«Άδικα ψηφίζετε αυτές τις διατάξεις για τις συντάξεις και τα ειδικά Μισθολόγια. Θα ακυρωθούν». Μετά το Ελεγκτικό Συνέδριο, καταπέλτης και η Επιστημονική Επιτροπή Βουλής.

Παράλληλα απελευθερώνονται οι ομαδικές απολύσεις, διαψεύδοντας τις διαβεβαιώσεις της Υπουργού Ε. Ακσίογλου.

Σοβαρό προβληματισμό για την συνταγματικότητα των διατάξεων που φέρνουν νέες περικοπές στις συντάξεις και στα ειδικά μισθολόγια εκφράζει η επιστημονική επιτροπή της Βουλής με απόφαση που αναρτήθηκε στην κοινοβουλευτική Διαφάνεια.

Μετά το Ελεγκτικό Συνέδριο, μετά από πολύωρη συνεδρίαση κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές σε ειδικά μισθολόγια, συντάξεις και φορολογικά.

Στην πολυσέλιδη έκθεσή της, που συνοδεύει το νομοσχέδιο με τα μέτρα του τέταρτου μνημονίου, εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητα των διατάξεων, θέτοντας με τον τρόπο αυτό υπό αμφισβήτηση την απαίτηση των δανειστών (κυρίως του ΔΝΤ) να διασφαλιστεί η συνταγματικότητα της «συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης».

Η Περικοπή των συντάξεων και πάλι

Αναλυτικά, το επίμαχο απόσπασμα για τα άρθρα 1 και 2, που αφορούν στη μείωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, αναφέρει:

«Υπό το φως, επομένως, τόσο της πρόσφατης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και της ανωτέρω νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., (βλ., εκτενώς, ανωτέρω, Γενικές Παρατηρήσεις, Ι. Γ και Δ) πρέπει να σταθμισθεί, εν προκειμένω, αν οι προτεινόμενες μειώσεις, διαταράσσουν τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ αφενός της προσβολής της σύνταξης ως περιουσιακού αγαθού, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α, και αφετέρου του δημόσιου συμφέροντος, καθώς και αν οι προτεινόμενες περικοπές οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου κατηγοριών συνταξιούχων τέτοια, που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειάς τους, λαμβανομένων υπόψιν τόσο της έκτασής τους (περικοπή 18% της καταβαλλόμενης σύνταξης σε κατηγορίες συνταξιούχων), όσο και του σωρευτικού αποτελέσματός τους. Στο εν λόγω αποτέλεσμα θα πρέπει να συνυπολογισθεί η προηγούμενη, πλήρης, κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδεί- ας και οι λοιπές μειώσεις των συντάξεων, καθώς και οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν επέλθει με διαδοχικές νομοθετικές παρεμβάσεις- (βλ., σχετικώς, ΣτΕ 2192/2014, ΘΠΔΔ, 2014, σελ. 600), και, επομένως, θα πρέπει να σταθμιστεί εάν υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Βλ., συναφώς και Πρακτικά Ολ. Ελ. Συν. 2ης Ειδ. Συν. της 8.5.2017, όπου τίθεται, ιδίως, το ζήτημα προσβολής της προστατευόμενης, από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιουσίας, στο μέτρο που θίγονται ήδη θεμελιω- μένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα όσων έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία, πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και, ως εκ τούτου έχουν γεγενημένη αξίωση για την καταβολή της σύνταξής τους, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν «προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος κατ’ αρχήν του θεμιτού ή μη χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού και ακολούθως της τήρησης μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του σκοπού αυτού και των δικαιωμάτων των συνταξιούχων».

Ειδικά μισθολόγια, νέες περικοπές

Αναφορικά με τις αλλαγές στα ειδικά μισθολόγια τονίζεται: «Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπο- ρούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για την συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Εξάλλου, ανεπιτυχώς επιχειρείται η στήριξη της συνταγματικότητας των μέτρων αφενός μεν στην μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη την λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, αφετέρου δε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ` επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων. Τέλος, η υπ` αριθ. 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερομέ- νων συνταγματικών διατάξεων και αρχών», βλ., σχετικώς, τις ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις [ΣτΕ (Ολ) 4741/2014, ΣτΕ (Στ) 1198/2017, ΕλΣυν (Ολ) 7412/2015, ΣτΕ (Ολ) 2192/2014].

