Φόροι στην εργασία: Πώς το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί έως και κατά 4,38%

Στην ανάγκη μείωσης του φορολογικού βάρους στην αγορά της εργασίας εστιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος, καλώντας την κυβέρνηση να προχωρήσει στον περιορισμό των φορολογικών συντελεστών, αλλά και στην υλοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική της χώρας, η κεντρική τράπεζα προειδοποιεί ότι η υπέρμετρη αύξηση του φορολογικού βάρους έχει σημαίνουσες συνέπειες στη λειτουργία της αγοράς εργασίας, προκαλώντας στρεβλώσεις στη λειτουργία της οικονομίας.

Συγκεκριμένα, όπως εξηγεί, αποδυναμώνει τα κίνητρα των εργαζομένων για προσφορά εργασίας αλλά και των επιχειρήσεων για ζήτηση εργασίας και παραγωγή, αφού πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ ενδυναμώνει τα κίνητρα φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής.

Ως εκ τούτου, αντί να αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, συμβάλλει στη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και στη μείωση των εσόδων και τελικά, στη συρρίκνωση του ΑΕΠ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2017, το μη μισθολογικό κόστος τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, ήταν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε.

Την ίδια ώρα, το 2016, η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στις οκτώ χώρες με τον υψηλότερο φορολογικό συντελεστή, ο οποίος μετράει το μέσο φορολογικό βάρος στη μισθωτή εργασία -41% έναντι 36,1% και 38,4% στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη αντίστοιχα)

Πώς η μείωση του φορολογικού βάρους ενισχύει την ανάπτυξη

Στο πλαίσιο αυτό, η ΤτΕ απευθύνει έκκληση για την άμεση μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, η οποία θα συνεπάγεται μία σειρά ευεργετικών επιδράσεων.

Συγκεκριμένα, η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, περιορίζει το μέσο κόστος παραγωγής και συνακόλουθα τις τιμές των προϊόντων, βελτιώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές αγαθών και υπηρεσιών και αυξάνοντας τα κέρδη, την παραγωγή και τη ζήτηση εργασίας.

Ταυτόχρονα, ισχυροποιεί το κίνητρο των επιχειρήσεων ώστε πραγματοποιήσουν παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες βελτιώνουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας.

Για τον εργαζόμενο, εξάλλου, η μείωση του φορολογικού βάρους αυξάνει τον καθαρό μισθό (take-home pay), την κατανάλωση και ισχυροποιεί το κίνητρο για προσφορά εργασίας.

Το τελικό αποτέλεσμα, μάλιστα, αποτυπώνεται στην αύξηση της συνολικής ενεργού ζήτησης και του εθνικού προϊόντος, των ονομαστικών μισθών, της απασχόλησης και των δημόσιων εσόδων από φόρους λόγω ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Η ελληνική περίπτωση

Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, η ΤτΕ εκτιμά ότι η μείωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του συντελεστή ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων θα επιφέρει όφελος του ΑΕΠ κατά 0,40% για το 2019, κατά 0,66% για το 2020 και κατά 1,36% σε μακροχρόνια βάση.

Την ίδια ώρα, το όφελος για την οικονομία από τη μείωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του συντελεστή ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών εκτιμάται σε 0,52% για το 2019, σε 0,66% για το 2020 και σε 0,82% για την επόμενη περίοδο.

Μάλιστα, εφόσον υπάρξει μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1 μονάδα τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τους εργοδότες, το ελληνικό ΑΕΠ θα μπορούσε να ωφεληθεί κατά 1,32% το 2019, κατά 1,97% το 2020, κατά 2,31% το 2021 και κατά 3,51% σε μακροχρόνιο επίπεδο.

Εάν τα παραπάνω συνδυαστούν και με την υλοποίηση των αναγκαίων διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων, τότε το ΑΕΠ θα είχε τη δυνατότητα επέκτασης κατά 4,38%, σε μακροπρόθεσμη περίοδο.

Και πώς γίνεται αυτό; Η εφαρμογή των μέτρων καταπολέμησης της παρα-οικονομίας και της φοροδιαφυγής δημιουργεί κίνητρα για μεταφορά παραγωγής και απασχόλησης από την ανεπίσημη στην επίσημη οικονομία, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης και της συνολικής ζήτησης.