Σινορωσική συμμαχία κατά του Τραμπ

Η Κίνα και η Ρωσία επέκριναν τη νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, την οποία παρουσίασε προχθές ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, με το Πεκίνο να καταγγέλλει «την ψυχροπολεμική νοοτροπία» της Ουάσιγκτον και τη Μόσχα «τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της».

Η Χούα Τσουνγίνγκ, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε: «Καλούμε τις ΗΠΑ να σταματήσουν να παραπληροφορούν σκοπίμως για τους στρατηγικούς σκοπούς της Κίνας και να εγκαταλείψουν τις ξεπερασμένες απόψεις τους, όπως την ψυχροπολεμική νοοτροπία».

Η ίδια προειδοποίησε ότι «σε αντίθετη περίπτωση θα προκαλέσουν ζημιά στους ίδιους και σε άλλους» και συμπλήρωσε: «Η Κίνα δεν θα προσπαθήσει ποτέ να αναπτυχθεί εις βάρος των συμφερόντων άλλων χωρών. Παράλληλα δεν θα απαρνηθεί ποτέ τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντά της».

Στην Μόσχα, ο Ντμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, κατήγγειλε τον «ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα» της ομιλίας Τραμπ, κατηγορώντας την Ουάσιγκτον ότι παραμένει αγκιστρωμένη «σε έναν μονοπολικό κόσμο».

«Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του κειμένου είναι προφανής, όπως και η άρνηση (της Ουάσιγκτον) να απαγκιστρωθεί από έναν μονοπολικό κόσμο, μια επίμονη άρνηση», δήλωσε ο Πεσκόφ, ενώ υπογράμμισε ότι η Μόσχα «δεν μπορεί να δεχθεί κάποιες χώρες να αντιμετωπίζονται σαν να απειλούν την ασφάλεια των ΗΠΑ».

Πάντως, όπως εκτίμησε, «παρ’ όλα αυτά εμπεριέχονται στο κείμενο θετικά σημεία», αναφερόμενος συγκεκριμένα «στην πρόθεση της Ουάσιγκτον να συνεργαστεί με τη Ρωσία στους τομείς που είναι προς το συμφέρον της».

Η «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας», που παρουσίασε ο πρόεδρος Τραμπ, χαρακτηρίζεται από αντικρουόμενα μηνύματα προς την Κίνα και τη Ρωσία, καθώς σημειώνεται: «Είμαστε αντιμέτωποι με αντίπαλες δυνάμεις, τη Ρωσία και την Κίνα, οι οποίες προσπαθούν να αμφισβητήσουν την επιρροή, τις αξίες και τον πλούτο της Αμερικής». Παράλληλα, εξέφρασε την επιθυμία του να χτίσει «μεγάλες συμμαχίες» με τις δύο αυτές χώρες.

Λίγη ώρα πριν από την ομιλία Τραμπ, ο σύμβουλος του επί θεμάτων ασφαλείας, στρατηγός Χέρμπερτ Μακ Μάστερ, στην πρώτη μεγάλη συνέντευξή του στο BBC, είχε κατηγορήσει τη Ρωσία, υποστηρίζοντας ότι διεξάγει μια «εκλεπτυσμένη υπονομευτική καμπάνια» που στρέφεται ενάντια στις ελεύθερες και ανοιχτές κοινωνίες.

Ο σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου είπε ακόμη ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση εναντίον της δημοκρατίας και πως η παρέμβαση της Ρωσίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές μπορεί να εκληφθεί ως απειλή της εθνικής ασφάλειας.

Κατά την άποψη του Αμερικανού στρατηγού, οι προσπάθειες της Ρωσίας αποσκοπούν να προκαλέσουν διχόνοια «ιδιαίτερα στον δημοκρατικό κόσμο, στις ελεύθερες και ανοιχτές κοινωνίες», προσθέτοντας ότι «η Ρωσία χρησιμοποιεί τη διαφάνεια και την ελευθερία των άλλων χωρών, για να τις αποδυναμώσει και να αμφισβητήσει τις αποφάσεις τους».

Ο στρατηγός Μακ Μάστερ εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η Ρωσία έχει εμπλακεί σε μια καμπάνια που επιδιώκει να υποσκάψει την εμπιστοσύνη μας στους δημοκρατικούς θεσμούς, τις δημοκρατικές διαδικασίες και στις εκλογές».

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι οι ενέργειες της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των αμερικανικών προεδρικών εκλογών στρέφονταν και στις δύο πλευρές του πολιτικού αγώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υποστήριξε επίσης ότι «η Ρωσία θα υποστηρίζει και τις αριστερές και τις δεξιές δυνάμεις», καθώς «στόχος της είναι να δημιουργήσει ένταση, ένα δηλητηριώδες περιβάλλον, να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μας σ’ αυτό που εμείς αντιπροσωπεύουμε». Για όλους αυτούς του λόγους είπε ο Μακ Μάστερ, «καθήκον μας είναι αυτή τη στιγμή να αποκαλύψουμε αυτές τις ενέργειες της Ρωσίας».

Απτόητο το Ιράν για τα πυρηνικά

Χθες, ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί δήλωσε ότι ο Αμερικανός ομόλογός του Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.

«Η πυρηνική συμφωνία δεν θα καταρρεύσει. Αυτοί που ελπίζουν ότι ο Τραμπ θα προκαλέσει την κατάρρευσή της κάνουν λάθος», επεσήμανε ο Ροχανί σε ομιλία του που μεταδόθηκε απευθείας από την κρατική τηλεόραση.

Τον Οκτώβριο ο Αμερικανός πρόεδρος αρνήθηκε να επαναβεβαιώσει ότι το Ιράν συμμορφώνεται με τους όρους της συμφωνίας αυτής, που συνήφθη το 2015 μεταξύ της Τεχεράνης και των έξι μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία). Η απόφασή του άνοιξε ένα παράθυρο 60 ημερών, στη διάρκεια του οποίου το Κογκρέσο θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα επαναφέρει τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν.

Το Κογκρέσο άφησε να περάσει η διορία χωρίς να λάβει απόφαση και πλέον ο Αμερικανός πρόεδρος πρέπει να αποφασίσει έως τα μέσα Ιανουαρίου αν θέλει οι ΗΠΑ να συνεχίσουν να μην επιβάλλουν ενεργειακές κυρώσεις στο Ιράν.