) γνωρίζει ότι τα μέλη του SPD έχουν τον τελικό λόγο και πρέπει να είμαστε σε θέση να τους πείσουμε για την ουσία» δήλωσε ο Κλινγκμπάιλ, μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση ZDF.

Αγκάθι παραμένει το μεταναστευτικό
Το μεταναστευτικό αναμένεται να είναι ένα ακόμη δύσκολο σημείο στις συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το SPD αντιτίθεται στο σχέδιο των συντηρητικών να παρατείνουν και μετά τον Μάρτιο την προσωρινή αναστολή του δικαιώματος ορισμένων αιτούντων άσυλο να φέρουν και τα μέλη της οικογένειάς τους.
Δεν είναι όμως μόνο οι διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις που καθιστούν δύσκολη την επίτευξη συμφωνίας, αλλά και η κατανομή των υπουργείων. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Handelsblatt», το SPD φέρεται να διεκδικεί το υπουργείο Οικονομικών.

«Στόχος είναι το υπουργείο Οικονομικών», φέρεται να έχει δηλώσει ο Μάρτιν Σουλτς, σύμφωνα με πληροφορίες της «Handelsblatt», επισημαίνοντας ότι το εν λόγω υπουργείο, εκτός από τις άλλες αρμοδιότητες, καθορίζει εν πολλοίς και την ευρωπαϊκή πολιτική του Βερολίνου. «Το υπουργείο Οικονομικών θεωρείται το πλέον σημαντικό υπουργείο μετά την Καγκελαρία. Ο υπουργός Οικονομικών, ως άρχων των δημοσιονομικών, δεν έχει μόνο την αρμοδιότητα να μειώσει τις δαπάνες άλλων υπουργείων ή να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλία για επενδύσεις ή για μείωση φόρων, αλλά είναι και εν πολλοίς αρμόδιος για την ευρωπαϊκή πολιτική. Και ακριβώς σε αυτό το SPD ζητάει μια αλλαγή πορείας», υποστηρίζει η εφημερίδα.

Αύριο η συνάντηση
Η πρώτη συνάντηση μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας και Σοσιαλδημοκρατών θα γίνει αύριο. Στην περίπτωση που Μέρκελ και Σουλτς δεν καταλήξουν σε συμφωνία, ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ μπορεί να προχωρήσει στην προκήρυξη νέων εκλογών. Ενδεχόμενο το οποίο κανένα από τα δύο κόμματα δεν επιθυμεί, φοβούμενα ότι από κάτι τέτοιο θα ευνοούνταν το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).