Ένα δύσκολο τριήμερο με προειδοποιητικές αρνητικές δηλώσεις από Βερολίνο και Βρυξέλλες, που κρίνει και πάλι τα πάντα, για την πολιτκή και οικονομία στην Ελλάδα. Ο Αλ. Τσίπρας σε Βρυξέλλες και Βερολίνο χωρίς συμμάχους και ανοχή εταίρων. Με τα μέτωπα ανοιχτά και «θερμά» στο πεδίο της οικονομίας και των εθνικών θεμάτων.
Ο Αλ. Τσίπρας θα βρίσκεται από το απόγευμα της Τετάρτης στις Βρυξέλλες για την Σύνοδο Κορυφής της Ενωσης, σε περιβάλλον που δεν είναι φιλικό για τον ίδιον και και την χώρα.
Η διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας για μία ακόμη φορά καρκινοβατεί, η κυβέρνηση θέτει και πάλι κόκκινες γραμμές, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει επαναφέρει στο τραπέζι το ενδεχόμενο του Grexit, ενώ οι εξελίξεις στα εθνικά θέματα τρέχουν με καταιγιστικούς ρυθμούς και με την ελληνική κυβέρνηση λίγο – πολύ σε ρόλο παρατηρητή.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο κ. Τσίπρας φέρεται σύμφωνα με τα κυβερνητικά μηνύματα να μεταβαίνει στις Βρυξέλλες με διάθεση να κάνει μία «πολιτική διαπργαμάτευση», χωρίς όμως να ειναι βέβαιον – αντιθέτως, θεωρείται μάλλον απίθανο – ότι οποιοσδήποτε άλλος έχει παρόμοιες επιθυμίες.
Οι συμμαχίες του εντός της Ενωσης έχουν εκλείψει – οι ηγεσίες της Γαλλίας και της Ιταλίας είναι σε πολιτική αποδρομή – ενώ το περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί έπειτα από το πρόσφατο eurogroup και την αρθρογραφία του επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν, μόνο ευνοϊκό δεν είναι για την ελληνική κυβέρνηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, καθοριστικής σημασίας θεωρείται για μία ακόμη φορά η συνάντηση που θα ακολουθήσει στο Βερολίνο, όπου την Παρασκευή η καγκελάριος Μέρκελ θα υποδεχθεί το κ. Τσίπρα.
Με το γερμανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο ΜΝΙ να μεταδίδει προειδοποιήσεις προς τον κ. Τσίπρα να μην τραβήξει το χαρτί των εκλογών γιατί μπορεί να αποδειχθεί μπούμερανγκ για εκείνον, η συνάντηση αυτή αξιολογείται ως κομβική για τις περαιτέρω εξελίξεις.
Από πηγές που έχουν δε επίγνωση των όσων βρίσκονται σε εξέλιξη, επισημαίνεται ότι το αυξημένο ενδιαφέρον της γερμανικής πλευράς για τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το Κυπριακό, μπορεί να αποδειχθεί παράμετρος καθοριστική για τις εξελίξεις, ακόμη για σε ό,τι αφορά τα εκλογικά σενάρια από τις αρχές του νέου έτους.
Σε ό,τι αφορά την επίσκεψη Τσίπρα την Παρασκευή (16.12) στο Βερολίνο ο εκπρόσωπος για θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής της ΚΟ των Χριστιανικών κομμάτων δεν προβλέπει συγκλονιστικές επιτυχίες στο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για πολιτική λύση, ώστε να ξεπεραστούν τα προβλήματα της διαπραγμάτευσης. «Δεν ξέρω με τι ατζέντα έρχεται ο κ. Τσίπρας. Ξέρω όμως ότι η ατζέντα της γερμανικής κυβέρνησης περιλαμβάνει θέματα εξίσου σοβαρά, όπως η επιστροφή των προσφύγων στην Τουρκία με πολλά εμπόδια που θα μπορούσαν να λυθούν σε εθνικό επίπεδο» αναφέρει στη Deutsche Welle. «Και μετά έχουμε την ευκαιρία μετά από 42 χρόνια να δούμε την Κύπρο και πάλι ενωμένη, ο ρόλος της Ελλάδας, όπως και της Τουρκίας, είναι εξαιρετικά σημαντικός. Όσον αφορά πολιτικές αποφάσεις, δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα μπορούσαν να σημαίνουν ανατροπή των συμφωνιών. Ο κ. Τσίπρας μπορεί να εκθέσει τις απόψεις του, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονται στο Eurogroup».
Την αποχώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα πρόκειται, σύμφωνα με πολύ καλά ενημερωμένες πηγές, να θέσει στους Ευρωπαίους εταίρους ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας στον κύκλο επαφών που θα έχει αύριο και μεθαύριο σε Βρυξέλλες και Βερολίνο. Η «πολιτική λύση» που η Αθήνα διεκδικεί έχει, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αυτό το περιεχόμενο. Ο κ. Τσίπρας θα διερευνήσει τις προθέσεις των εταίρων όσον αφορά μια τέτοια εξέλιξη και κατά πόσον είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν το ελληνικό αίτημα. Εναλλακτικά, η Αθήνα θα ζητήσει την παράταση του καθεστώτος συμμετοχής του Ταμείου σε ρόλο τεχνικού συμβούλου στο πρόγραμμα, κάτι που, ωστόσο, θεωρείται ότι δεν θα μειώσει την πίεση που το ΔΝΤ ασκεί, καθώς και με αυτή την ιδιότητα θα συνεχίσει να διατηρεί ισχυρό εποπτικό ρόλο, όσον αφορά την υλοποίηση των προβλέψεων του μνημονίου.
