ΣΕΤΕ: 35 εκατ. τουρίστες το 2021, υπό… προϋποθέσεις!

Σε αναθεώρηση του στόχου, επί το θετικότερο, για την πορεία του τουρισμού προχώρησε ο πρόεδρός του ΣΕΤΕ Ανδρέας Ανδρεάδης, μιλώντας στο 1ο ετήσιο συνέδριο της Eurobank για τον τουρισμό.

Στόχος για το 2021 είναι πλέον τα 35 εκατ. αφίξεις και τα 20 δισ. ευρώ τουριστικά έσοδα, σύμφωνα με τον υπό αναθεώρηση Οδικό Χάρτη του ΣΕΤΕ στοιχεία του οποίου ανακοίνωσε ο κ. Ανδρεάδης, ο οποίος όπως τόνισε ότι για να συμβεί αυτό χρειάζονται υποστηρικτικά επενδύσεις 2 δις ευρώ το χρόνο. Δεύτερη προϋπόθεση που έθεσε ο κ. Ανδρεάδης είναι η επαναφορά στο προηγούμενο φορολογικό καθεστώς, καθώς οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις είναι εξωντοτικές.

Ο κ. Ανδρεάδης είπε: “Η νέα μελέτη, που θα παρουσιαστεί πολύ σύντομα, βρίσκεται σε σύμπνοια με τα ευρήματα της μελέτης της Eurobank. Πέρα από την απαιτούμενη αναθεώρηση των στόχων και των μεγεθών του ελληνικού τουρισμού, εστιάζει στην περαιτέρω εξειδίκευση των έξι βασικών προϊόντων που διέκρινε η προηγούμενη, ενώ αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει πλέον ο οδικός τουρισμός.

Η μελέτη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι και οι προβλέψεις χτίζονται με λεπτομερή ανάλυση των δεδομένων της διεθνούς ζήτησης για τα προϊόντα του ελληνικού τουρισμού και στη συνέχεια προσδιορίζονται τα σχετικά οφέλη αλλά και οι αναγκαίες επενδύσεις.

Όσον αφορά στα βασικά μεγέθη, επαναπροσδιορίζονται οι στόχοι των συνολικών αφίξεων κατά +30%, (από 26 σε περίπου 35 εκατ.) για το 2021, αύξηση η οποία στοχεύει στην ενίσχυση των συνολικών εσόδων κατά 40% με στόχο τα 20 δισ. Ευρώ και της μέσης καθαρής δαπάνης ανά διανυκτέρευση κατά 5%. Τονίζω ότι η αύξηση των αφίξεων σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα έσοδα που προβλεπόταν στον αρχικό στόχο, έχει να κάνει με την αλλαγή μίγματος, δηλαδή εθνικοτήτων και διάρκειας διαμονής και όχι με την ποιότητα”.

Για την επίτευξη των νέων στόχων το 2021, όπως είπε, θα πρέπει να υλοποιούνται ετήσιες συνολικές επενδύσεις ύψους 2 δισ. Ευρώ, αρχής γενομένης το 2016, με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα κατά 80% και του δημόσιου κατά 20%.

Εκτιμήσεις για το 2016

Ο κ. Ανδρεάδης εξέφρασε τη συγκρατημένη αισιοδοξία του ότι και το 2016 θα κλείσει θετικά για τον ελληνικό. Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ επισήμανε ότι η εφετινή χρονιά είναι χρονιά last minute, με έντονες διακυμάνσεις του ρυθμού των κρατήσεων. Ωστόσο, το διαφαινόμενο κλείσιμο της αξιολόγησης και οι γεωπολιτικές εξελίξεις “στηρίζουν” μια συγκρατημένα αισιόδοξη εκτίμηση.

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ έσπευσε να αποσαφηνίσει ότι η πιθανή θετική κατάληξη της χρονιάς δεν θα είναι ισόρροπη για το σύνολο της χώρας και ότι θα υπάρξουν προορισμοί και επιχειρήσεις με απώλειες. Η δραματική συρρίκνωση του εσωτερικού τουρισμού στα χρόνια της κρίσης (από τα 3,2 δισ. ευρώ το 2008 στο 1,4 δισ. ευρώ το 2014) επηρεάζει ήδη περιοχές και επιχειρήσεις οι οποίες δεν διαθέτουν πύλες εισόδου, κατάλληλες υποδομές, προϊόν και marketing, δεν μπόρεσαν να μετατρέψουν το τουριστικό προϊόν τους σε εξαγώγιμο, σε επαρκή βαθμό, είπε. Σε αυτές τις περιοχές, τόνισε ο κ. Ανδρεάδης, η πολιτεία και ο ΣΕΤΕ έχουν ακόμη να κάνουν πολλά.

