Μεγάλη η συχνότητα νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ελλάδα

Σε πρόσφατη μελέτη του ECDC η χώρα μας εμφανίζεται μεταξύ των χωρών με την μεγαλύτερη επίπτωση νοσοκομειακών λοιμώξεων, με την μεγαλύτερη συχνότητα απομόνωσης πολυανθεκτικών κλινικών στελεχών αιτιών νοσοκομειακών λοιμώξεων, αλλά και την μεγαλύτερη συχνότητα νοσηλευομένων υπό αντιβίωση στην Ευρώπη.

Μάλιστα η πολυαντοχή στην χώρα μας δεν περιορίζεται στις Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας αλλά αφορά πλέον και τους ασθενείς που νοσηλεύονται και σε κοινούς θαλάμους ακόμη κα σε κέντρα αποκατάστασης.Όλοι οι ασθενείς που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο δυνητικά κινδυνεύουν από Νοσοκομειακή Λοίμωξη, αλλά ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα αυξημένος στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), όπου ευρωπαϊκά δεδομένα δείχνουν ότι περίπου 1 στους 5 ασθενείς εμφανίζει ΝΛ. Η πλειοψηφία αυτών των λοιμώξεων οφείλεται σε μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, ως αποτέλεσμα της αλόγιστης χρήσης των αντιβιοτικών.

Οι επιπτώσεις σε ασθενείς και σύστημα υγείας είναι σημαντικές καθώς παρατείνουν την παραμονή των ασθενών στο νοσοκομείο, αυξάνουν εντυπωσιακά το κόστος νοσηλείας όπως επίσης και τα ποσοστά θνητότητας. Κάθε χρόνο στην Ελλάδα, οι ΝΛ ευθύνονται για το θάνατο 3.000 συμπολιτών μας και επιφέρουν στο ελληνικό σύστημα υγείας ένα συνολικό κόστος της τάξης των 1,2 δισ. ευρώ.

Πολλοί είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στον αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη ΝΛ στην Ελλάδα. Ένας παράγοντας είναι το νοσοκομειακό περιβάλλον (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, ιατρικά εργαλεία, επισκέπτες, κ.λπ.). Ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι η χρήση παρεμβατικών συσκευών (ουροκαθετήρες, αναπνευστήρες και κεντρικοί φλεβικοί καθετήρες). Ιδιαίτερα σημαντικός όμως παράγοντας είναι η έλλειψη συμμόρφωσης του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού σε απλές τυποποιημένες πρακτικές, όπως η συμμόρφωση με τις πρακτικές υγιεινής των χεριών ή με τις πρακτικές εισαγωγής και φροντίδας παρεμβατικών συσκευών (π.χ. ουροκαθετήρες, κεντρικοί φλεβικοί καθετήρες και αναπνευστήρες).

Δυστυχώς, στην Ελλάδα, η συμμόρφωση αναφορικά με τους κανόνες υγιεινής των χεριών είναι εξαιρετικά χαμηλή (περίπου 33%) και φαίνεται να οφείλεται κυρίως στην μη κατάλληλη ενημέρωση/εκπαίδευση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού σχετικά με την εφαρμογή των ορθών πρακτικών.