Υδρογονάνθρακες: Αυτά είναι τα «χρυσά» κοιτάσματα στην ελληνική ΑΟΖ

Οι θετικές εξελίξεις που δρομολογούν τα ευρήματα στο στόχο «Γλαύκος», στο Οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ, ανοίγουν νέους ορίζοντες και σηματοδοτούν σημαντικές προοπτικές στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, ακόμη και εντός της ελληνικής επικράτειας.

Το γεωγραφικό – γεωστρατηγικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, λόγω της θέσης της στην ανατολική Μεσόγειο, έχει στο εξής όλα τα εχέγγυα να μετατραπεί και σε ενεργειακό πλεονέκτημα, με γνώμονα τις εξελίξεις τόσο στην κυπριακή αλλά κυρίως στην ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).

Δυτική Ελλάδα: Σημαντικές προσδοκίες από την «ανθρακική πλατφόρμα»

Όπως εξήγησε ο κ. Μπασιάς, πρόεδρος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων, αυτό που, επί της ουσίας, έχει τεράστιο ενδιαφέρον είναι οι εκτιμήσεις για τη δυτική Ελλάδα, χερσαία και θαλάσσια, διότι εκεί, εφόσον υπάρχουν δομές θα πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερα μεγάλα κοιτάσματα.

Επιπρόσθετα, υπάρχουν εκτιμήσεις και για πολύ μεγάλα κοιτάσματα νότια της Κρήτης, τα οποία, εφόσον επαληθευτούν, τότε το κέρδος θα είναι μεγάλο για τη χώρα μας.

Ειδικότερα, εκεί που συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον και η προσοχή της διεθνούς βιομηχανίας είναι στην περιοχή δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης, όπως και πιο πάνω, ανεβαίνοντας στο Ιόνιο μέχρι τη λεγόμενη «ανθρακική πλατφόρμα», που εκτείνεται σε μήκος περίπου 50 χλμ. από την Κέρκυρα και πιο κάτω προς τα νότια.

Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ, «αυτό συμβαίνει, επειδή αυτές οι περιοχές ομοιάζουν με τα μοντέλα που χρησιμοποιεί η διεθνής βιομηχανία για την έρευνα όχι μόνο σε επίπεδο Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου αλλά και με γνώμονα άλλες περιοχές όπως στην θαλάσσια περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου ανάμεσα στην Αγγλία και την Ιρλανδία. Η πετρελαϊκή βιομηχανία επιλέγει κάθε χρόνο 10 – 20 περιοχές, στις οποίες επενδύει, ώστε να συνεχίσει να μπορεί να παράγει, γιατί η ανάγκη για φυσικό αέριο αλλά και για πετρέλαιο αυξάνεται σε παγκόσμια κλίμακα και δεν μειώνεται».

Όλα τα βλέμματα στραμμένα στην Κρήτη

Εξίσου σημαντικές είναι και οι προσδοκίες που υπάρχουν, βάσει των εκτιμήσεων για κάποια κοιτάσματα φυσικού αερίου, νοτίως της Κρήτης με ποσότητες που κυμαίνονται από 3 έως 33 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια.

Το θέμα αυτό είχε συζητηθεί εκτενώς στις 07/05/2018, κατά τη διάρκεια της Συνόδου των Μεσογειακών Χωρών για το πετρέλαιο (East Med Petroleum Summit).

Όπως εξηγεί ο επικεφαλής της ΕΔΕΥ, ο αντίκτυπος, σε περίπτωση που επαληθευτούν οι εκτιμήσεις αυτές, θα είναι πάρα πολύ μεγάλος. Ωστόσο, η πιστοποίηση των τελικών ευρημάτων στα συγκεκριμένα κοιτάσματα αναμένεται να διαρκέσει 5 -7 χρόνια.

