Παραινέσεις Βαρουφάκη πως θα γίνει καλύτερο κόμμα η Νέα Δημοκρατία. Με επιχειρήματα και από τον Δαρβίνο.

Ο Βαρουφάκης «παραδίδει μαθήματα» νεοφιλελευθερισμού στη Νέα Δημοκρατία, με το δικό του ιδιόρρυθμο αλλά και κοσμοσωτήριο τρόπο, αφού καταπόντισε τον ΣΥΡΙΖΑ και την Κυβέρνησή του. Εξηγεί τι θα πρέπει να διορθώσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκειμένου να μετατραπεί σε ένα «αυθεντικά νεοφιλελεύθερο, πατριωτικό, φιλοευρωπαϊκό κόμμα».

Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα ο Γιάνης Βαρουφάκης «κάνει μάθημα» στη Νέα Δημοκρατία για το πώς θα πρέπει να κινείται και τι πολιτικό προφίλ θα πρέπει να ακολουθήσει το επόμενο διάστημα.

Στο «μανιφέστο» του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Συντακτών ο πρώην υπ. Οικονομικών ζητά από τη ΝΔ να μετατραπεί σε ένα «αυθεντικά νεοφιλελεύθερο, πατριωτικό, φιλοευρωπαϊκό κόμμα».

Παρουσιάζει μάλιστα παραδείγματα συμπεριφοράς που θα έπρεπε να είχε επιδείξει η ΝΔ σε στιγμές όπως αυτές μετά την περίφημη συνάντησή του με τον Γερούν Νταϊσελμπλουμ αλλά και για τη στάση της ΕΕ απέναντι στις τράπεζες.

Ο ίδιος εκτιμά, καταλήγοντας, ότι αν δεν υπάρξει αλλαγή στην ηγεσία της ΝΔ, τίποτα από όσα ζητάει δεν θα μπορούσε να συμβεί.

Το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη έχει ως εξής:

Οπως στον αθλητισμό ή στο σκάκι, έτσι και στην πολιτική ένας καλός αντίπαλος σε βελτιώνει. Ως αριστερός, που κατανοεί ότι στον καπιταλισμό η Δεξιά είναι θεσμός, θα ήθελα μια Νέα Δημοκρατία που, με τα επιχειρήματα και τις προτάσεις πολιτικής της, να με φέρνει σε δύσκολη θέση, να με προβληματίζει, να με αναγκάζει να βελτιώσω τις δικές μου θέσεις και προτάσεις.

Για να συμβεί αυτό, η Νέα Δημοκρατία πρέπει να μετεξελιχθεί σ’ ένα αυθεντικά νεοφιλελεύθερο, πατριωτικό, φιλοευρωπαϊκό κόμμα. Μόνο τότε θα βελτιωνόταν η ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης με εμάς τους αριστερούς, μετασχηματίζοντας τις άγονες κόντρες σε δημιουργική σύγκρουση.

Νεοφιλελεύθερη

Η Νέα Δημοκρατία πασχίζει να αυτο-παρουσιάζεται ως θιασώτης της «ελεύθερης» αγοράς, της πεποίθησης ότι ο ιδιωτικός τομέας διαχειρίζεται τους πόρους καλύτερα από το κράτος και πως το κράτος πρέπει να αφοσιώνεται στη δημιουργία και αστυνόμευση των «κανόνων» της αγοράς. Ομως, στον βαθμό που αρνείται να αγκαλιάσει τη χρεοκοπία ως αναπόσπαστο μηχανισμό της αγοραίας διαδικασίας, η Νέα Δημοκρατία δεν πείθει για την ιδεολογική και λογική της συνέπεια.

Οπως ο Δαρβίνος ανέδειξε τον θάνατο και την εξαφάνιση ειδών ως την κινητήρια δύναμη της εξελικτικής διαδικασίας, έτσι και οι αυθεντικοί θιασώτες του «ιδιωτικού» βλέπουν τον ιδιώτη-επιχειρηματία ως τον ηρωικό δρώντα που αντιπαλεύει το φάσμα της χρεοκοπίας. Για κάθε πενήντα επιχειρηματίες που πτωχεύουν, ένας τα καταφέρνει διοχετεύοντας στην υπόλοιπη οικονομία τις ανταγωνιστικές επιχειρηματικές πρακτικές. Μόνο όπλο του η επιχειρηματικότητα και μόνιμος εχθρός το κράτος που δανείζεται υπέρμετρα και, ως αποτέλεσμα, τον φορολογεί υπέρμετρα.

