Η Βελκουλέσκου απαισιόδοξη και για το 2018 «Μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος».

Πρόθυμη για εποπτεία η κ.Λαγκάρντ αλλά να πληρώσουν οι Βρυξέλλες.

Μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2018 προβλέπει η επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Απαισιόδοξη και για τον φετεινό χρόνο αλλά και για τον επόμενο. Μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2018 προβλέπει η επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα, Ντέλια Βελκουλέσκου.

Στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης τις πρώτες πρωινές ώρες, ερωτηθείσα για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018 «χαμήλωσε τον πήχη» στο 2,2% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος του προγράμματος είναι 3,5% του ΑΕΠ, δείχνοντας πως το Ταμείο θεωρεί πως θα υπάρξει απόκλιση.

Για το ζήτημα του χρέους, επενέλαβε ότι παραμένει μη βιώσιμο. Συμπλήρωσε δε ότι μια στρατηγική μείωσης του χρέους που βασίζεται στη διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων ή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ για παρατεταμένες χρονικές περιόδους δεν είναι αξιόπιστη, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή των προγραμματισμένων πολιτικών.

Η ίδια εκτίμησε πως μια συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα επιτευχθεί σύντομα και πως η πλήρης και έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος αναμένεται να στηρίξει την εμπιστοσύνη και να διευκολύνει την αποκατάσταση της πρόσβασης της χώρας στις αγορές, επιτρέποντας την άρση των capital controls πριν από το τέλος του προγράμματος.

Σε σχέση με την αλλαγή που επέφερε στο «ταβάνι» του χρέους το ΔΝΤ, μεταθέτοντας ως σημείο αναφοράς το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης έναντι του χρέους της γενικής κυβέρνησης, η κ. Βελκουλέσκου ξεκαθάρισε πως αυτό δεν έγινε μονομερώς αλλά σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση. «Συμφωνήθηκε με τις ελληνικές αρχές» εξήγησε.

Η αξιωματούχος του Ταμείου, που εξήγησε τον τρόπο λειτουργίας της κατ’ αρχήν συμφωνίας, είπε ότι θα απαιτηθεί νέα έγκριση του Δ.Σ. του ΔΝΤ και νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους για να εκταμιευθούν τα 1,6 δις ευρώ που έγκρινε χθες το Ταμείο.

Σύμφωνα με την κ. Βελκουλέσκου η συμφωνία θα ισχύσει όταν το ΔΝΤ λάβει διαβεβαιώσεις από τους Ευρωπαίους, οι οποίες θα είναι συγκεκριμένες και αξιόπιστες, και θα διασφαλίζουν ότι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους και ότι εφαρμόζονται οι μεταρρυμίσεις από την ελληνική κυβέρνηση. Πρόκειται βασικά για την πολιτική των δύο πυλώνων: Μεταρρυθμίσεις από την Ελλάδα, ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους δανειστές.

Στην εισαγωγική της ομιλία η επικεφαλής της αποστολής αναφέρθηκε στα νομοσχέδια που ψήφισε η κυβέρνηση με σημαντικές, όπως είπε, μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και το φορολογικό. Είπε ότι αναμένει ότι τα μέτρα θα βοηθήσουν στη στήριξη του φιλόδοξου μεσοπρόθεσμου στόχου για πρωτογενή πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ την τριετία 2019-22. Το ΔΝΤ δεν συμφωνεί με τη διευθέτηση αυτή, αλλά δεν θέλησε να μπλοκάρει τη συμφωνία με το θέμα αυτό. Επίσης ζήτησε όπως μετά το 2022, να επιτραπεί η μείωση του πλεονάσματος στο 1,5%, ώστε να αυξηθούν οι δημοσιες επενδύσεις, να υποχωρήσουν οι φόροι και να στηριχθεί η απασχόληση και η ανάπτυξη.

«Το χρέος της Ελλάδας παραμένει μη βιώσιμο», είπε η κ. Βελκουλέσκου και συνέχισε: «Μια στρατηγική μείωσης του χρέους που βασίζεται στη διατήρηση πρωτοφανών πρωτογενών πλεονασμάτων ή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ για παρατεταμένες χρονικές περιόδους δεν είναι αξιόπιστη, ακόμη και με πλήρη εφαρμογή των προγραμματισμένων πολιτικών», σημείωσε.

Η κυρία Βελκουλέσκου πιστεύει ότι θα καταλήξουν σύντομα σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους για την ελάφρυνση του χρέους.

Αυτό που έχει σημασία για το Ταμείο είναι η πλήρης και έγκαιρη υλοποίηση του ελληνικού προγράμματος, ώστε να στηριχθεί η εμπιστοσύνη και η αποκατάσταση της πρόσβασης στις αγορές. Αυτό θα βοηθήσει στην άρση των capital controls πριν από τον Αύγουστο του 2018, με την εκπνοή του Προγράμματος.