Εφόσον, όμως, όλα εξελιχθούν ομαλά, τότε θα υπάρξει στην Ελλάδα παραγωγή μεγάλων όγκων φυσικού αερίου ή και αργού πετρελαίου, κάτι που θα αλλάξει εντελώς το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδα.

Εφόσον οι γεωλογικές δομές, νοτιοδυτικά της Κρήτης αλλά και στο Ιόνιο, ομοιάζουν με αυτές του στόχου «Ζορ» της Αιγύπτου ή του «Γλαύκου» στην Κύπρο, αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να βρεθεί σε ένα επίπεδο δομών, που περιέχουν φυσικό αέριο με μια ποσότητα που κυμαίνεται μεταξύ 3 έως 33 τρισ. κυβικών ποδών. Όμως, αυτά ακόμα είναι εκτιμήσεις.

Πρέπει να γίνουν αρχικά φυσικές έρευνες, οι οποίες θα κρατήσουν τρία χρόνια.

Στη συνέχεια θα πρέπει να διενεργηθούν πιο λεπτομερείς κι εμπεριστατωμένες γεωφυσικές έρευνες που επίσης θα διαρκέσουν δύο έως τρία χρόνια.

Εκεί πλέον οι εταιρείες θα έχουν αποφασίσει αν θα κάνουν γεωτρήσεις ή όχι.

Μεγάλο ενδιαφέρον για τα κοιτάσματα: «Κλειδί» η συνεννόηση

Εξίσου σημαντικές είναι και λεγόμενες «ιζηματογενείς λεκάνες». Και αυτές δημιουργούν υψηλές προσδοκίες για πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων, όπως, για παράδειγμα, στα Γρεβενά, τα Ιωάννινα και το Κιλκίς.

Καθοριστικός παράγοντας, ωστόσο, για τη διερεύνηση αυτών των περιοχών είναι η εκπόνηση επιστημονικών μελετών, αλλά πρωτίστως η διενέργεια συζητήσεων με όλους τους εμπλεκόμενους τοπικούς παράγοντες.

«Εάν δεν υπάρχει κατανόηση και δεν υπάρχει συνεργασία, εκπαίδευση και συζήτηση και καλοπροαίρετη διάθεση, τότε δεν μπορεί να ξεκινήσει μια ερευνητική διαδικασία. Πρέπει να περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος με συζητήσεις με τους τοπικούς παράγοντες, προκειμένου να καλυφθούν όλα τα αναπάντητα θέματα, όλα τα κενά και να μην υπάρχει καμία κίνηση ή απόφαση χωρίς ξεκάθαρες θέσεις. Αυτό είναι ένα μεγάλο μάθημα για όλους, γιατί μόνο με τη συνεργασία και την καλή πληροφόρηση, μπορούν τα πράγματα να εξελιχθούν χωρίς προβλήματα, προστριβές και αντιθέσεις», εξηγεί ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ.

Το μεσοπρόθεσμο – μακροπρόθεσμο κέρδος για την Ελλάδα

Από τη στιγμή που οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες αποφασίσουν έρευνες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων, αυτό σημαίνει πως ξεκινούν μεγάλες επενδύσεις, οι οποίες είναι αρκετά σημαντικές.

Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μπασιάς, «μια γεώτρηση που έχει να κάνει με παραγωγική και όχι απλά με ερευνητική διαδικασία εξόρυξης υδρογονανθράκων, μπορεί να ανέλθει στα 150 – 200 εκατ. ευρώ η μία. Μιλάμε για καταστάσεις που απαιτούν μια ισχυρή οικονομική ευμάρεια και γι’ αυτό οι εταιρείες πλέον κάνουν κοινοπραξίες, ακόμα και οι μεγάλες. Δεν “παντρεύουν” μόνο τις τεχνολογίες τους κι αυτό μπορείτε να το δείτε στο παράδειγμα της γαλλικής Total που έχει ως συνεταίρο στην κυπριακή ΑΟΖ την αμερικανική ExxonMobil. Μοιράζονται, όχι απλά την τεχνογνωσία αλλά και το οικονομικό ρίσκο κι άρα το κέρδος ή τη ζημία που θα προκύψει από μια επιτυχημένη ή αποτυχημένη αντίστοιχα διαδικασία γεωτρήσεων».

