Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο η κριτική επανεξέταση του παρελθόντος, ευδοκίμησε στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς η πτώση του ανατολικού κόσμου επέβαλε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, ελέγχου και αναθεώρησης δοξασιών που φάνταζαν να έχουν ισχύ αιώνια. Η ελληνική ιδιαιτερότητα -και εδώ- έγκειται σε μια κατάσταση που ορθώνεται ως απαίτηση αμνησίας. O χρόνος αμβλύνει τα πάθη, λειαίνει τις αιχμές της μνήμης, τροφοδοτεί μια συγκαταβατική ανοχή, η οποία επιτρέπει στη ζωή να προχωρήσει παρακάτω. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να ζει διαρκώς στη μεθόριο της μνησικακίας δίχως να κινδυνεύει να αλλοτριωθεί ριζικά, να συντριβεί από τις μυλόπετρες ενός άσβεστου μίσους, που μετατρέπει τους χθεσινούς και σημερινούς θύτες σε αυριανά θύματα.
Ωστόσο, η συνθήκη ανοχής δεν μπορεί να προβάλει και να εγείρει ως αξίωση την πλήρη απώλεια της μνήμης, την απαξίωση της εναργούς συνείδησης ως κιβωτού διαφύλαξης-διάσωσης των τιμαλφών της ανθρώπινης μοίρας και του πολιτισμού, με τις θετικές κι αρνητικές καταγραφές του. Η ιδιαίτερη κι «εύθραυστη υποκειμενική πραγματικότητα», προϊόν διαμορφωμένο από συνειδητές θαρραλέες επιλογές -και ντροπιαστικές καταφάσεις-, δεν μπορεί να απαιτεί και να διεκδικεί να υποκαταστήσει την αντικειμενική πραγματικότητα, εκβιάζοντας σε σιωπηρή συγκατάθεση για να επιβληθεί όχι απλώς η λήθη, αλλά για ν’ αλλάξουν δραματικά οι όροι αντίληψης και ερμηνείας της Ιστορίας. Η μνήμη ως ένα διαρκές εν λειτουργία εργαστήρι, που μετασχηματίζει τη βιωμένη εμπειρία σε έλλογο παρόν κι εφαλτήριο για τις περιπέτειες του μέλλοντος, καταξιώνεται ως τέτοιο και ολοκληρώνει την αποστολή της όταν μπορεί να υπερβεί τις γλυκιές σειρήνες ενός γοητευτικού -υπό το φως της πρόσφατης εμπειρίας- αναθεωρητισμού, ο οποίος πατώντας στα ιδεολογικά ερείπια της συγκυρίας επιδιώκει να διευρύνει την κοινωνική ενδοχώρα των πιστών του.
Τα διαψευσμένα όνειρα, η τραγική μοίρα όσων κυνήγησαν χίμαιρες κι συνάρθρωσαν τη ζωή τους με ευγενείς ουτοπίες, οι οποίες κατέληξαν σε οδυνηρές τραγωδίες, δεν προσφέρονται ως ποδόμακτρα για να απαλλαγούν από τις λάσπες που βαραίνουν τις αρβύλες και τις μπότες και τις συνειδήσεις τους εκείνοι που σε κρίσιμες-οριακές στιγμές αρνήθηκαν την ευθύνη να συνομιλήσουν με την Ιστορία στο όνομα του ανθρώπου και των οικουμενικών αξιών. Ο χρόνος που περνάει μετριάζει πάντα την ένταση της αισχύνης, αλλά δεν απομειώνει ούτε κατ’ ελάχιστον το όνειδος της συμμετοχής στη βαρβαρότητα που εξευτελίζει τον άνθρωπο, γιατί η φρίκη δεν ιστορικοποιείται και η μνήμη δεν εργαλειοποιείται. Η λήθη και η συγχώρηση δεν είναι το σφουγγάρι της Ιστορίας, αλλά μια ενσυνείδητη κατασκευή για να συνυπάρξουμε θύτες και θύματα, στο παρόν και στο μέλλον. Κι αυτή η συνθήκη συνύπαρξης δεν απαιτεί να πετάξουμε τη μνήμη στην πυρά και να ανασκολοπίσουμε την Ιστορία.