Μια πραγματικά νεοφιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία θα θεωρούσε μέγα υπονομευτή της κοινωνίας της αγοράς μια τράπεζα, μια επιχείρηση, ένα κράτος που χρεοκόπησε αλλά που κρύβει την πτώχευσή του μέσω μη βιώσιμου δανεισμού ο οποίος, αναγκαστικά, επιβαρύνει τους φορολογούμενους, θυσιάζοντας τους εν δυνάμει επιτυχημένους επιχειρηματίες στον βωμό της «διάσωσης» των πτωχευμένων.

Μια πραγματικά νεοφιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία θα ήταν το κόμμα που θα κατακεραύνωνε την αναπαραγωγή του συνεχούς ψέματος ότι, με τα τεράστια δάνεια που χρεώνονται οι φορολογούμενοι, «διασώθηκε» το πτωχευμένο ελληνικό Δημόσιο, «ανακεφαλαιοποιήθηκαν» οι τράπεζες και πως μπορούμε να υπερβούμε τη συνολική πτώχευση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα χωρίς να την παραδεχθούμε – απλά μέσω νέων μνημονιακών δόσεων και νέων περικοπών των δημόσιων δαπανών.

Πατριωτική

Το φιλελεύθερο βρετανικό κατεστημένο σκαρφίστηκε τη χρήσιμη έννοια της «πιστής, πατριωτικής αντιπολίτευσης» (loyal opposition) της ιδέας ότι οι ηττημένοι των εκλογών, η αντιπολίτευση, έχουν υποχρέωση να αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση στα ζητήματα όπου διαφωνούν παραμένοντας, παράλληλα, ακλόνητοι προστάτες της λαϊκής εντολής και των δικαιωμάτων της κυβέρνσηςη, ιδιώς απέναντι σε έξωθεν επιβουλές.

Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 η εθνική απόφαση που κρινόταν σε εκείνες τις κάλπες αφορούσε το κατά πόσον έπρεπε, όπως ισχυριζόταν η Νέα Δημοκρατία, να αποδεχθούμε τις βασικές παραμέτρους του 2ου Μνημονίου, κλείνοντας την αξιολόγηση που η προηγούμενη κυβέρνηση απέτυχε να κλείσει ή να επαναδιαπραγματευτούμε απο μηδενική βάση το όλο «πρόγραμμα» όπως υποστηρίζαμε εμείς. Οι κάλπες αποφάνθηκαν υπέρ της ριζικής επαναδιαπραγμάτευσης που εμείς προτείναμε.

Τρεις ημέρες μετά την ορκομωσία της νέας κυβέρνησης, στις 30 Ιανουαρίου, επιβεβαίωσα στον Γ. Ντάισελμπλουμ τον πρόεδρο του Eurogroup την πρόθεση της κυβέρνησης να ακολουθήσει τη λαϊκή εντολή για επαναδιαπραγμάτευση των βασικών παραμέτρων της δανειακής συμφωνίας με στόχο την αμοιβαίως επωφελή βελτίωσή της. Εκείνος, ως γνωστόν, απείλησε όχι εμένα αλλά τη χώρα με κλείσιμο των τραπεζών αν η νέα κυβέρνηση επέμενε στην επαναδιαπραγμάτευση που το εκλογικό σώμα μάς είχε δώσει εντολή να δρομολογήσουμε.

Ποια ήταν η υποχρέωσή μιας πατριωτικής Νέας Δημοκρατίας εκείνη τη στιγμή; Να πάρει το μέρος του Ολλανδού, ο οποίος αμφισβητούσε το δικαίωμα της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης να ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση μιας συμφωνίας, που ούτε η Νέα Δημοκρατία μπόρεσε να ολοκληρώσει; Όχι βέβαια. Μια πατριωτική Νέα Δημοκρατία θα ανακοίνωνε ευθαρσώς τα εξής:

«Διαφωνούμε με τη νέα κυβέρνηση εντονότατα. Κρίνουμε ότι πρέπει να αποδεχθεί τις βασικές παραμέτρους του 2ου Μνημονίου και να μην επιδιώξει αντιπαράθεση με την Τρόικα, όπως επιχειρηματολογήσαμε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Όμως δεν θα επιτρέψουμε στον πρόεδρο του Eurogroup να απειλεί τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση με κλείσιμο των τραπεζών της χώρας επειδή εκείνη εφαρμόζει τη λαϊκή εντολή που έλαβε».

