«Η Τουρκία του Τ. Ερντογάν είναι ανελεύθερη χώρα». Έκθεση- καταπέλτης από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Νέες συλλήψεις 544 υπόπτων για διασυνδέσεις με το PKK. Μεγάλες διώξεις πανεπιστημιακών, στρατιωτικών και δικαστικών. Δεκάδες δημοσιογράφοι και μίντια έχουν μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης. Με προεδρικά διατάγματα έκλεισαν πολλοί τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες.

Συνεχίζεται η απαξίωση του υπερφίαλου καθεστώτος Ερντογάν σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο, από τις κυβερνήσεις και το Ευρωκοινοβούλιο έως τα μεγάλα θεσμικά όργανα της Ευρώπης. «Ούτε η απόπειρα πραξικοπήματος ούτε οι τρομοκρατικές απειλές μπορούν να δικαιολογήσουν τα μέτρα που παραβιάζουν την ελευθερία του Τύπου». Έντονα επικριτική και απορριπτική για τους ισχυρισμούς και τις μεθοδεύσεις της Άγκυρας, μετά το δήθεν Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, είναι η έκθεση του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ελευθερία έκφρασης και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Τουρκία.

«Το περιθώριο για δημοκρατική δημόσια συζήτηση έχει περιοριστεί επικίνδυνα ύστερα από την αυξημένη δικαστική παρενόχληση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, όπως δημοσιογράφων, βουλευτών, καθηγητών πανεπιστημίου και απλών πολιτών», δήλωσε ο Επίτροπος του ΣτΕ Νιλς Μούιζνιεκς που συνέταξε την έκθεση, την οποία έχει στα χέρια του το «Βήμα». «Ούτε η απόπειρα πραξικοπήματος ούτε οι τρομοκρατικές απειλές που αντιμετωπίζει η Τουρκία μπορούν να δικαιολογήσουν τα μέτρα που παραβιάζουν την ελευθερία του Τύπου».

Ο κ. Μούιζνιεκς αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στην «ευρύτατη εφαρμογή των εννοιών της τρομοκρατικής προπαγάνδας και της υποστήριξης τρομοκρατικών οργανώσεων» που, στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές αφορούν δηλώσεις των κατηγορουμένων οι οποίες «σαφέστατα δεν προτρέπουν στη βία». Η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά μετά την συνεχιζόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που επιβλήθηκε μετά το πραξικόπημα και η οποία «παρέχει σχεδόν απεριόριστη εξουσία στην τουρκική κυβέρνηση προκειμένου να εφαρμόζει σαρωτικά μέτρα χωρίς να απαιτούνται αποδείξεις αλλά με βάση ασαφή κριτήρια για “διασυνδέσεις” με τρομοκρατική οργάνωση».

Η τουρκική κυβέρνηση καταφεύγει κατά κόρον στην χρήση κυβερνητικών πόρων για να ευνοήσει φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, στη λογοκρισία του ίντερνετ, στον αυθαίρετο αποκλεισμό μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων, στην κατάληψη ή το κλείσιμο μέσων ενημέρωσης, στη βία κατά δημοσιογράφων κ.ά. Περισσότεροι από 150 δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή. Παράλληλα με όλα αυτά, «διαβρώθηκε η ανεξαρτησία και η αμεροληψία της δικαιοσύνης».

Φίμωση μέσων και δημοσιογράφων

Ανάμεσα στα παραδείγματα που αναφέρει η έκθεση είναι τα εξής: τον Σεπτέμβριο του 2014, η Τουρκία υιοθέτησε νόμους για το μπλοκάρισμα ιστοσελίδων χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση. Τον Μάρτιο του 2015, καταδικάστηκαν δύο γελοιογράφοι επειδή προσέβαλαν τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Τον Σεπτέμβριο του 2015, πραγματοποιήθηκε έφοδος στα γραφεία του περιοδικού Nokta και του Vice και απελάθηκαν από τη χώρα οι ξένοι ανταποκριτές του δεύτερου. Τον Οκτώβριο του 2015, επιβλήθηκε μπλακ άουτ σε όλα τα μέσα ενημέρωσης μετά την τρομοκρατική επίθεση στην Άγκυρα. Τον ίδιο μήνα, αφαιρέθηκαν κατόπιν κυβερνητικής εντολής τηλεοπτικά κανάλια από πλατφόρμες, όπως η Digiturk και ο Turksat, και η κυβέρνηση όρισε διαχειριστές σε ομίλους όπως ο Feza, στον οποίο ανήκουν η εφημερίδα Zaman και το ειδησεογραφικό πρακτορείο Cihan, που επέβαλαν αλλαγές στην πολιτική γραμμή και τους οδήγησαν σε μαρασμό.

Τα δικαστήρια χρησιμοποιούνται για να φιμώσουν ή να αλλάξουν την γραμμή στα αντικυβερνητικά μέσα ενημέρωσης. Για παράδειγμα, ο Αϊντίν Ντογάν, επικεφαλής του ομίλου Dogan που εκδίδει μεταξύ άλλων την εφημερίδα Hurriyet, αντιμετώπισε κατηγορίες για κακούργημα. Ως αποτέλεσμα των πιέσεων έκλεισε η καθημερινή εφημερίδα Radikal που ανήκει στον ίδιο όμιλο.