Ο κ. Ανδρεάδης στάθηκε ιδιαίτερα στην άνευ προηγουμένου υπερφορολόγηση σε όλο το φάσμα του τουρισμού, οριζόντια, χωρίς διακρίσεις, “με το επιχείρημα – από όλες τις Κυβερνήσεις – ότι είμαστε ο μόνος τομέας που αποδίδει – άρα θα υπερφορολογηθεί”.

Αυτή η πολιτική, όμως, τόνισε, δεν μπορεί να συνεχισθεί, καθώς κρίνεται πλέον η βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, και πρέπει να υπάρξουν άμεσα ενέργειες για να διαφυλαχτεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Πρώτο μέτρο πρέπει να είναι η άμεση επιστροφή των φορολογικών συντελεστών σε ανταγωνιστικά επίπεδα.

Όπως είπε, οι πρόσφατες φορολογικές επιβαρύνσεις του τελευταίου έτους, έχουν επιβαρύνει το «καλάθι του τουρίστα» περισσότερο από 10%, εξανεμίζοντας ουσιαστικά το 50% της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας της χώρας, που επιτεύχθηκε από την αρχή της εφαρμογής των μνημονίων με την επίπονη, κοινωνικά και οικονομικά, εσωτερική υποτίμηση.

Επιπρόσθετα, πέραν των επιβαρύνσεων στο προϊόν και στον πελάτη, πρέπει να σταματήσει και η φόρο-επιδρομή στην επιχείρηση. Εκτός από τις αυξήσεις στους φορολογικούς συντελεστές και στις ασφαλιστικές εισφορές, η κατάργηση της εξαίρεσης από τον συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ στα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα των ξενοδοχείων – δηλαδή στα εργαλεία δουλειάς τους – είναι ένα ολέθριο μέτρο για μεγάλο αριθμό μονάδων.

Ταυτόχρονα, την ώρα που το κράτος σφίγγει ασταμάτητα τη θηλιά στις νόμιμες και συνεπείς επιχειρήσεις της χώρας, δεν κάνει τίποτα για να πατάξει την παραοικονομία, η οποία έχει αρχίσει να λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Δεν γίνεται, τόνισε ο κ. Ανδρεάδης, να έχουν περάσει τουλάχιστον επτά μήνες από την πλήρη απελευθέρωση των αστικών μισθώσεων και ακόμα να μην έχει σχεδιαστεί και εφαρμοστεί ένα πλαίσιο λειτουργίας για αυτού του είδους τις μισθώσεις σε τουρίστες. Σύμφωνα με μελέτες, το κράτος χάνει τουλάχιστον 300 εκατ. Ευρώ από αυτή την αγορά.

Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ επισήμανε ακόμη ότι είναι αναγκαία η εμπροσθοβαρής ενίσχυση των τουριστικών επενδύσεων, καθώς υπάρχουν ώριμα επενδυτικά σχέδια, τονίζοντας ότι η θεώρηση πως ο τουρισμός αποδίδει στην εθνική οικονομία – σε κάθε περίπτωση – και δεν έχει ανάγκη ειδικής στήριξης σε κρατικές ενισχύσεις είναι εσφαλμένη, δεδομένου πως έχει επέλθει κορεσμός στην ποιοτική ξενοδοχειακή υποδομή και οι προβλέψεις για τη δυνατότητα για επιπλέον ζήτηση, όπως δείχνουν σχετικές μελέτες είναι πολύ μεγάλη.

Συνεπώς, η ενίσχυση σημαντικών τουριστικών επενδυτικών πλάνων για την μεγάλης κλίμακας ποιοτική αναβάθμιση υφιστάμενων μονάδων ή τη δημιουργία νέων μπορεί να συμβάλει άμεσα στη δημιουργία νέου ΑΕΠ και τη στήριξη της απασχόλησης.

Ο νέος αναπτυξιακός

Ο κ.Ανδρεάδης ζήτησε επίσης βελτιώσεις στο νέο αναπτυξιακό νόμο, λέγοντας:

“Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, το σχέδιο του οποίου υπεβλήθη με σημαντική καθυστέρηση, χρειάζεται σημαντικές βελτιώσεις. Ορθώς, έχει προσανατολισμό παροχής κινήτρων στη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα, καθώς και σε ειδικές κατηγορίες επιχειρήσεων και επενδυτικών σχεδίων. Θα πρέπει όμως να αξιοποιηθούν πλήρως και οι προβλέψεις και οι δυνατότητες που παρέχονται για κάθε μέγεθος επιλέξιμης επένδυσης, μικρής η μεγάλης. Παράλληλα, ο νόμος πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη απλότητα και σαφήνεια προς τους επενδυτές, με ξεκάθαρες οδηγίες και σαφείς χρονικές προθεσμίες, ενώ προβληματική είναι η ανάγκη έκδοσης άνω των 25 Υπουργικών αποφάσεων για την ουσιαστική έναρξη εφαρμογής του.

