Στη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025: Προβλέπει ανάπτυξη 3,6% φέτος και 6,2% το 2023

Κατατέθηκε στη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025, το οποίο προβλέπει την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με ανάπτυξη 3,6% φέτος και υψηλότερα ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, καθώς και επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023.

Ειδικότερα, όπως σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα με βάση την θετική επίδραση των παρεμβάσεων στήριξης των κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την πανδημία, οι οποίες αγγίζουν τα 41 δισ. ευρώ την περίοδο 2020-2022, και συνεχίζοντας με την πλήρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ανάπτυξη το τρέχον έτος εκτιμάται στο 3,6%. Για το 2022 προβλέπεται ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 6,2% και για την υπόλοιπη περίοδο του ΜΠΔΣ, αναμένεται κατά μέσο όρο ανάπτυξη της τάξης του 4%. Η ανάπτυξη φέτος είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερη αν επιβεβαιωθούν και στους επόμενους μήνες οι πολύ θετικές εξελίξεις που κατέγραψε για το ΑΕΠ η ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2021. Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020.

Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή εκτιμάται οτι θα έχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που προβλέπεται ότι θα οδηγήσουν σε ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, φιλικό στο περιβάλλον οικονομικό μοντέλο, με ένα φορολογικό σύστημα που στοχεύει στην ανάπτυξη και ένα αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. “Πρόκειται για ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη” αναφέρεται χαρακτηριστικά στο εισαγωγικό σημείωμα του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου.

Οι συνολικοί πόροι του σχεδίου ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια. Είναι μια μοναδική ευκαιρία για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας με στόχο οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που θα ενεργοποιηθούν να ανέλθουν σε περίπου 59 δισ. ευρώ, δηλ. διπλάσιοι από το μέγεθος του ίδιου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η ανάπτυξη θα εστιάσει σε τέσσερις πυλώνες: την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την απασχόληση – δεξιότητες – κοινωνική συνοχή και τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Δημοσιονομικά για φέτος εκτιμάται ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ, το 2022 σε έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ, ενώ από το 2023 θα επανέλθουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα σταδιακά αυξανόμενα.

Στο εισαγωγικό σημείωμα του Μεσοπρόθεσμου επισημαίνεται επίσης ότι: “Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι κατόπιν της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το παρόν ΜΠΔΣ καταρτίζεται με βάση τις πολιτικές που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και ανακοινωθεί οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο σενάριο βάσης και δεν παρουσιάζονται εν προκειμένω εναλλακτικά σενάρια που οδηγούν σε σημαντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συνεπώς, τα πρωτογενή πλεονάσματα που απεικονίζονται κυρίως προς τα τελευταία έτη του Προγράμματος, αποτελούν το βασικό σενάριο, χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση θα προσαρμοστούν στους στόχους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, που θα τεθούν στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαλείφοντας τυχόν υπερβάσεις αυτών. Με δεδομένο συνεπώς ότι το σενάριο βάσης απεικονίζει αποκλειστικά τις ήδη θεσμοθετημένες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν αντανακλά τις κυβερνητικές πολιτικές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον στη βάση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου που κατά περίπτωση προκύπτει από τον συνδυασμό του ΜΠΔΣ και των νέων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα γίνουν γνωστοί σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές συζητήσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν στην ευρωζώνη από το 2023 και εντεύθεν”.

Πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και νέες ελαφρύνσεις ανάλογα με τον δημοσιονομικό χώρο

Επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025 ενώ ανοίγει παράθυρο για νέες φορολογικές ελαφρύνσεις τα επόμενα χρόνια με βάση τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο.

Αναλυτικότερα σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο ο προϋπολογισμός από πρωτογενές έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ που εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει φέτος και πρωτογενές έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ που προβλέπεται για το 2022, από το 2023 επιστρέφει στη σφαίρα των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 2% του ΑΕΠ. Για το 2024 προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% του ΑΕΠ και 3,7% του ΑΕΠ για το 2025.

Ενδεικτικό των προθέσεων της κυβέρνησης για νέες μόνιμου χαρακτήρα φορολογικές ελαφρύνσεις είναι το σημείο στο εισαγωγικό του Μεσοπρόθεσμου που αναφέρει ότι “με δεδομένο συνεπώς ότι το σενάριο βάσης απεικονίζει αποκλειστικά τις ήδη θεσμοθετημένες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν αντανακλά τις κυβερνητικές πολιτικές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον στη βάση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου που κατά περίπτωση προκύπτει από τον συνδυασμό του ΜΠΔΣ και των νέων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα γίνουν γνωστοί σε μεταγενέστερο χρόνο όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές συζητήσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν στην ευρωζώνη από το 2023 και εντεύθεν.”

109.175 προσλήψεις έως το 2025

Στο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο για τη στελέχωση της Γενικής Κυβέρνησης εντάσσονται και οι εκτιμήσεις αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης και αναγκαστικών αποχωρήσεων, καθώς και των προσλήψεων για κάθε ένα από τα έτη 2021-2025. Ειδικότερα για το διάστημα 2021-2025 προβλέπονται 109.175 προσλήψεις στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης έναντι 74.187 αποχωρήσεων..

Ο συνολικός προγραμματισμός προσλήψεων τακτικού προσωπικού στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, βασίζεται για όλη την περίοδο στον κανόνα 1:1 (μία πρόσληψη για κάθε μία αποχώρηση), αναλογία που εφαρμόζεται ήδη από το 2019. Κύριες εξαιρέσεις στον κανόνα, αποτελούν οι προσλήψεις σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, η αντικατάσταση έκτακτου προσωπικού από τακτικό (με παράλληλη αντίστοιχη μείωση του έκτακτου προσωπικού, πχ. αναπληρωτές καθηγητές, πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι»), καθώς και οι προσλήψεις για θέσεις με ειδικώς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση (από ανταποδοτικά έσοδα, από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα κλπ).