Άκρως προβληματική είναι η δράση της Basin Ilan Kurumu, της υπηρεσίας που τοποθετεί κρατικές διαφημίσεις στα μέσα ενημέρωσης. Οι αριθμοί δείχνουν ότι ευνοεί σκανδαλωδώς τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, ανεξαρτήτως της κυκλοφορίας που έχουν. Τον περασμένο Οκτώβριο, υιοθετήθηκε νομοθεσία που απαγορεύει την κρατική διαφήμιση σε όποιο μέσο αντιμετωπίζει κατηγορίες σχετικές με τρομοκρατία και ας εκκρεμεί η δικαστική απόφαση. Αν οι κατηγορίες αφορούν συγκεκριμένο δημοσιογράφο, πρέπει να απολυθεί εντός πέντε ημερών (πάλι πριν την δικαστική απόφαση) διαφορετικά το μέσο όπου εργάζεται δεν θα λαμβάνει κρατική διαφήμιση.

Ως τον περασμένο μήνα, είχαν κλείσει συνολικά 158 εταιρείες μέσων ενημέρωσης στην Τουρκία περιλαμβανομένων 45 εφημερίδων, 60 τηλεοπτικών καναλιών, 19 περιοδικών, 29 εκδοτικών οίκων και πέντε ειδησεογραφικών πρακτορείων.

Συκοφαντία

Οι δικαστικές υποθέσεις για συκοφαντία έχουν πολλαπλασιαστεί ανησυχητικά αν και στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούν θεμιτή κριτική προς την κυβέρνηση ή κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η έκθεση αναφέρει το παράδειγμα του δημάρχου της Άγκυρας που έχει κάνει μήνυση για συκοφαντία σε 3.000 επικριτές του.

Παράλληλα, έχει αρθεί η βουλευτική ασυλία και έχουν ασκηθεί διώξεις σε 139 βουλευτές, περιλαμβανομένων όσων ανήκουν στο φιλοκουρδικό HDP _ 11 από αυτούς παραμένουν στη φυλακή.

Τον περσινό Ιανουάριο, 2.212 καθηγητές πανεπιστημίου υπέγραψαν δήλωση καταγγέλλοντας την απαγόρευση κυκλοφορίας και τις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις των δυνάμεων ασφαλείας στη νοτιοανατολική Τουρκία και ζητώντας την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με το ΡΚΚ. Ο κ. Μούιζνιεκς θεωρεί ότι η δήλωση αυτή «εμπίπτει σαφώς εντός των πλαισίων της ελευθερίας της έκφρασης» και ότι οι ανησυχίες που εκφράζονται σε αυτή είναι «νόμιμες και προς το συμφέρον του κοινού, δεδομένων των πάμπολλων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν στη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας και των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων». Το αποτέλεσμα; Ως τον περασμένο Σεπτέμβριο, 511 από τους υπογράφοντες αντιμετώπισαν πειθαρχικές ποινές, 93 απολύθηκαν, 15 εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, 85 τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, 41 συνελήφθηκαν και εκατοντάδες ανακρίθηκαν από την αστυνομία.

Νέες συλλήψεις 544 υπόπτων για διασυνδέσεις με το PKK

Η τουρκική αστυνομία συνέλαβε χθες περισσότερους από 500 ανθρώπους στη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Τουρκία για τη σύλληψη υπόπτων για διασυνδέσεις με το στρατιωτικό σκέλος του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) μετέδωσε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων Ανατολή.

Σύμφωνα με το ίδιο πρακτορείο, υψηλόβαθμα στελέχη του PKK, συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των 544 συλληφθέντων κατά τις αστυνομικές επιχειρήσεις που έγιναν σε 25 επαρχίες. Αστυνομικές επιχειρήσεις έγιναν επίσης, στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και τη Σμύρνη.

Μεταξύ των 45 συλληφθέντων στη νοτιοανατολική επαρχία Γκαζιαντέπ είναι και στελέχη του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP), σύμφωνα με ανακοίνωση του τοπικού κυβερνήτη.

Η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί το HDP, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο Κοινοβούλιο ότι αποτελεί την πολιτική προέκταση του PKK, ενώ αρκετοί αξιωματούχοι και βουλευτές του, κρατούνται καθώς κατηγορούνται για διασυνδέσεις με το PKK.
– Παράλληλα λίγες εβδομάδες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος 16 Απριλίου, το κυβερνών συντηρητικό κόμμα AKP επιχειρεί να φιμώσει τους αντιπάλους του, κυρίως με τη βοήθεια προεδρικών διαταγμάτων. Από τότε που επιχειρήθηκε το αποτυχημένο πραξικόπημα, στις 15 Ιουλίου του περασμένου χρόνου, με τη βοήθεια παρόμοιων διαταγμάτων απολύθηκαν χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι. Την προηγούμενη εβδομάδα απολύθηκαν 330 μέλη του Συμβουλίου για την Παιδεία ΥÖK. Η κυβέρνηση τους επιρρίπτει συνεργασία με το κίνημα Γκιουλέν, το οποίο θεωρεί υπεύθυνο για το πραξικόπημα.

Δεκάδες δημοσιογράφοι και μίντια έχουν μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης. Με προεδρικά διατάγματα έκλεισαν πολλοί τηλεοπτικοί σταθμοί και εφημερίδες. Ανάμεσά τους ο φιλοκουρδικός σταθμός IMC TV, το πρακτορείο ειδήσεων Cihan και η εφημερίδα Taraf. «Το πρόβλημα είναι ότι τα προεδρικά διατάγματα δεν μπορούν να κριθούν στα δικαστήρια και για το λόγο αυτό πολλές φορές τα ΜΜΕ κλείνουν χωρίς καν να γνωρίζουν το λόγο» λέει στην DW ένα ακτιβιστής που δραστηριοποιείται στον τομέα της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν θέλει να πει το όνομά του εξαιτίας του φόβου των αντιποίνων.