Συνεργάτες του κ. Τσίπρα προσδίδουν στις επαφές που θα έχει με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, τον επικεφαλής της Κομισιόν Ζαν–Κλοντ Γιούνκερ και τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, χαρακτηριστικά οροσήμου, όσον αφορά τις αποφάσεις για τις επόμενες κινήσεις του, όχι μόνο σε σχέση με την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της αξιολόγησης, αλλά και αναφορικά με τις πρωτοβουλίες και κινήσεις του στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το Βερολίνο και γενικότερα οι εταίροι φέρεται να προειδοποιούν την Αθήνα να μη θέσει ζήτημα πρόωρων εκλογών. «Δεν θέλουμε πλέον το Ταμείο» αναφέρεται και φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει καταλήξει στη διαπίστωση ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα επιφέρει δυσανάλογο πολιτικό κόστος εκτός εάν υπάρξει δραματική αλλαγή στη μέχρι τώρα αδιάλλακτη θέση του.
Το κλίμα στις σχέσεις της κυβέρνησης με το ΔΝΤ είναι πλέον απόλυτα συγκρουσιακό. Ο κ. Τσίπρας μίλησε χθες από τη Νίσυρο για «ανόητους τεχνοκράτες», ενώ η κυβέρνηση έσπευσε να υπενθυμίσει όλες τις λανθασμένες εκτιμήσεις που έγιναν από την πλευρά των εκπροσώπων του τα προηγούμενα χρόνια. Η αναζήτηση φόρμουλας τουλάχιστον περιθωριοποίησης του ρόλου του Ταμείου έχει συζητηθεί τις τελευταίες ημέρες σε σειρά συσκέψεων σε κυβερνητικά και κομματικά όργανα. Η κυβέρνηση διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε νομοθέτηση μέτρων για μετά το 2018, τα οποία επιτακτικά ζητεί το Ταμείο προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Αυτό που εδώ και μερικές εβδομάδες άρχισε να διατυπώνεται ως μεμονωμένη άποψη υπουργών –ενδεικτική είναι η περίπτωση του κ. Σκουρλέτη– ότι η διαπραγμάτευση μπορεί να συνεχιστεί χωρίς το ΔΝΤ, ενώπιον του διαφαινόμενου αδιεξόδου και της πίεσης που η κυβέρνηση υφίσταται, έχει εξελιχθεί σε κεντρική κυβερνητική θέση. Μάλιστα, ενώ η Αθήνα αρχικά εμφανιζόταν να επιθυμεί την παρουσία του Ταμείου στη γενική εικόνα, επενδύοντας στην πίεση που μπορεί να ασκήσει για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, πλέον βλέπει ότι αυτή η στρατηγική δεν απέδωσε και εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ. Το Ταμείο απλώς ζητεί περισσότερα μέτρα, ενώ, πλέον, εμφανίζεται να αποσυνδέει τη θέση του για περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις και για μείωση του αφορολογήτου από το ύψος των πλεονασμάτων και ζητάει, ούτως ή άλλως, την υλοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η Αθήνα εμφανίζεται, πλέον, να επενδύει σε αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 μέσα από την υιοθέτηση των μεσομακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, για τα οποία, να σημειωθεί, δεν υπάρχει μέχρι στιγμής καμία δέσμευση από την πλευρά των εταίρων.
Πάντως, το κλίμα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία, έναντι ενός ελληνικού αιτήματος για αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα ή παράταση του καθεστώτος παρατηρητή που έχει, δεν είναι ιδιαίτερα θετικό. Δημοσιεύματα στον γερμανικό Τύπο, μόλις προ ημερών, εμφάνιζαν Γερμανούς βουλευτές να ζητούν ακόμη και αποχώρηση της Γερμανίας από το ελληνικό πρόγραμμα, στην περίπτωση που δεν ενεργοποιηθεί η πλήρης συμμετοχή του Ταμείου.
Η Αθήνα εμφανίζεται να επενδύει σε στήριξη από την πλευρά της Ευρώπης για δύο λόγους: διότι, σύμφωνα με την κυβερνητική ανάλυση, κανείς στην Ευρώπη δεν επιθυμεί την επαναφορά του «ελληνικού προβλήματος» και της αποσταθεροποίησης που μπορεί να επιφέρει σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν ανακύψει νέες προκλήσεις για την Ευρώπη. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την αξιοποίηση του ρόλου ανάσχεσης των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών που η Ελλάδα εκπληρώνει και όσο αυξάνεται η ανησυχία για κατάρρευση της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας, θα γίνεται πιο σημαντικός.