Μια πατριωτική Νέα Δημοκρατία, που θα άρθρωνε τέτοιο λόγο όχι μόνο θα ενίσχυε διαχρονικά τη δύναμη της χώρας (συμπεριλαμβανομένης και μιας μελλοντικής κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας) αλλά και θα έβλεπε τη δική της δημοφιλία να βελτιώνεται

Φιλοευρωπαϊκή

Όπως πασχίζει να παρουσιάζεται ως νεοφιλελεύθερη, η Νέα Δημοκρατία διαρρηγνύει τα ιμάτιά της ότι είναι κατ’ εξοχήν φιλοευρωπαϊκό κόμμα. Όμως στην πράξη πέφτει σε αντιφάσεις που καταδεικνύουν έναν όψιμο φιλοευρωπαϊσμό. Παράδειγμα είναι η θέση της για τις τράπεζες.

Όποιος πιστεύει ακράδαντα στην ευρωζώνη και θέλει πάση θυσία να τη θωρακίσει ώστε η Ελλάδα να είναι μόνιμα μέλος της, δεν μπορεί παράλληλα να υποστηρίζει τη διατήρηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (ή ιταλικού, γαλλικού, γερμανικού κλπ. τραπεζικού συστήματος). Μια νομισματική ένωση, για να μπορεί να επιβιώσει, απαιτεί αυθεντική τραπεζική ενοποίηση, όπως π.χ. εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών όπου είναι αστείο το να αναφέρεται κάποιος σε καλιφορνέζικο ή τεξανικό τραπεζικό σύστημα.

Όταν προ καιρού ανέπτυξα αυτό το απλό σκεπτικό, λέγοντας ότι για να επιβιώσει η ευρωζώνη, με την Ελλάδα μόνιμο μέλος της, ο αφελληνισμός των τραπεζών, η διεθνοποίησή τους είναι εκ των ων ουκ άνευ, η Νέα Δημοκρατία αντί να συμφωνήσει πήρε το εθνικιστικό, αντιευρωπαϊκό της τουφέκι και άρχισε να πυροβολεί.

Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία, φαντάζει ανίκανη να καταλάβει πως όπως ένας πραγματικός πατριώτης ασκεί έντονη κριτική στην κυβέρνηση του όταν εκείνει σφάλλει, έτσι κι ένας πραγματικά ευρωπαϊστής ασκεί κριτική στην ΕΕ όταν εκείνη κάνει τη μια ανοησία μετά την άλλη – όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Ο τόπος χρειάζεται μια Νέα Δημοκρατία ικανή να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ του φιλοευρωπαϊσμού και του ευρω-ραγιαδισμού.

Αν η Νέα Δημοκρατία κατάφερνε να μετασχηματιστεί σε νεοφιλελεύθερο, πατριωτικό, φιλοευρωπαϊκό κόμμα διαλόγου θα ενισχυόταν εντυπωσιακά η διεθνής θέση της Ελλάδας και επιτέλους θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε για θέματα ουσίας όπως π.χ. η βέλτιστη διαχείριση της χρεοκοπίας κράτους, ιδιωτών και ασφαλιστικών ταμείων, ο ρόλος του νομοθέτη στις συμβάσεις ερογοδοτών-εργαζομένων, η χρηματοδότηση αναπτυξιακών επενδύσεων και βέβαια το μέλλον της Ελλάδας σε μια αποδομούμενη Ευρώπη. Δυστυχώς υπό τη σημερινή της ηγεσία ένας τέτοιος μετασχηματισμός της Νέας Δημοκρατίας δεν φαίνεται εφικτός “καταλήγει ο πρώην Υπουργός με προδιαγραφές που δεν ακολουθεί για τον ίδιο του τον εαυτό και για το κόμμα που θέλει να δημιουργήσει”.