Λαογραφικά Σαρακοστής

Με το ξεψύχισμα της Τυρινής, ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει με δύο απόψεις την έννοια της Καθαρής Δευτέρας:

Οι μεν, με την επιτάχυνση που έχουν πάρει στον εύκολο δρόμο της χαράς και της ελαφρότητας, εννοούν να «καθαρίσουν» όλα τα λιπαρά περισσεύματα των αρχοντομαθημένων ημερών και να κλείσουν με μια θριαμβευτική κορόνα τον κύκλο του Καρναβαλιού· οι δε να προετοιμαστούν, σωματικά και ψυχικά, για τη σαρανταήμερη περίοδο της νηστείας και της προσευχής.

Όπως οι πρώτοι, σκέφτονται ιδιαίτερα οι Θρακιώτες, οι Χιώτες, οι Μωραΐτες, οι Καρπαθίτες και λοιποί, για να μην πούμε οι περισσότεροι Έλληνες.

Έτσι, π.χ., στην Κάρπαθο, συνηθίζουν να μουντζουρώνονται με καπνιές του τηγανιού και να ντύνονται καμουζέλες (μασκαράδες). Άλλος κάνει τη γριά, άλλος τον Αράπη κι άλλος τον καδή. Μια καμουζέλα με κουδούνια στο λαιμό κάθεται ανάστροφα στο γάιδαρο.

Άλλοι πάλι φορούν δέρματα ζώων. Η διασκέδαση συνδυάζεται και με υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις, με θέμα την αρπαγή μιας κόρης από τους «Αρναούτηδες» (Αρβανίτες), που κλείνει με τη σύλληψη και τη δίκη του απαγωγέα από τον «καδή». Από τις μουντζούρες αυτές που συνηθίζουν και σ’ άλλα μέρη, ονομάστηκε η μέρα και Μουντζουροδευτέρα, όπως στο Μαλεβό της Πελοποννήσου.

Ανάλογες τελετές γίνονταν και στη Θράκη. Στην Αδριανούπολη συνήθιζαν παλαιότερα επίσης να μουντζουρώνονται, να ντύνονται μασκαράδες και να γυρίζουν στους δρόμους κρατώντας ρόπαλα και λέγοντας και κάνοντας λόγια και καμώματα, που θυμίζουν διονυσιακές επιβιώσεις. Μεταξύ άλλων, ένας όμιλος έπαιρνε μια βοδάμαξα και ανέβαζαν πάνω τον «αρχηγό» των σκύλων κι ένα βαρέλι του κρασιού. O «αρχηγός» φορούσε στο κεφάλι του ένα τρύπιο καλάθι, από το οποίο κρέμονταν σκόρδα και κρεμμύδια. Οι άλλοι, ακολουθώντας πεζοί, προσπαθούσαν με μακριά γυριστά ξύλα ν’ αναποδογυρίσουν τους σκύλους που έπεφταν στην πλώρη τους. Μ’ αυτό τον τρόπο πίστευαν πως τους απέτρεπαν από το να λυσσάξουν το καλοκαίρι. Έτσι πιθανόν εξηγείται και το άλλο όνομα που δίνουμε στην ημέρα τούτη: Σκυλοδευτέρα (όπως λέγεται στη Βιθυνία, στη Σάμο, στο Μαλεβό). Εκεί συνήθιζαν να δένουνε –για το… καλό!– και γκαζοτενεκέδες στην ουρά των σκύλων. Μερικοί επιχείρησαν να εξηγήσουν το βάρβαρο αυτό έθιμο ως επιβίωση παλιάς θυσίας σκύλων προς τιμήν της συντρόφισσας του Διόνυσου θεάς Εκάτης, η οποία και προσονομάστηκε από τους αρχαίους «κυνοσφαγής».

«Σκυλογκρέμισμα» λέγεται το έθιμο στη Θράκη (Αδριανούπολη). Εκεί η παρέα των σκυλοκυνηγών προέβαινε και σε πρακτικότερες ενέργειες: τα σπίτια που περνούσαν τα υποχρέωναν να τους προσφέρουν κρασί για το γέμισμα του βαρελιού τους ή χρήματα. Όλ’ αυτά κατέληγαν σε πανδαισία, που κάθε άλλο παρά νηστίσιμη και «καθαρή» ήταν…

Αλλού πάλι, όπως στη Θήβα, στη Μεθώνη, γίνεται ο «βλάχικος γάμος», κατά τον οποίο η νύφη γυρίζει με κουδούνια στο λαιμό και το συμπεθεριό ανάστροφα καβάλα σε ζώα. Από δω βγήκε και τ’ άλλο της όνομα, «Γαϊδουροδευτέρα».

