Τρόπους να «χρυσώσει το χάπι» των προληπτικών μέτρων που ουσιαστικά ισοδυναμούν με τέταρτο μνημόνιο, αναζητεί η κυβέρνηση, ποντάροντας διαπραγματευτικά ότι η Ευρώπη δεν θα θελήσει να ανοίξει το δρόμο για ένα Grexit τη στιγμή που αγωνίζεται να αποτρέψει το Brexit.
Οι 12 μέρες περιθώριο που δόθηκαν στην Ελλάδα μέσω της αναβολής του Eurogroup για τις 9 Μαΐου δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Τσίπρα να διαπραγματευτεί και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό μέτωπο αναζητώντας μια πειστική δικαιολογία για την νομοθέτηση της απαίτησης των δανειστών για προληπτικά μέτρα.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές το Μέγαρο Μαξίμου αναμένεται να αξιοποιήσει την ταύτιση της αμερικανικής πλευράς με τις θέσεις του ΔΝΤ και συγκεκριμένα τα όσα είπε ο αμερικανός υφυπουργός οικονομικών κ. Σίτς στο Κογκρέσο ο οποίος τόνισε ότι το ΔΝΤ έχει αποσαφηνίσει ότι η αξιοπιστία του ελληνικού προγράμματος έγκειται σε «δύο πυλώνες», την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και την ελάφρυνση του χρέους.
Ο αμερικανός υφυπουργός επισήμανε ότι το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θα λάβει μέρος στο ελληνικό πρόγραμμα αν δεν είναι αξιόπιστο.
Αυτό αν αναλυθεί σημαίνει ότι η μεν κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να δεχθεί τις μεταρρυθμίσεις (που μεταφράζεται σε προληπτικά μέτρα) αλλά και οι ευρωπαίοι δανειστές πρέπει να δεχθούν να ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος. Μια συζήτηση που αν προσδιοριστεί η κυβέρνηση θέλει να τη χρησιμοποιήσει ως αντιστάθμισμα για το εσωτερικό μέτωπο.
Η κυβέρνηση θα οδεύσει στη 12ήμερη διαπραγμάτευση έχοντας συμμάχους της τον πρόεδρο της Κομισιόν κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και τον πρόεδρο της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλιστών Τζιάννι Πιτέλα οι οποίοι θεωρούν αδιανόητο να επιβληθούν σε μια χώρα προληπτικά μέτρα. Ωστόσο η στήριξή τους δεν επαρκεί καθώς όλοι οι άλλοι ευρωπαίοι θεωρούν ότι υπάρχει ζήτημα αξιοπιστίας της κυβέρνησης Τσίπρα και για τον λόγο αυτόν καλύτερα είναι να υπάρξει προληπτική δέσμευση. Και πάλι όμως δεν αρκούνται στην πρόθεση της κυβέρνησης να υπάρξει νομοθετική δέσμευση για μελλοντικά μέτρα αν παραστεί ανάγκη, δηλαδή αν υλοποιηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, καθώς επιζητούν να ψηφισθούν εκ των προτέρων μέτρα που θα ενεργοποιούνται αυτόματα, ανάλογα με την πορεία των δημοσιονομικών, παρακάμπτοντας τον υπουργό Οικονομικών. Αυτό όμως ισοδυναμεί με πλήρη απώλεια της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας και, όπως είναι φυσικό, ο κ. Τσίπρας δεν θέλει να το χρεωθεί.
Μοναδική περίπτωση που ίσως δεχθεί κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση θα είναι η όσο πιο συγκεκριμένη δέσμευση των δανειστών για απομείωση του ελληνικού χρέους. Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει ενδεχόμενο να γίνουν αποδεκτά τα μέτρα «κάβα» με τη διαβεβαίωση προς το εσωτερικό μέτωπο ότι τα δημοσιονομικά κινούνται σε τέτοια κατεύθυνση που δεν θα χρειαστεί ενεργοποίηση του «πακέτου». Σε ένα τέτοιο σχέδιο προβλέπεται να προβληθεί θριαμβευτικά από την πλευρά της κυβέρνησης η έναρξη των διαδικασιών για απομείωση του χρέους, κάτι το οποίο όμως ήδη είχε ξεκινήσει παρασκηνιακά από την κυβέρνηση Σαμαρά. Ωστόσο επειδή τα πάντα στην πολιτική είναι ζήτημα διαχείρισης, εκτιμάται ότι προπαγανδιστικά η κυβέρνηση σε μια τέτοια περίπτωση θα έχει κάτι να διαχειριστεί.
Ένα ακόμη σημείο στο οποίο αναμένεται να «πατήσει» η ελληνική κυβέρνηση είναι ότι θα επιδιώξει να λάβει από την ΕΕ, υπό μορφή δανείου- ενίσχυσης περίπου 7 δις ευρώ προκειμένου να πληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους ιδιώτες, οι οποίες έχουν «παγώσει» από τον Ιανουάριο του 2015 που ήταν περίπου 1,5 δις ευρώ.
Σε αυτήν την περίπτωση εκτιμάται από όλους ότι θα υπάρξει τόνωση της αγοράς και η πίεση της αντιπολίτευσης θα αποδυναμωθεί.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η τύχη της κυβέρνησης Τσίπρα εξαρτάται από το αν οι Ευρωπαίοι εταίροι θέλουν ή όχι να πετάξουν στον Έλληνα πρωθυπουργό και πάλι «σωσίβιο».