Η κυβέρνηση θα πρέπει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες που υπάρχουν και να έρθει σε συμφωνία με την Ε.Ε. σχετικά με την επανακατάταξη των Περιφερειών σε Νέο Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων που θα αντικατοπτρίζει την νέα πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί μετά από 6 χρόνια ύφεσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία μας, στον νέο αυτό χάρτη, όλες οι Περιφέρειες, με εξαίρεση την Αττική, μετατάσσονται σε ‘φτωχότερη’ κατηγορία που επιτρέπει την παροχή μεγαλύτερων κινήτρων σε σχέση με αυτά που ισχύουν σήμερα.

Τα κίνητρα αυτά είναι απαραίτητα για να αντισταθμιστούν τα φορολογικά αντικίνητρα και το υψηλότερο χρηματοοικονομικό κόστος που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες χώρες.

Ταυτόχρονα, με βάση τα νέα δεδομένα, η κυβέρνηση θα πρέπει να διεκδικήσει περισσότερους πόρους για το ΕΣΠΑ και να φροντίσει να κατευθυνθούν στην μακροχρόνια και βιώσιμη αντιμετώπιση της ανεργίας, αλλά και του υπαρκτού προσφυγικού προβλήματος, μέσω δημιουργίας δημόσιων και ιδιωτικών υποδομών που θα επιτρέψουν την αντιμετώπισή τους με ουσιαστικό και παραγωγικό τρόπο. Θα πρέπει δε, να διεκδικήσει τροποποίηση του Κανονισμού 651 ώστε να διευκολυνθούν τα επιχειρηματικά σχέδια μεγαλύτερων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο μιας ενιαίας αναπτυξιακής στρατηγικής για την χώρα.

Παράλληλα, η τροπολογία, σχετικά με την κατάργηση του κεφαλαίου Β του νόμου 4269/14 για την οριοθέτηση χρήσεων γης για μεγάλες επενδύσεις αποτελεί αρνητική εξέλιξη που δημιουργεί μεταξύ άλλων αβεβαιότητα στους ενδιαφερόμενους επενδυτές. Πρόκειται για μια ουσιαστική οπισθοδρόμηση στο επενδυτικό πλαίσιο, που σε συνδυασμό με την ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας του Ειδικού χωροταξικού για τον τουρισμό, δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. Είναι ένα καίριο ζήτημα το οποίο πρέπει άμεσα να λυθεί.

Ταυτόχρονα όμως, θεωρούμε ότι αρχίζουν να δημιουργούνται οι συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν στο τραπεζικό σύστημα να επανεκκινήσει την ομαλή χρηματοδότηση των τουριστικών επιχειρήσεων με όρους αγοράς. Το πλέον αναγκαίο συστατικό για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να κρατηθούν βιώσιμες, να λειτουργήσουν και να αδναπτυχθούν περαιτέρω.

Τα δάνεια

Και το μεγάλο στοίχημα για την επόμενη ημέρα, επισήμανε ο κ.Ανδρεάδης, είναι να βρεθεί η σωστή ισορροπία στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Κατά τη διάρκεια της κρίσης (2009 – 2013), περισσότερες τουριστικές επιχειρήσεις βελτίωσαν την χρηματοοικονομική τους θέση από αυτές που την χειροτέρευσαν, δείχνοντας την ανθεκτικότητα του τομέα.

Το οξύμωρο όμως είναι ότι περίπου το 40% των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων έχουν σοβαρότατα ζητήματα βιωσιμότητας. Κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις, ας μην κρυβόμαστε, δύσκολα μπορούν να σωθούν.Υπάρχει όμως ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων που υπάγονται στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίες μπορούν να επιστρέψουν σε λειτουργική κερδοφορία, εφόσον επιτραπεί στις τράπεζες να αναδιαρθρώσουν με πολύ υψηλότερα ποσοστά τα δάνεια των καθ’ όλα βιώσιμων επιχειρήσεων, με πιθανή είσοδο νέων κεφαλαίων ή στρατηγικών επενδυτών, ώστε να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.

Είναι παράδοξο μια χώρα που έχει ως βασικό της στόχο το «κούρεμα» και την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της -και πολύ ορθά- να αρνείται την ίδια δυνατότητα στις επιχειρήσεις που αποτελούν και τον βασικό κορμό της οικονομίας της, με όρους απολύτως συμβατούς με τα διεθνή χρηματοοικονομικά πρότυπα.