Σε μετωπική σύγκρουση πάει το ΔΝΤ για τις συντάξεις!

Σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση για συντάξεις και αφορολόγητο μπαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, καθώς επιμένει στην εκτίμηση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα «κλειδώσει» στο 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022, εάν δεν εφαρμοσθούν πλήρως και έγκαιρα οι συμφωνημένες περικοπές.

Ο «περιφερειάρχης» Ευρώπης του Ταμείου, ο «σκληρός» Πόουλ Τόμσεν, αναμένεται αύριο να παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου στο Μπαλί, για τα θέματα του χαρτοφυλακίου του. Η Ελλάδα, αναμφίβολα, δεν θα είναι στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος αυτής της ενημερωτικής συνάντησης, αφού είναι σε εξέλιξη η κρίση στην Ιταλία και ο κ. Τόμσεν θα κληθεί να παρουσιάσει αναλυτικότερα τις εκτιμήσεις του Ταμείου για τον ιταλικό προϋπολογισμό και την αναταραχή στις ιταλικές αγορές.

Το Σάββατο, ο κ. Τόμσεν θα βρίσκεται δίπλα στην Κριστίν Λαγκάρντ, στην προγραμματισμένη συνάντηση με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, η οποία αναμένεται ότι δεν θα είναι εύκολη για τον Έλληνα υπουργό.

Η διαφωνία του Ταμείου με την πρόταση της κυβέρνησης για ματαίωση των περικοπών στις συντάξεις, με πιθανή ματαίωση και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου είναι σταθερή και άκαμπτη και το μόνο ζητούμενο είναι να «λειανθούν» οι διατυπώσεις που θα χρησιμοποιήσει το ΔΝΤ στην έκθεση επιτήρησης, που θα δημοσιεύσει τον Νοέμβριο για την Ελλάδα, ώστε να μην προκληθούν επιπλοκές στη συνεδρίαση του Eurogroup, τον Δεκέμβριο, όπου θα πρέπει να «ανάψει πράσινο» από τους Ευρωπαίους για τη ματαίωση των περικοπών.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η αναθεωρημένη ανάλυση των ελληνικών οικονομικών εξελίξεων από το Ταμείο, που αποτελεί τη βάση για την έκθεση του Νοεμβρίου, είναι, στην πραγματικότητα, πιο απαισιόδοξη από την αντίστοιχη ανάλυση που γινόταν πριν την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα:

  • Το Ταμείο επιμένει ότι ο στόχος για το πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ως το τέλος του 2022 είναι υπερβολικός για τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και παραμένει σε πολύ μεγάλη απόσταση από τους Ευρωπαίους, που θεωρούν το στόχο ως ρεαλιστικό.
  • Σύμφωνα με την ανάλυση του Ταμείου, μόνο με την πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο όριο, το 2019 και 2020 αντίστοιχα, διασφαλίζεται ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για το 3,5% όχι μόνο το 2019, αλλά για ολόκληρη τη χρονική περίοδο που καλύπτει αυτός ο στόχος (ως και το 2022).
  • Η πρόβλεψη του Ταμείου για «κλείδωμα» του πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ ως και το 2022, που διατυπώνεται στην έκθεση Fiscal Monitor του φθινοπώρου 2018 ενσωματώνει τις μειώσεις συντάξεων και αφορολόγητου ορίου, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτές θα οδηγήσουν το πλεόνασμα σε ποσοστό υψηλότερο του 3,5% και η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει το «περίσσευμα» για κοινωνικές παροχές και μειώσεις φόρων, ευθυγραμμίζοντας, τελικά, το πλεόνασμα ακριβώς στο συμφωνημένο όριο. Χωρίς τις μειώσεις συντάξεων και αφορολόγητου ορίου, όμως, το Ταμείο δεν θα θεωρούσε βέβαιη την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου, παρά τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα που διατυπώνει η ελληνική κυβέρνηση. Κατ’ αυτή την έννοια, το Ταμείο διατηρεί τη σταθερή του θέση ότι τα δύο αυτά μέτρα είναι σημαντικά διαρθρωτικά μέτρα για να γίνει πιο φιλικό στην ανάπτυξη το μείγμα της οικονομικής πολιτικής, ταυτόχρονα, όμως, επιμένει ότι έχουν και μια πολύ σοβαρή δημοσιονομική διάσταση, στο βαθμό που είναι απαραίτητα για να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου ο δημοσιονομικός στόχος.
  • Αυτή την επιχειρηματολογία του Ταμείου ενισχύουν οι νεότερες εκτιμήσεις του προσωπικού του για «αναιμική» οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα. Στην έκθεση World Economic Outlook του φθινοπώρου 2018, το ταμείο αναθεωρεί μεν θετικά τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης του 2019, αλλά «προσγειώνει» στο 1,2% από 1,9% της προηγούμενης εκτίμησης τον προβλεπόμενο ρυθμό για το 2023. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη θα φθάσει στο peak το 2019 και θα αρχίσει να «ξεφουσκώνει» τα επόμενα χρόνια, κάτι που θα μεταφρασθεί και σε σημαντική αύξηση του βαθμού δυσκολίας στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, ιδιαίτερα εάν η κυβέρνηση ματαιώσει τις περικοπές συντάξεων και αφορολόγητου ορίου.

Με αυτά τα δεδομένα, η έκθεση του Νοεμβρίου εκτιμάται ότι θα είναι αρκετά «αιχμηρή» και, εκ των πραγμάτων, θα δημιουργήσει «πονοκεφάλους» στους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών, τον Δεκέμβριο, καθώς θα κληθούν να εξετάσουν τις ελληνικές προτάσεις υπό το φως αρνητικών εκτιμήσεων του Ταμείου.

Ταυτόχρονα, η έκθεση του Νοεμβρίου, εάν έχει το περιεχόμενο που όλα δείχνουν ότι θα έχει, θα εντείνει την αμφισβήτηση της ελληνικής οικονομίας από τις αγορές, σε μια περίοδο ούτως ή άλλως δύσκολη, καθώς η ιταλική κρίση δεν προβλέπεται ότι θα τελειώσει γρήγορα…