Σ’ άλλα μέρη, όπως στην Κορώνη, γίνεται η κηδεία «του Τυροφάγου», με κωμικά μοιρολογήματα των γυναικών, ενώ στα Λευκόγεια της Κρήτης η κηδεία του Καρνάβαλου, κατά την οποία έχει το γενικό πρόσταγμα η Σαρακοστή: ένας άντρας ντυμένος στα κατάμαυρα, κατά προτίμηση ψηλός και ξερακιανός, που παριστάνει τη χήρα του.

Το μοιρολόι λέει: «Ελάτε, και στο ξόδι του κάμετε το σταυρό σας, έως τα χτες γλεντάγατε με τούτον στο πλευρό σας».

Κι άλλος απαντά: «Εμείς ετούτον κλαίομε, εμάς ποιος θα μας κλάψει, όπου το σκορδοκρέμμυδο τ’ άντερα θα μας κάψει;»

Στη Νάξο, πάλι, αποχαιρετούν λιγότερο τραγικά τον απερχόμενο Καρνάβαλο. Δηλαδή, αφού ντυθούν φουστανελάδες και στολιστούν με πολύχρωμες κορδέλες και φλουριά, τραγουδούν: «Έφυγε η Αποκριά, η όμορφη κοπέλα κι εμπήκεν η Σαρακοστή, η ποριχοσκουτέλα» (η τελευταία λέξη σημαίνει την πιατέλα με τα πορίχια, τα κοινά «βλαστάρια»). Τραγουδούν ακόμα οι ίδιοι: «Έφυγεν η Αποκριά με γλέντια, με παιγνίδια κι εμπήκεν η Σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια».

Ο κοντινός αποχωρισμός των χαρούμενων ημερών της Αποκριάς δίνει μια τελευταία ευκαιρία διασκέδασης, με την ομαδική έξοδο στο ύπαιθρο, στην εξοχή, στους κήπους, στα παραθαλάσσια, όπου συνεχίζονται τα μασκαρέματα, οι χοροί, οι μιμικές παραστάσεις, τα τραγούδια, το πέταγμα των αετών, και λοιπά. Αυτό είναι και το μόνο έθιμο που τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια και στις μεγάλες πόλεις ακόμα και σήμερα. Η Ακρόπολη και οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός γνωρίζουν πάντα ώρες δόξας αυτή την ημέρα.

Κι έτσι, ως μόνη θρησκευτική νηστίσιμη ανάμνηση μας μένει η αθάνατη… λαγάνα (λαγανόψωμο στη Ζάκυνθο) –«το λάγανον» ή «λαγάνιον» των αρχαίων– με τα μαρουλοκρέμμυδα, το χαλβά και τις ελιές.

Η μανία των ανθρώπων να συνεχίζουν τη διασκέδαση και σε ημέρες νηστείας και εγκράτειας φαίνεται κι από την ωραία παροιμία που λένε οι Τυρναβίτες: «Καλώς ήρθε κι ο Βανιός! Καλή Σαρακοστή να ’χομε…», που βγήκε από το εξής περιστατικό: Μια παρέα Τυρναβίτες το έριξαν μιαν Αποκριά στο γλέντι για καλά. Ταιριάσανε μάλιστα τόσον όμορφα, ώστε με μικρά διαλείμματα συνέχισαν ως την Κυριακή των Βαΐων. Τότε πια θυμήθηκαν πως έπρεπε να… «σαρακοστέψουνε», κι είπαν την παραπάνω ιστορική φράση…

Όλ’ αυτά όμως σταματούνε με το σήμασμα του Eσπερινού, που ανακαλεί τους πιστούς στην τάξη. Και αυτή είναι η μια πλευρά της Καθαροδευτέρας, η εύθυμη. Η άλλη είναι η επίσημη και κατσουφιασμένη.