Υπό το φως των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός, ως προς το εάν με την προτεινόμενη αναμόρφωση των «ειδικών μισθολογίων» σε συνδυασμό με την εκτίμηση, κατά την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος), για ετήσια αύξηση – δαπάνη, που «εκτιμάται στο ποσό των 36,2 εκατ. ευρώ, 83,5 εκατ. ευρώ, 77,5 εκατ. ευρώ, 78,5 εκατ. ευρώ και 76,1 εκατ. ευρώ, για τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021 αντίστοιχα», αλλά και του ότι, διά του άρθρου 155 του νομοσχεδίου, εξασφαλίζονται, κατ’ ελάχιστον, οι αποδοχές των λειτουργών ή υπαλλήλων που δικαιούνταν την 31.12.2016, επιτυγχάνεται πλήρης και επαρκής προσαρμογή προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, την οποία επιτάσσει η συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου.

Τα δίνουν όλα! Ομαδικές απολύσεις χωρίς κυρώσεις

Την πλήρη απελευθέρωση, επίσης των ομαδικών απολύσεων που φέρνει το τέταρτο μνημόνιο επιβεβαιώνει η έκθεση της επιστημονικής επιτροπής παρά την προσπάθεια της υπουργού Εργασίας Εύης Αχτσιόγλου να πείσει ότι οι προωθούμενες ρυθμίσεις διασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας και τα εργασιακά κεκτημένα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν ότι ακόμα και το «κοινωνικό πλάνο» που προβλέπει το πολυνομοσχέδιο – το σχέδιο δηλαδή των εργοδοτών για την άμβλυνση των επιπτώσεων της ομαδικής απόλυσης – είναι «κενό γράμμα» καθώς δεν είναι υποχρεωτικό και δεν επιβάλλονται κυρώσεις στους εργοδότες που δεν το υιοθετήσουν.

Ειδικότερα, για το άρθρο 17 που αφορά τις απολύσεις αναφέρεται

«Με την υπό ψήφιση διάταξη µεταβάλλεται η διαδικασία των οµαδικών απολύσεων και η φυσιογνωµία της παρέµβασης της Διοίκησης κατόπιν και της ανωτέρω απόφασης του Δ.Ε.Ε. Αντίγραφα των εγγράφων, συµφώνως προς την παράγραφο 2 της υπό ψήφιση διάταξης, δεν θα υποβάλλονται πλέον στο Νοµάρχη και τον Επιθεωρητή Εργασίας, αλλά στο Ανώτατο Συµβούλιο Εργασίας. Επίσης, συµφώνως προς την παράγραφο 3 της υπό ψήφιση διάταξης, καταργείται η αρµοδιότητα, κατά περίπτωση, του Νοµάρχη ή του Υπουργού Εργασίας να µην εγκρίνουν τις οµαδικές απολύσεις, σε περίπτωση που δεν υπάρξει συµφωνία κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων. Σε περίπτωση πλέον που θα προκύπτει τέτοια διαφωνία των διαπραγµατευοµένων στην επιχείρηση µερών, το Ανώτατο Συµβούλιο Εργασίας θα διαπιστώνει µόνο αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις του εργοδότη προς ενηµέρωση και διαβούλευση µε τους εκπροσώπους των εργαζοµένων, καθώς και η υποχρέωση κοινοποίησης των σχετικών εγγράφων. Δεν θα µπορεί, δηλαδή, όπως σήµερα ισχύει, το Ανώτατο Συµβούλιο Εργασίας ή κάποιο άλλο κρατικό όργανο να µην εγκρίνει τις καταγγελίες των συµβάσεων εργασίας συνεκτιµώντας «τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης καθώς και το συµφέρον της εθνικής οικονοµίας» (άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1387/1983). Επίσης, µε την παράγραφο 1 της υπό ψήφιση διάταξης προβλέπεται ρητώς για πρώτη φορά η δυνατότητα του εργοδότη να θέσει υπ’ όψιν των εργαζοµένων, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων για τις οµαδικές απολύσεις, «κοινωνικό πλάνο» για τους υπό απόλυση εργαζοµένους, δηλαδή µέτρα για την άµβλυνση των επιπτώσεων της απόλυσης. Μία τέτοια όµως δυνατότητα δεν προβλέπεται ως υποχρέωση του εργοδότη, και δεν ορίζονται κυρώσεις σε περίπτωση που δεν υποβάλλεται τελικώς ένα τέτοιο «κοινωνικό πλάνο» (ως προς την ανάγκη αναζήτησης προστασίας των εργαζοµένων που απολύονται οµαδικώς µέσω βελτίωσης της κινητικότητας µε σκοπό την περαιτέρω επαγγελµατική τους εξέλιξη βλ. Ι. Κουκιάδη, Ατοµικές εργασιακές σχέσεις, 2014,1011)».