Οι έξι λόγοι για τους οποίους θεωρούν ότι έγινε βάρβαρη και εξοντωτική η ασφαλιστική νομοθεσία με παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας.
Το δηλώνουν ευθαρσώς ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες ασφαλιστικές εισφορές μετά τις βάρβαρες νομοθετικές αλλαγές Καστρούγκαλου, που συνεχίζουν πειθαρχικότατα στο υπουργείο Εργασίας η κ.Ακσίογλου και ο κ.Πετρόπουλος και καταφεύγουν στα δικαστήρια. Οι πολύμηνες απεργιακές κινητοποιήσεις αγνοήθηκαν από την Κυβέρνηση, από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ και τα αρμόδια υπουργεία Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εργασίας. Οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές έρχεται να επιδεινώσει τα μεγάλα προβλήματα του κλάδου, που είναι η αναδουλειά, τα δικαστικά εξοδα, η παράταση στο όριο συνταξιοδότησης, η μείωση κύριας και επικουρικής, ο μεγάλος αριθμός διηγόρων σε όλη τη χώρας(ένας κάθε 254 κατοίκους) κλπ.
Ειδικότερα, τεκμηριωμένη προσφυγή κατά του-νέου και βάρβαρου- ασφαλιστικού νόμου για λογαριασμό όλων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως είχε προαναγγελθεί, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Βασίλης Αλεξανδρής.
Με την προσφυγή προσβάλλονται οι διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί σε εφαρμογή του ασφαλιστικού νόμου (4387 του 2016) και όπως αναφέρεται επί λέξει στην προσφυγή, «προσβάλλεται κατ’εξοχήν ο απροκάλυπτα φορολογικός χαρακτήρας των ασφαλιστικών εισφορών και το δημευτικό αποτέλεσμα της σωρευτικής φορολογικής και εισφοροδοτικής επιβάρυνσης».
Οι δικηγορικοί σύλλογοι που προσέφυγαν στο ΣτΕ επικαλούνται παραβάσεις της συνταγματικής τάξης σε σχέση με τον ασφαλιστικό νόμο αλλά και παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας.
Ειδικότερα, οι δικηγορικοί σύλλογοι στην προσφυγή τους επικαλούνται συγκεκριμένες αντισυνταγματικότητες του ασφαλιστικού νόμου, σημειώνοντας έξι βασικά σημεία που – όπως υποστηρίζουν – αντίκεινται στο σύνταγμα και το κοινοτικό δίκαιο.
Αναλυτικά:
1. Ο αόριστος και ασαφής καθορισμός της έννοιας του «καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος», που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των δικηγόρων, κατά παράβαση της συνταγματικής και υπερνομοθετικής αρχής της βεβαιότητας και προβλεψιμότητας του φόρου και της αρχής της ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου καθώς και της προβλεψιμότητας του νόμου, που απορρέουν από το άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
2. Ο καθορισμός της φορολογικής βάσης υπολογισμού των εισφορών με κανονιστική απόφαση της διοικήσεως κατά παράβαση του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος.
3. Η επιβολή φορολογικού ή οικονομικού βάρους επί πλασματικής βάσεως, με αδικαιολόγητα προνόμια υπέρ του ΕΦΚΑ και ανισότητα σε βάρος των δικηγόρων, ιδίως ως προς τον συμψηφισμό των εισφορών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και την άτοκη επιστροφή ή συμψηφισμό αυτών κατά παράβαση των άρθρων 78 παρ. 1 και 2, 43 παρ. 2 και 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 14 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 αυτής.
4. Ο πλασματικός προσδιορισμός του ελάχιστου ύψους του φορολογητέου εισοδήματος με βάση το οποίο υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 6 παρ. 1,13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 αυτής και του άρθρου 14 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ του ΟΗΕ .
5. Ο δημευτικός και άνισος χαρακτήρας των ασφαλιστικών εισφορών σε βάρος των δικηγόρων, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ 1 και 5, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και των άρθρων 14 της ΕΣΔΑ .
6. Ο απαγορευτικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας των ασφαλιστικών και των λοιπών φορολογικών επιβαρύνσεων της δικηγορικής αμοιβής σε συνδυασμό με τα λοιπά δικαστικά δαπανήματα σε ό,τι αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη των εντολέων των δικηγόρων, κατά παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1, 25 παρ 1 του Συντάγματος, των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 14 παρ. 1 του ΔΣΑΠΔ του ΟΗΕ.