Σε πολλά μέρη πρέπει με το ξημέρωμά της να γίνει το ξάρτυσμα (όπως στην Κεφαλλονιά και στην Ύδρα), ν’ απαλλαγεί δηλαδή το σπίτι από τ’ αρτυσμένα περισσεύματα της Αποκριάς, τα οποία θα ριχτούν στους σκύλους να τα «λαμπρέψουνε» (πασκάσουνε). Σ’ αυτό πρέπει να οφείλεται το κυνήγημά τους ως μιαρών και τ’ όνομα της Σκυλοδευτέρας.

Συνήθως οι καλοί Χριστιανοί, για να ’ναι απόλυτα σίγουροι για τον καθαρμό τους από τις αποκριάτικες κοιλιόδουλες αμαρτίες, πλένουν καλά καλά με ζεστό νερό ή θολόσταχτη το μαγειρείο κι όλα τα μαγειρικά σκεύη τους. Στο Μανιάκι της Πελοποννήσου δε δέχονται κανέναν στο σπίτι τους, ιδίως αν είναι ξενόμερος.

Και μια άλλη, εύθυμη, νότα για τις οκνές νύφες, από τη Σινασσό της μακρινής Καππαδοκίας (τον καιρό που ζούσαν Έλληνες εκεί): «Την Καθαρά Δευτέρα λοχούσα/ και του Θωμά νύφ’…» Δηλαδή ότι είναι τυχερή η γυναίκα που γεννά την Καθαρή Δευτέρα, γιατί δε θα ’ναι υποχρεωμένη να τηρεί τη νηστεία της Καθαρής Εβδομάδας, όπως τυχερή και κείνη που θα παντρευτεί την Κυριακή του Θωμά, γιατί ως νύφη δε θα υποχρεωθεί να ξαναπιάσει τις δουλειές του σπιτιού που είχαν διακοπεί με τις γιορτές του Πάσχα.

Αφήσαμε λοιπόν τ’ «Απονήστειο», καθώς λεν οι Μανιάτες την περίοδο της Από
κριάς, και μπήκαμε στην «Πρωτονήστιμη βδομάδα» ή στο «Πρωτονήστιμο» (Μέγαρα), στην Καθαροβδομάδα ή Καθαροβδόμαδο (Θεσσαλία) ή Πρωτοβδόμαδο (Κρήτη). Η πρώτη ημέρα της λέγεται Πρωτονήστιμη από τους Ναξιώτες, Σαντορινιούς και Συμιακούς, Πρωτονηστεία από τους Μανιάτες, Δευτέρα της Καθαρής από τους Ικαριώτες, Αρχιδευτέρα από τους Πόντιους.

Πώς καθιερώθηκε η Σαρακοστή

Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δεν είχε τόσο μεγάλη διάρκεια. Στην αρχή νήστευαν μόνο μία ημέρα (τη Μεγάλη Παρασκευή), κατόπιν δύο (και το Μεγάλο Σάββατο). Άλλοι πάλι νήστευαν επί σαράντα συνεχείς ώρες (από το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής ως τον Όρθρο της Κυριακής των Βαΐων).

Τον 3ο αιώνα τις έκαμαν έξι τις ημέρες της νηστείας (όλη τη Μεγάλη Eβδομάδα). Οι σαράντα καθιερώθηκαν από τον 4ο αιώνα. Τότε άρχιζε η νηστεία την Καθαρά Δευτέρα και τέλειωνε την Κυριακή των Βαΐων (σαράντα ημέρες ακριβώς). Με το πέρασμα όμως του καιρού, λογαριάστηκε στη Σαρακοστή και η ως τότε ανεξάρτητη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας, καθώς και η Καθαρή Δευτέρα και Τρίτη στην αρχή, κι έτσι καθιερώθηκε μια περίοδος από επτά εβδομάδες (49 ημέρες, για την ακρίβεια), που, συμβολικά μόνο πια, κράτησε τ’ όνομα της Σαρακοστής. Τη διάρκειά της μας την καθορίζουν έμμετρα οι Κύπριοι: «Επήαν οι Αποκριές κι ήρταν οι Τυρινάες κι ήρτεν Αγια-Σαρακοστή με τις εφτά βδομάες. Ή: πέρασαν οι Αποκριές, πάνε το οι Τυρινάες τσ’ ήρτεν Αγια-Σαρακοστή με τας εφτά βδομάες».

