Άρθρο: Εθνικό έγκλημα ο συμψηφισμός στη διαπραγμάτευση οικονομικών και εθνικών θεμάτων

 

Πηγή: apopseis.gr

Γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.

Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να συνδέσει το προσφυγικό πρόβλημα με την αξιολόγηση, δηλαδή με το μνημόνιο, έγινε αντιληπτή και στους πολιτικά «τυφλούς».

Μέχρι και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών κ. Λιού επιστρατεύθηκε και έκανε συστάσεις στον Γερμανό ομόλογό του κ. Σόιμπλε επισημαίνοντάς του ότι το προσφυγικό επηρεάζει το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και πως για το λόγο αυτό θα πρέπει οι δανειστές να δείξουν «καλή θέληση».

Σε αυτήν την επιχειρηματολογία που φαίνεται απόλυτα λογική, αφού η προσφυγική κρίση επηρεάζει οικονομικά τη χώρα, μόνο μια φωνή ακούσθηκε να λέει ότι είναι λάθος η σύνδεση της αξιολόγησης με το προσφυγικό και γενικά με εθνικού χαρακτήρα ζητήματα, και η φωνή αυτή ήταν του Ευάγγελου Βενιζέλου.

Να σημειώσουμε ότι στα χρόνια των μνημονίων ο κ. Βενιζέλος έχει διατελέσει υπουργός οικονομίας, Εξωτερικών και Άμυνας. Έχει περάσει δηλαδή από όλα τα κρίσιμα υπουργεία που εμπλέκονται στο ζήτημα για το οποίο εξέφρασε τη διαφωνία του με την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση.

Γιατί όμως μπορεί να είναι επικίνδυνη μια πολιτική η οποία σε τελική ανάλυση θα βοηθήσει την κοινωνία να πάρει μια ανάσα;

Είναι δεδομένο ότι το προσφυγικό έχει εθνικές διαστάσεις ως πρόβλημα, υπό την έννοια ότι αν ξεμείνουν στη χώρα μας 500.000 πρόσφυγες, δεν θα αλλοιωθεί μόνο ο πληθυσμός, αλλά θα ενισχυθεί το μουσουλμανικό στοιχείο, γεγονός που μπορεί να ανοίξει τον Ασκό του Αιόλου για ζητήματα που έχουν σχέση με τις ορέξεις της Τουρκίας στη Θράκη ή την αυτοδύναμη εκπροσώπηση θρησκευτικών ομάδων στο κοινοβούλιο, αφού θα μπορούν να ξεπεράσουν το «εμπόδιο» του 3%.

Άρα λοιπόν το προσφυγικό πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ως εθνικό θέμα, γιατί αυτές είναι οι διαστάσεις που μπορεί να έχει στο μέλλον.

Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας με το μνημόνιο έχουν σχέση με τις βάσεις πάνω στις οποίες πρέπει να οικοδομηθεί η νέα οικονομική πραγματικότητα στη χώρα μας. Το να μην εκπληρώσουμε αυτή τη στιγμή κάποιες από τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει μπορεί να σημαίνει ότι το οικοδόμημα της νέας οικονομίας δεν θα έχει τόσο γερές βάσεις. Το ότι η παρούσα κυβέρνηση αντί να λαμβάνει μέτρα περιορισμού των δαπανών περιορίζεται σε αύξηση της φορολογίας ή το ότι συνεχώς λαμβάνει μέτρα κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας προστατεύοντας το δημόσιο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, λιγότερο επώδυνος για την κοινωνία για να εκπληρώσουμε τους δημοσιονομικούς στόχους. Άρα η επίκληση της δικαιολογίας ότι πρέπει να ανακουφιστεί η κοινωνία, μάλλον δικαιολογία για να προστατευθούν ιδεοληπτικές αντιλήψεις είναι παρά η πραγματικότητα. Γιατί, δυστυχώς, η κυβέρνηση Τσίπρα αρνείται να αντιληφθεί πως μόνο ο ιδιωτικός τομέας μπορεί πλέον να βγάλει την οικονομία από τα αδιέξοδα που δημιούργησε μια μακροχρόνια πολιτική ενίσχυσης του δημοσίου τομέα.

