Η διατήρηση των υφιστάμενων συντάξεων στα επίπεδα που έχουν διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου αποτελεί, κατά πληροφορίες, την τελευταία γραμμή άμυνας της κυβέρνησης, που βλέπει τον χρόνο να τρέχει και τη διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης να έχει ουσιαστικά «παγώσει».
Ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας που φέρεται να επιθυμεί το νήμα της διαπραγμάτευσης να ξαναπιαστεί και οι συνομιλίες με τους εκπροσώπους των δανειστών να επιταχυνθούν, έστω μετά το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, εκτιμά πως τυχόν συμφωνία που θα εμπεριείχε την προοπτική μείωσης των υφιστάμενων συντάξεων θα αποτελούσε καταλυτικό πλήγμα για το πολιτικό αφήγημα που έχει απομείνει στην κυβέρνηση:
Γιατί, όντως, το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ «προστάτεψε» τις χαμηλές συντάξεις και τους δημοσίους υπαλλήλους είναι το μόνο που θα μπορούσε να προτάξει ο κ. Τσίπρας στην πορεία προς τις προσεχείς εκλογές, όποτε και εάν αυτές τελικώς πραγματοποιηθούν. Αντιθέτως, παρότι τούτο διαψεύδεται επισήμως, η κυβέρνηση φέρεται έτοιμη να συζητήσει, προκειμένου να «ξεκλειδώσει» η διαπραγμάτευση, άλλα μέτρα, όπως η μείωση του αφορολόγητου ορίου των 8.600€ περίπου, αλλά και η αύξηση του μεσαίου συντελεστή του ΦΠΑ κατά 1 ή 2%.
Ως όρο, πάντως, για να υπάρξει ουσιαστική συζήτηση με τους εκπροσώπους των δανειστών στο ανωτέρω πλαίσιο, το Μέγαρο Μαξίμου θέτει τη συμμετοχή της Ελλάδος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για την οποία, όμως, είναι απαραίτητη κάποια αναφορά των εταίρων στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Επί της ουσίας, δηλαδή, η Αθήνα εμφανίζεται έτοιμη να συζητήσει μια φόρμουλα απεμπλοκής που θα προβλέπει παραχωρήσεις στα φορολογικά, με αντάλλαγμα προστασία των συντάξεων και συμμετοχή στο QE.
To πρόβλημα για τον πρωθυπουργό είναι ότι η καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση, που σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται και σε ευθύνες της ελληνικής πλευράς, έχει οδηγήσει την Αθήνα σε εξαιρετικά αδύναμη θέση: Μπορεί το Μέγαρο Μαξίμου να μεταδίδει ότι η κυβέρνηση διαθέτει ταμειακά διαθέσιμα για αρκετούς μήνες και δεν επείγεται για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, σε αντίθεση με ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, που οδεύουν προς εκλογικές αναμετρήσεις και δεν επιθυμούν συνθήκες αστάθειας στην Ευρωζώνη, αλλά η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Οι συνέπειες
Η διαφαινόμενη προοπτική η διαπραγμάτευση να διαρκέσει πέραν του Μαρτίου, έχει αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες για το Μέγαρο Μαξίμου. Πρώτον, είναι ορατός ο κίνδυνος η Ελλάδα να χάσει για μία ακόμη φορά το τρένο της ποσοτικής χαλάρωσης τον Απρίλιο.
Δεύτερον, με τη συνέχιση του κλίματος αβεβαιότητας σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο εκφράζονται φόβοι ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι χαμηλότεροι των προβλέψεων του προϋπολογισμού.
Μάλιστα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή, ακόμη και κυβερνητικά στελέχη στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους δεν αποκλείουν η κυβέρνηση να μην επιτύχει καν τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1,75% του ΑΕΠ το 2017, με αποτέλεσμα να βρεθεί ενώπιος ενωπίω με την ενεργοποίηση του «κόφτη».
Το αρνητικό για τον κ. Τσίπρα είναι ότι πέρα από τις συμπληγάδες της διαπραγμάτευσης, καλείται να κινηθεί και στο εσωτερικό της χώρας σε ένα εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον. Το προβάδισμα της Ν.Δ. και του κ. Κυρ. Μητσοτάκη έχει πλέον παγιωθεί και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί η ψυχολογία «δεύτερου κόμματος». Επίσης, οι εξελίξεις στην Κεντροαριστερά, μετά την ένταξη του κ. Γ. Παπανδρέου και του ΚΙΔΗΣΟ στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, αλλά και την κυοφορούμενη κίνηση των κ. Αννας Διαμαντοπούλου, Γ. Φλωρίδη και Γ. Ραγκούση, δημιουργούν χώρους υποδοχής δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που δεν επιθυμούν να στραφούν προς τη Ν.Δ.
Τέλος, η κυβέρνηση είναι σαφές, πλέον, ότι μεταδίδει σαφέστατο πρόβλημα διαχειριστικής επάρκειας στα θέματα της καθημερινότητας, ενώ διορθωτικές κινήσεις δεν είναι δυνατόν να γίνουν, καθώς το χαρτί του ανασχηματισμού «κάηκε» τον περασμένο Νοέμβριο.
Υπ’ αυτήν την έννοια, το Μέγαρο Μαξίμου εμφανίζεται να επενδύει και πάλι στα θέματα διαφάνειας, όπως καταδεικνύει και η πρόσφατη σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό για την υπόθεση της Novartis. Ομως, έχει αποδειχθεί πως η δημιουργία κλίματος σκανδαλολογίας ουδέποτε έφθασε για να μεταβάλει το πολιτικό κλίμα υπέρ μιας κυβέρνησης που δοκιμάζεται στο πεδίο της οικονομίας. Φυσικά τα δύο επώδυνα μέτρα της μείωσης του αφορολόγητου δηλαδή της βαριάς φορολογίας για χαμηλόμισθους και συνταξιούχους(με το αφορολόγητο όριο γύρω στις 5.000€) και της αύξησης του ΦΠΑ σε ανάγκες της καθημερινότητας, με πρώτατα τρόφιμα θα γνωρίσουν μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις αλλά και θα οδηγήσουν σε δύσκολη θέση τους Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.