-Βερολίνο σε Αθήνα: Στο Eurogroup οι αποφάσεις
Δεν προβλέπει επιτυχα στο αίτημα της Ελλάδας για πολιτική λύση ο εκπρόσωπος ευρωπαϊκής πολιτικής της CDU/CSU
Αφόρητη για τους γερμανούς βουλευτές των Χριστιανικών κομμάτων είναι η στάση του ΔΝΤ. “Έχει αναλάβει την ίδια υποχρέωση προς την Ελλάδα, όπως ο ESM και η ΕΕ” δηλώνει στη DW ο Μίχαελ Στίμπγκεν. “Αποφάσεις στο Eurogroup”.
Από τότε που ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα ο Μίχαελ Στίμπγκεν παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις για λογαριασμό του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Εκπρόσωπος για θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής της ΚΟ της CDU/CSU ενέκρινε με βαριά καρδιά το τρίτο πακέτο στήριξης κατακαλόκαιρο του 2015, στην έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής, αν και ήταν θιασώτης της θέσης Σόιμπλε για προσωρινό Grexit.
«Να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του το ΔΝΤ»
Από καιρό παρακολουθεί το bras de fer ανάμεσα στην Ευρώπη και το Νομισματικό Ταμείο με ανάμεικτα αισθήματα. Το άρθρο γνώμης του Πολ Τόμσεν που συνυπέγραψε με τον επικεφαλής οικονομολόγο του Ταμείου Τόμας ΄Ομπσφελντ ήταν το κερασάκι στην τούρτα. «Καλύτερα θα ήταν για το ΔΝΤ να σκεφτεί και να αποφασίσει επιτέλους, εάν θα βοηθήσει την Ελλάδα, αντί να σκορπά προτάσεις», δήλωσε μιλώντας στη Deutsche Welle. «Αυτό που μου σπάει τα νεύρα είναι ότι το Ταμείο έχει αναλάβει την ίδια υποχρέωση έναντι της Ελλάδα, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και η ΕΕ. Γι’ αυτό θέλω να ακούω πιο εποικοδομητικές προτάσεις».
Η οργή του χριστιανοδημοκράτη πολιτικού αντανακλά τα αισθήματα που τρέφουν για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κι άλλοι κομματικοί του σύντροφοι αυτήν την εποχή. «Το Ταμείο υποστηρίζει ότι το καταστατικό του δεν επιτρέπει ελάφρυνση χρέους, αλλά παροτρύνει τον ESM να το κάνει και μάλιστα με γενναιοδωρία παρά το ότι δεν το προβλέπει ο δικός του κανονισμός. Εάν αντιληφθεί ότι εμείς οι Ευρωπαίοι έχουμε τον ESM, τότε μπορεί να επέλθει σύγκλιση ανάμεσα στους τρεις θεσμούς.Το ΔΝΤ είναι εταίρος του ESM, όχι εχθρός και αντίπαλος. Και θα πρέπει να σας πω επίσης ότι το ΔΝΤ δεν είναι για δημόσιες ανακοινώσεις, αλλά για να αναλογιστεί πώς θα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις του. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το λιγότερο που κάνει αυτήν τη στιγμή».
Διορθωτικές κινήσεις στο τέλος του 2018
Για το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%, «για το συνυπολογισμό του οποίου σημειωτέον συνέβαλε και το ΔΝΤ» ο χριστιανοδημοκράτης βουλευτής το θεωρεί εφικτό, εάν συντρέξουν όμως κι άλλες προϋποθέσεις. «Η Ελλάδα ωστόσο καθυστέρησε την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που υποσχέθηκε και έτσι μετατίθεται η δυνατότητα μεταβολών στη δημοσιονομική πολιτική (..) Ο στόχος ενός μακροπρόθεσμου πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5%, θα οδηγούσε την Ελλάδα και πάλι στην αυτόνομη διαχείριση της δημοσιονομικής της πολιτικής (…).Στην πράξη, όταν τα πακέτα διάσωσης δεν τρέχουν όπως το έχουμε σκεφτεί – κι αυτό συνέβη στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο – προχωρούμε σε κάποιες προσαρμογές. Για το ελληνικό πρόγραμμα θα το δούμε μετά την δεύτερη αξιολόγηση».
Εκείνο στο οποίο μπορεί να απαντήσει μετά βεβαιότητας είναι ότι δεν θα υπάρξει τέταρτο πρόγραμμα διάσωσης γιατί «δεν υπάρχουν επιχειρήματα που μπορούν να πείσουν τους γερμανούς βουλευτές για την αναγκαιότητα ενός ακόμη προγράμματος διάσωσης». Ο Μίχαελ Στίμπγκεν παραθέτει την διαδοχή γεγονότων έτσι όπως τη συμμερίζεται η γερμανική βουλή: σωστή εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος, μετά τη λήξη του έλεγχος της βιωσιμότητας του χρέους και μετά, εάν χρειαστεί, λήψη αποφάσεων. Γραμμή που προεξοφλείται ότι θα ακολουθήσει και η Καγκελάριος Μέρκελ.