“Κόφτη” στο ύψος του δανείου και όχι στην αξία της πρώτης κατοικίας, συζητούν τώρα για τον ν. Κατσέλη

Με κριτήριο το ύψος του δανείου και δευτερευόντως την αξία του ακινήτου, φαίνεται ότι θα οδεύσει η συμφωνία κυβέρνησης – τραπεζών για το νέο πλαίσιο προστασίας του νόμου Κατσέλη, προκειμένου να συγκλίνουν τα ζητούμενα και των δύο πλευρών.

Τελευταίες πληροφορίες του Capital.gr αναφέρουν ότι ο πήχης των 120.000 ευρώ που έχει συζητηθεί μέχρι σήμερα ως το ανώτατο όριο αντικειμενικής αξίας την οποία θα μπορούσε να καλύψει με τον νέο νόμο η προστασία της πρώτης κατοικίας, “μεταφέρεται” στο ύψος του δανεισμού του δανειολήπτη.

Με την “μεταφορά” αυτή, το πιθανότερο είναι ότι η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας που θα μπορεί να προστατεύεται

με τον νέο νόμο θα μπορέσει να παραμείνει ψηλά, ενδεχομένως και πάνω από τις 200.000 ευρώ.Μεταθέτοντας το βασικό κριτήριο για τη δυνατότητα υπαγωγής στο νέο καθεστώς προστασίας από το ύψος της αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας στο ύψος του δανεισμού του αιτούντος προστασία, φαίνεται ότι θα επιτευχθεί η συμβιβαστική “χρυσή” τομή που αναζητεί η κυβέρνηση για τη διαμόρφωση του νέου νόμου Κατσέλη και να ισορροπήσουν τα εκατέρωθεν ζητούμενα.

Ο προσδιορισμός του “κόφτη” για υπαγωγή δανειοληπτών σε καθεστώς προστασίας στο ύψος του δανεισμού, θα δώσει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να “πουλήσει” προεκλογικά τη διατήρηση της υψηλής προστατευόμενης αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας.

Πριν καταλήξουν, πάντως, οριστικά στην τελική συμφωνία, οι τράπεζες θα πρέπει να μετρήσουν με τα νέα δεδομένα πόσους δανειολήπτες του ν. Κατσέλη πιάνει ο νέος “κόφτης”, να υπολογίσουν το κόστος που θα επέλθει σε επίπεδο προβλέψεων και βεβαίως, να λάβουν την έγκριση από τον SSM για να προχωρήσουν στη συμφωνία.

Πάντως, η “ομπρέλα” του νέου νόμου Κατσέλη δεν φαίνεται ότι θα χωρέσει δάνεια περισσότερα των 10 δισ. ευρώ, σε σχέση με τα σημερινά 16 δισ. ευρώ που βρίσκονται ενταγμένα στον νόμο, καθώς και η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι τα χρήζοντα πραγματικά προστασίας δάνεια κινούνται στην περιοχή των 7 – 9 δισ. ευρώ.