Ο αριθμός σαράντα, που ήταν ιερός στους αρχαίους ανατολικούς λαούς, αλλά και στους Σλάβους και στους Γερμανούς, και άλλους, προτιμήθηκε από ανάμνηση της σαρανταήμερης νηστείας του Μωυσή στο όρος Σινά, και μάλιστα από την όμοια του Χριστού στην έρημο, μετά τη βάπτισή Του. Για την πρώτη μάς πληροφορεί το βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Έξοδος (34, 28): «Και ην εκεί Μωϋσής εναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, άρτον ουκ έφαγε και ύδωρ ουκ έπιε». Για τη δεύτερη, οι Ευαγγελιστές, όπως ο Ματθαίος (4): «Τότε Ιησούς ανήχθη εις την έρημον υπό του πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου. Και νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα ύστερον επείνασεν».

Ο αριθμός σαράντα μάς θυμίζει ακόμα την ισόχρονη νηστεία του Σαραντάμερου, που αρχίζει από την επομένη (15 Νοεμβρίου) της γιορτής του Αγίου Φιλίππου και τελειώνει την ημέρα των Χριστουγέννων. Αυτή την ονομάζει ο λαός Μικρή Σαρακοστή, ή Σαραντάμερο, σε αντίθεση με τη Μεγάλη ή Τρανή (όπως λέγεται στη Μακεδονία) Σαρακοστή.

Κι αφού σιγά σιγά η λέξη Σαρακοστή έγινε συνώνυμη της νηστείας, ονόμασαν έτσι και τη νηστεία των Aγίων Αποστόλων (29 Ιουνίου), που λέγεται και Νηστεία του Θέρου, στα Κύθηρα, ή Θεριστιάτικη, στην Πελοπόννησο. Είπαν ακόμα και τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, κι έπειτα και της Τετάρτης και Παρασκευής, καθώς και κάθε νηστίσιμης ημέρας – από τον έβδομο ακόμα αιώνα. Από κει και το ρήμα «σαρακοστεύω» κατάντησε να σημαίνει απλώς νηστεύω, σ’ αντίθεση με το «λαμπρεύω» ή «πασκάζω».

Ο κύκλος της Σαρακοστής κλείνει ένα πλήθος από σημαντικές, λατρευτικά και εθιμικά, ημέρες, όπως είναι το «Τρίμερο» (Καθαρά Δευτέρα ως Τετάρτη), η «Καθαρά Παρασκευή», το «Ψυχοσάββατο», η πρώτη Κυριακή της Ορθοδοξίας, το «Μεσοσαράκοστο» (της Σταυροπροσκυνήσεως) και λοιπά, που καθεμιά θα χρειαζόταν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο.

Ο τρόπος που φαντάζεται ο λαός τη Σαρακοστή και οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί στη γλώσσα του ποικίλλουν.

Συνήθως τη βλέπει σαν Καλόγρια με εφτά πόδια (τις εφτά εβδομάδες της).Έτσι, π.χ., οι Χιώτες τη σχεδιάζουν σ’ ένα χαρτί, κόβοντάς τη με το ψαλίδι, και χωρίς στόμα – μια που νηστεύει συνεχώς! Κάθε Σάββατο που περνά, της κόβουν κι από ένα πόδι, για να γλιτώνουν, και συμβολικά, από τις στερήσεις που τους επιβάλλει.

Στον Πόντο, άλλοτε, έμπηγαν εφτά φτερά κότας σε μια πατάτα ή σ’ ένα κρεμμύδι, και το κρεμούσαν στο ταβάνι του σπιτιού αφαιρώντας από ένα φτερό κάθε Σάββατο…

Για τη χρήση του ονόματός της στην καθημερινή μεταφορική φρασεολογία δύο πράγματα προσφέρει στο λαό η Σαρακοστή: το μάκρος της και την αδυναμία της. Έτσι, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα ψηλή κι αδύνατη, λέμε πως είναι «σαν μακριά Σαρακοστή» ή «Σαρακοστιανή», σε αντίθεση με την «Πασκαλινή».

Στη Μεσσηνία ονομάζουν ακόμα έτσι και την άσχημη, όπως φαίνεται στην παροιμία: «Από μπρος Σαρακοστή,/ κι από πίσω Πασχαλιά», που λέγεται για άσχημη γυναίκα, με πλούσια όμως μαλλιά, και που θυμίζει την παλιά βυζαντινή: «Απ’ εμπρός Τεσσαρακοστή/ και όπισθεν Πάσχα».

 

*Από το βιβλίο «Ελληνισμός και Ορθοδοξία»