Ειδικότερα, η κατανομή των προσλήψεων σε υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης για τα έτη 2021 και 2022, βασίζεται στον προγραμματισμό της Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα, του υπουργείου Εσωτερικών, με την έμφαση να δίνεται κυρίως στους τομείς της Υγείας, της Εκπαίδευσης και της Ασφάλειας.

Οι προβλέψεις για την πτώση της ανεργίας και του δημόσιου χρέους

Πτώση της ανεργίας στο 11,1% το 2025 έναντι 11,9% το 2024, 13,2% το 2023, 14,4% το 2024 και 16,3% φέτος προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν 7% φέτος, 30,3% το 2022 και να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα αύξησης και τα επόμενα χρόνια ( 12,3% το 2023, 10,8% το 2024 και 7,4% το 2025) λόγω των πόρων του Εθνικού Σχεδίου Ανάπτυξης οι οποίοι θα συμβάλουν σημαντικά στις υψηλές αποδόσεις που προβλέπονται για την ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια ( αύξηση ΑΕΠ 6,2% το 2022, 4,1% το 2023, 4,4% το 2024 και 3,3% το 2025).

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να ακολουθήσει πτωτική πορεία και να διαμορφωθεί από το 204,8% του ΑΕΠ το 2021, στο 189,5% του ΑΕΠ το 2022, στο 176,7% το 2023, στο 166,1% το 2024 και στο 156,9% το 2024. Σε απόλυτους αριθμούς το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να ανέλθει από 352,5 δισ ευρώ φέτος σε 340,4 δισ ευρώ το 2025.

Τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις προβλέπονται να ανέλθουν σε 541,53 εκατ. ευρώ φέτος, 1.232 εκατ. ευρώ το 2022, 1.311 εκατ. ευρώ το 2023, 1.384 εκατ. ευρώ το 2024 και 187 εκατ. ευρώ το 2025.

Στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα περιλαμβάνεται ειδικό κεφάλαιο που αφορά τις πηγές κινδύνου για τις δημοσιονομικές προβλέψεις και ανάλυση ευαισθησίας διερευνά τις επιπτώσεις που θα προκύψουν ανάλογα με την εξέλιξη των αβεβαιοτήτων. Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται “ενδεχόμενη εμφάνιση μεταλλάξεων του ιού ή περαιτέρω επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος μπορούν να έχουν δυσμενείς ή αντίστοιχα ευνοϊκές συνέπειες στην εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας τους επόμενους μήνες”.

Πιο συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας εκφράζονται ως ποσοστιαίες αποκλίσεις από το βασικό σενάριο. Το πρώτο σενάριο προβλέπει μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ του έτους 2021 κατά 1%, αλλά αμετάβλητους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα έτη. Παρά το αρνητικό ενδεχόμενο, το πραγματικό ΑΕΠ στο τέλος του έτους 2022 υπερβαίνει οριακά το επίπεδο του έτους 2019. Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται τη διαμόρφωση των ισοζυγίων της Γενικής Κυβέρνησης σε επίπεδο σταθερά χαμηλότερο ανά έτος κατά 0,5% του ΑΕΠ, καθώς επίσης και μια αρχική αύξηση στο ποσοστό χρέους κατά 2,1% του ΑΕΠ η οποία όμως επηρεάζει και τα επόμενα έτη. Κατά συνέπεια, σε αυτό το σενάριο, το ποσοστό αναφοράς για το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης παραμένει πάνω από το 3% του ΑΕΠ το 2022, σχεδόν ισοσκελισμένο ισοζύγιο επιτυγχάνεται από το 2024, ενώ το διαρθρωτικό ισοζύγιο κινείται σε θετικό έδαφος ήδη από το 2023.

Το δεύτερο σενάριο προβλέπει αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ του έτους 2021 της τάξεως του 1%, που δεν θα επιδράσει όμως στους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων ετών. Στο δημοσιονομικό σκέλος, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται σε επίπεδο σταθερά υψηλότερο ανά έτος κατά 0,5% του ΑΕΠ και διαμορφώνονται θετικές τιμές για το διαρθρωτικό ισοζύγιο ήδη από το 2022, προσεγγίζοντας το 2% του ΑΕΠ το 2024.

Το τρίτο σενάριο στηρίζεται στην υπόθεση ότι θα κινηθούν ανοδικά τα επιτόκια, με την αύξησή τους όμως να πραγματοποιείται σταδιακά και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, και να ανέρχεται σε 100 μονάδες βάσης, την τριετία 2022-2024. Η προαναφερόμενη εξέλιξη αναμένεται να έχει ήπια αρνητική επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης, με το πραγματικό ΑΕΠ το 2025 να είναι μόνο κατά 0,19% χαμηλότερο από το αντίστοιχο του σεναρίου βάσης. Αντίστοιχα, η επίδραση στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται στο 0,1% του ΑΕΠ το 2022 και προσεγγίζει το 0,3% κατά το τέλος του χρονικού ορίζοντα της προγραμματικής περιόδου, αλλά η επίδραση στο πρωτογενές πλεόνασμα είναι πολύ χαμηλή, έως 0,1% του ΑΕΠ. Η αρνητική επίδραση στο δημόσιο χρέος είναι επίσης μικρή, με το ποσοστό χρέους να ανέρχεται σε επίπεδο μόλις 0,2% υψηλότερο έναντι της πρόβλεψης του σεναρίου βάσης το 2025.