Θα μου πείτε: «καλά όλα αυτά, αλλά πώς συνδέονται μεταξύ τους; Και γιατί είναι κακό να βάλει ένας πολιτικός στο ίδιο καλάθι της διαπραγμάτευσης τα δύο αυτά θέματα;»

Όταν διαπραγματεύεσαι το «δούναι και λαβείν» αποτελεί κανόνα. Κάτι θα πάρεις αλλά και κάτι θα δώσεις. Αν λοιπόν θες χαλάρωση των δημοσιονομικών μέτρων και άρον – άρον κλείσιμο της αξιολόγησης επειδή αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα και θες να υπερασπιστείς πολιτικές, πρακτικές και αντιλήψεις που σε οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, τότε κάπου αλλού, σε κάποιο άλλο θέμα θα πρέπει να υποχωρήσεις. Και το άλλο θέμα τους το δείχνεις μόνος σου. Τους δείχνεις ως κυβέρνηση το προσφυγικό. Είναι σαν να τους λες: «Κόψε κάτι στα δημοσιονομικά και πάρε στο προσφυγικό». Αλλά να πάρει τι; Το μόνο που νοιάζει την Ευρώπη είναι να πάρει μια δέσμευση από την Ελλάδα ότι θα κρατήσει περισσότερους από τους 50.000 πρόσφυγες και μετανάστες που αρχικώς είχε δεσμευθεί. Αλλά όλοι γνωρίζουμε καλά ότι για κάθε μικρή, δεκαδική, υποχώρηση στα δημοσιονομικά, θα υπάρχει και μια αύξηση κατά δεκάδες χιλιάδες, των προσφύγων που θα πρέπει να κρατήσει στο έδαφός της και να περιθάλψει η χώρα μας.

Είναι αυτό άραγε εθνική πολιτική; Ή μήπως πρόκειται για διαπραγμάτευση του μπακάλη;

Και αν σε οικονομικές διαπραγματεύσεις αρχίσουμε και βάζουμε στο ίδιο «τσουβάλι» και εθνικού χαρακτήρα ζητήματα πού θα σταματήσει αυτή η πρακτική;

Ή, για να γίνω πιο ωμός, μήπως κάποιους δεν θα τους συμφέρει να σταματήσει και προκειμένου να αλλάξουμε θέση σε εθνικά ζητήματα (σήμερα στο προσφυγικό, αύριο στο Σκοπιανό και μεθαύριο στο Αιγαίο) θα φροντίσουν να μένουν μονίμως ανοικτά οικονομικά ζητήματα ώστε για να ανακουφιστεί η κοινωνία η κυβέρνηση να είναι πιο διαλλακτική στα εθνικά;

Άσχημο γαϊτανάκι είναι αυτό. Και με άσχημη κατάληξη…

Αναμφίβολα οι επιπτώσεις του προσφυγικού στα δημοσιονομικά θα είναι μεγάλες, αν τελικώς επηρεαστεί ο βασικός τροφοδότης της οικονομίας μας, ο τουρισμός, στο βαθμό που φαίνεται ότι θα επηρεαστεί (οι ακυρώσεις και οι μειώσεις κρατήσεων στη Λέσβο φθάνουν στο 90%). Αν θέλει όμως να διεκδικήσει κάτι η Ελλάδα ας το διεκδικήσει ευθέως ως αντιστάθμισμα των τουριστικών εσόδων και όχι ως χαλάρωση του προγράμματος, επειδή η κυβέρνηση Τσίπρα δεν αντέχει να πειράξει τους «πελάτες» της στο δημόσιο ή γιατί για ιδεολογικούς λόγους δεν θέλει να στηρίξει την ιδιωτική οικονομία.

Για κανέναν λόγο δεν πρέπει να ξεκινήσουμε μια πολιτική πρακτική που θα οδηγήσει σε μια νέα μορφή διαπραγμάτευσης, πακέτου, οικονομικών και εθνικών θεμάτων.

Αν η κυβέρνηση θέλει να ανακουφίσει την κοινωνία ας αναζητήσει άλλους τρόπους. Και αν δεν έχει άλλους τρόπους ας ζητήσει από τους λοιπούς πολιτικούς φορείς να της υποδείξουν ή ας φύγει από την εξουσία. Το να βάζει όμως στο παζάρι εθνικού χαρακτήρα ζητήματα προκειμένου να καλύψει δικές της αδυναμίες ή να κάνει εφήμερες ψηφοθηρικές πολιτικές ισοδυναμεί με εθνικό έγκλημα. Και γι’ αυτό το λόγο έχει δίκιο ο Ευάγγελος Βενιζέλος.