Μια γιορτινή μέρα και μια καραμέλα

Στα χρόνια της ευφορίας, τότε που ήμασταν φτωχοί και θα γινόμασταν πλούσιοι, στη χώρα του Ποτέ-Ποτέ, που την πλάσαραν για χώρα του Πάντα-Πάντα, βρέθηκε μόνη χριστουγεννιάτικα. Δουλειά, δύο μέρες οι αργίες, οι άλλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους, αυτή με τον υποτυπώδη μισθό δεν μπορούσε. Στην ισχυρή Ελλάδα, τότε που ήμασταν φτωχοί και θα γινόμασταν πλούσιοι.

Νέα ήταν και τα νιάτα ήταν ο πλούτος της. Θα ‘ρθουν κι άλλα Χριστούγεννα. Φέτος, την ξέχασαν. Τα ξέχασε κι αυτή. Μαγείρεψε, ντύθηκε ζεστά και βγήκε αχάραγα να περπατήσει. Είναι ωραία η Αθήνα και ήσυχη ανήμερα. Άδειοι δρόμοι, θολά τζάμια, λαμπιόνια, καλλωπισμοί, των εορτών οι θεσμοί. Από τα μεγάφωνα μιας εκκλησίας το πανηγυρικό εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών». Μυρωδιά βουτύρου από το φούρνο. Τρυπώνει η νοσταλγία, ένα παιδί στη γωνία.

Κόκκινα μάγουλα, σκανδαλιάρικη φάτσα. «Χρόνια πολλά», της λέει ο μικρός όλο χαρά. Εκείνη τη σανίδα που κρατάει πολύ και κρατάει πολλούς. Πουλάει χαρτομάντιλα. Μηχανικά, βγάζει του δίνει ψιλά, και τον προσπερνά. Την προλαβαίνει, μια καραμέλα της δίνει. «Καλά Χριστούγεννα». Και το εννοούσε.

Χαμογελά. Τι περίεργος που ‘ναι ο κόσμος. Σε βρίσκει η γιορτή, δεν τη βρίσκεις. Μουσαφίρης, που προσκλήσεις δε λογαριάζει και ενίοτε ξαφνιάζει.

Περπατά και χαμογελά. Η καραμέλα είναι το δώρο της. Νιώθει ζεστασιά ξανά.

Έχει προχωρήσει αρκετά, μα κάτι τη βασανίζει. Γυρίζει πίσω να βρει τον μικρό. Να του αντιγυρίσει το δώρο με σπιτικό φαγητό. Αυτό. Δέντρο δεν έχει και στολίδια και γλυκά και μπιχλιμπίδια, μα κάτι έμεινε από το πνεύμα το εορταστικό.

Ψάχνει. Πουθενά. Ο μικρός χάθηκε, μα τα Χριστούγεννα επέστρεψαν. Αυτά τα Χριστούγεννα ανάβει από τότε. Με λίγα ή με πολλά, μελαγχολικά ή εκρηκτικά, παράξενα ή συμφιλιωτικά, με απώλειες και ματαιώσεις, με προσδοκίες και χρεοκοπίες. Αλλά μέσα στον κόσμο. Με τον άλλο. Γιορτή γεννάται, το «μαζί» πλανάται.