Η κυρία Βελσκουλέσκου ήταν απόλυτη ότι «υπάρχουν καλές προσδοκίες για να φθάσουμε σε συμφωνία». Μίλησε για προχωρημένες συζητήσεις που έχει το Ταμείο με τους Ευρωπαίος για το χρέος.

Το ΔΝΤ χάνει την αξιοπιστία του στο θέμα της Ελλάδας

Η SZ καταγγέλλει τα επιτακτικά αιτήματα του ΔΝΤ για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους

Η SZ καταγγέλλει τα επιτακτικά αιτήματα του ΔΝΤ για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους όταν το ίδιο δεν πληρώνει τίποτα. Στη συνέχιση της δικαστικής περιπέτειας του Ανδρέα Γεωργίου αναφέρεται η FAZ. Κριτική στη στάση που τηρεί το ΔΝΤ στο ζήτημα της Ελλάδας ασκεί σε σχόλιό της η Suddeutsche Zeitung.

Η εφημερίδα του Μονάχου επικρίνει την επιμονή του ΔΝΤ σε ελάφρυνση των όρων του ελληνικού προγράμματος δανεισμού, με κεντρικό αίτημα την ευρεία αναδιάρθρωση του χρέους προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο. Όπως παρατηρεί το σχόλιο, το αίτημα του διεθνούς οργανισμού προς τους ευρωπαίους πιστωτές της Ελλάδας να προβούν σε απομείωση του ελληνικού χρέους μπορεί να είναι «καλή ιδέα».

Ωστόσο, όπως σημειώνει η SZ, «το ΔΝΤ δεν θέλει να πληρώσει τίποτα. Αυτό το καθιστά κάπως αναξιόπιστο». Η σχολιογράφος αναφέρεται στην πολύ σκληρή στάση που είχε επιδείξει το ΔΝΤ τη δεκαετία του 1990 στις περιπτώσεις της Ταϊλάνδης και της Ινδονησίας με την επιβολή εξαιρετικά σκληρών μέτρων λιτότητας.

Όπως επισημαίνει η ίδια, «στην περίπτωση της Ελλάδας όμως δεν είναι το ΔΝΤ αυτό που επιβάλλει το καθεστώς λιτότητας, αλλά η ΕΕ υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας.

Αριστεροί αλλά και συντηρητικοί επικαλούνται αυτό το διάστημα το ΔΝΤ όταν λένε ‘δώστε στους Έλληνες περιθώριο να ζήσουν και να αναπνεύσουν’. Το ΔΝΤ είναι της άποψης ότι ο συνδυασμός επιβεβλημένης λιτότητας και πολύ περιορισμένης ανάπτυξης κρατά τη χώρα φυλακισμένη σε έναν φαύλο κύκλο. (…) Τι συνέβη όμως, γιατί το ΔΝΤ εμφανίζεται ξαφνικά τόσο φιλάνθρωπο (ωστόσο χωρίς να θέλει να πληρώσει);», διερωτάται.

Επικαλούμενη το ίδιο το ΔΝΤ, η σχολιογράφος κάνει λόγο για αλλαγή προσανατολισμού του Ταμείου και στροφή στη σημερινή τάση του νέο-κεϋνσιανισμού, επειδή, όπως σημειώνεται, «ο εδώ και δεκαετίες κυρίαρχος νεοφιλελευθερισμός δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα».

Αργούν τα θετικά αποτελέσματα του προγράμματος

Η SZ σχολιάζει ότι ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, είχε εργαστεί επί σειρά ετών στο ΔΝΤ. Σήμερα, από τη νέα του θέση, δεν εγκρίνει τα όσα ακούει από τον παλιό του εργοδότη, παρατηρεί το σχόλιο και προσθέτει:

«Θεωρεί λάθος το αίτημα του ΔΝΤ για απομείωση χρέους για την Ελλάδα. Πιστεύει ότι τα οικονομικά στοιχεία της χώρας έχουν βελτιωθεί αισθητά».

Το σχόλιο δικαιολογεί μεν τις αντιρρήσεις του Κλάους Ρέγκλινγκ, ωστόσο τονίζει ότι «ο πληθυσμός στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη αντιληφθεί πολλά σε σχέση με την (σ.σ. θετική) επίδραση του προγράμματος. Η ανεργία είναι υψηλή. Η παραγωγή είναι στον πάτο.
Άτομα με καλή εκπαίδευση φεύγουν στο εξωτερικό για να βρουν εκεί μια θέση απασχόλησης. (…) Το πρόβλημα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής όπως την αντιλαμβάνεται ο Ρέγκλινγκ έγκειται στο ότι, εφόσον όλα πάνε καλά, η επίδρασή της θα φανεί μετά από δέκα χρόνια. Μέχρι τότε η ζωή πάρα πολλών ανθρώπων είναι κάτι περισσότερο από επίπονη».