«Εάν βρεθεί φυσικό αέριο, τότε οι επενδύσεις δεν θα είναι απλά 100 εκατ. ευρώ, αλλά θα φτάσουν τα 3 έως 4 δισ. ευρώ. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα μιλάμε πλέον για μικρές παραγωγές. Φανταστείτε ότι η παραγωγή στον Πρίνο, περίπου 3.500 – 4.500 βαρέλια σε καθημερινή βάση, αντιπροσωπεύει το 1% των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας. Εάν αυτό τον αριθμό βαρελιών τον πολλαπλασιάσετε επί εκατό, τότε θα έχετε τις καθημερινές ανάγκες της χώρας μας», υπογραμμίζει.

«Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα έχει όλες τις δυνατότητες να καταστεί ένας σημαντικός ενεργειακός “παίκτης” και ένας ισχυρός κόμβος μεταφοράς φυσικού αερίου, το οποίο είναι απαραίτητο, ώστε να καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ.

Σημειώνεται ότι οι μεγάλοι επενδυτές, οι πετρελαϊκές εταιρείες δεν έχουν προγράμματα επενδύσεων με ορίζοντα τριετίας ή τετραετίας, αλλά προχωρούν με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον τα 7 – 15 χρόνια. Από τη στιγμή που αρχίζεις να ερευνάς για πετρέλαιο και να ξοδεύεις χρήμα, μέχρι να φτάσεις στο σημείο να ξεκινήσεις τις γεωτρήσεις μπορούν περάσουν 5 – 7 χρόνια. Τα επενδυτικά προγράμματα αυτά προσβλέπουν σε αληθινό κέρδος, το οποίο θα αρχίσει να φαίνεται από τη 12ετία ή την 15ετία, όχι πιο πριν.

Ο λόγος που οι εταιρείες εκδηλώνουν ενδιαφέρον για την περιοχή μας και ειδικότερα για τα κοιτάσματα που βρίσκονται πλησίον της Ελλάδας είναι ότι πλέον διαθέτουν αναπτυγμένη τεχνολογία, ώστε να ερευνούν τι υπάρχει σε βάθος πολλών χιλιομέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ τονίζει πως «τα κοιτάσματα που αναζητούν οι εταιρείες αυτές, όπως συμβαίνει τώρα στην κυπριακή ΑΟΖ, είναι μεγάλα. Στη δική μας γλώσσα ισχύει το ρητό “high risk, high reward”, δηλαδή έχεις μεγάλο οικονομικό ρίσκο να μη βρεις κάποιο εμπορικά εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα, αλλά άμα το ανακαλύψεις, τότε το κέρδος είναι μεγάλο. Κι αν το κέρδος είναι μεγάλο, τότε αναμφισβήτητα το ελληνικό κράτος, η χώρα μας θα έχει κι αυτή κέρδος, διότι θα έχει μέρισμα από αυτά, τόσο από τη φορολογία επί της εταιρείας όσο και από την παραγωγή. Μιλάμε για πολύ σημαντικά έσοδα, τα οποία, όμως δεν θα έρθουν αύριο, αλλά σε μερικά χρόνια από σήμερα».

«Όμως, εάν δεν το βάλουμε μπρος, σοβαρά και χωρίς να τσακωνόμαστε και χωρίς να λέμε “εσύ άργησες, εγώ είμαι καλύτερος”, τότε δεν θα κάνουμε τίποτα. Επιτέλους, μετά από τόσες δεκαετίες η ιστορία αυτή μπήκε σε μια σωστή πορεία και πλέον το σημαντικό είναι να συνεχίσουμε δίχως χρονοτριβές», καταλήγει.