Μάτι: Κριτική για λάθη και παραλείψεις

Στην έλλειψη έγκαιρης προειδοποίησης και σχεδίου εκκένωσης, ώστε να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι και οι επισκέπτες τις περιοχές που επλήγησαν από την πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, καθώς και στο γεγονός πως η φωτιά δεν αντιμετωπίστηκε προτού επεκταθεί, εστιάζεται -μεταξύ άλλων- η κριτική για τα επιχειρησιακά λάθη που οδήγησαν στην τραγωδία με περισσότερους από 90 νεκρούς.

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΟΔΔΥ) σε ανακοίνωσή της έκανε λόγο για επιχειρησιακές ευθύνες, υπογραμμίζοντας ότι η μάχη χάθηκε στην Πεντέλη πριν καν η πυρκαγιά φτάσει στον Νέο Βουτζά.

Όσον αφορά στην απόδοση ευθυνών, η Ομοσπονδία σχολίασε πως τον λόγο έχει η Δικαιοσύνη, αλλά συμπλήρωσε: «Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε τις επιχειρησιακές ευθύνες, που κι αυτές υπάρχουν (και θα αποδοθούν πιστεύουμε) μιας και κατά την άποψή μας (που πηγάζουν από χρόνια εμπειρίας στα μέτωπα των πυρκαγιών) θεωρούμε ότι η επιχειρησιακή μάχη χάθηκε στην Πεντέλη και πριν αυτή φτάσει στον Ν. Βουτζά».

Την εκτίμηση ότι υπήρχε χρόνος για την εκκένωση των περιοχών που επλήγησαν από την πυρκαγιά, εξέφρασε εξάλλου ο Επόπτης του Κέντρου Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, Χρήστος Ζερεφός, σημειώνοντας πως ήταν προφανές ότι η φωτιά θα περάσει τη Λεωφόρο Μαραθώνος.

Μιλώντας στο τηλεοπτικό σταθμό ANT1 για τις συνθήκες υπό τις οποίες εξελίχθηκαν οι πυρκαγιές σε τραγωδία, ο κ. Ζερεφός έκανε λόγο για ακραίο φαινόμενο. «Αυτό που ξέρω είναι ότι από πλευράς δασικής πυρκαγιάς εγώ θα το τοποθετούσα ως το δεύτερο πιο ακραίο φαινόμενο πυρκαγιάς μετά της Ηλεία. Εκεί οι άνεμοι ήταν περίπου 150 χιλιόμετρα, εδώ ήταν περίπου 100 χιλιόμετρα» είπε.

Ωστόσο, σημείωσε πως «ήταν προφανές πως μπορούσε να περάσει τη Μαραθώνος», εξηγώντας ότι υπό αυτές τις συνθήκες ο κόσμος θα έπρεπε να φύγει από το Μάτι, όπως έφυγαν τα παιδιά από τις κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα.

Στην έλλειψη έγκαιρης προειδοποίησης αναφέρεται επίσης -μεταξύ άλλων προκαταρκτικών συμπερασμάτων- το Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος και το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων» του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε σε ειδικό δίγλωσσο τεύχος που συνέταξε σε συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.

Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, «με βάση μαρτυρίες που αναλύονται συστηματικά, προκύπτει ότι ο πληθυσμός που βρισκόταν κοντά στην παραλία, τουλάχιστον σε ορισμένες θέσεις, έλαβε πληροφόρηση για το γεγονός ότι η πυρκαγιά προσεγγίζει την ακτή, όχι με τη μορφή έγκαιρης προειδοποίησης από κάποιο φορέα, αλλά από άτομα που εκκένωναν το δυτικότερο κομμάτι του οικισμού Μάτι. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο πληθυσμός είχε στη διάθεσή του σχεδόν μηδενικό χρόνο μεταξύ συνειδητοποίησης του κινδύνου και απόφασης αντίδρασης».

Τα πρώτα συμπεράσματα που προκύπτουν με βάση μαρτυρίες που αναλύονται ακόμα δείχνουν σύμφωνα με τους ερευνητές του ΕΚΠΑ ότι η προσπάθεια διαφυγής από τον οικισμό ήταν άτακτη, δεν συνιστούσε οργανωμένη απομάκρυνση πολιτών, προκάλεσε κυκλοφοριακή συμφόρηση, λόγω και της μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού και του πανικού που επικράτησε. Εκτός από τους κατοίκους, υπήρχαν και επισκέπτες/τουρίστες, σημαντικό ποσοστό των οποίων δεν γνώριζαν καλά τη γεωγραφία της περιοχής. Παράλληλα, σημαντική κατά το Τμήμα Γεωλογίας του ΕΚΠΑ εκτιμάται ότι είναι η ιδιαίτερη πολεοδομική διάταξη του οικισμού, η οποία ενήργησε ως «παγίδα» για τον πληθυσμό που προσπάθησε να διαφύγει από το Μάτι.

Εξάλλου, ερωτηματικά διατυπώνονται και για την εκτροπή της κυκλοφορίας από τη Λεωφόρο Μαραθώνος, που οδήγησε πολλούς οδηγούς μέσα στο Μάτι.

Υπενθυμίζεται πως στην περιοχή έπνεαν ισχυροί δυτικοί άνεμοι κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς, όπως περιγράφεται σε βίντεο. Το Αστεροσκοπείο σημειώνει ότι η τραγωδία στο Μάτι είναι η δεύτερη πιο φονική φυσική καταστροφή στην Ελλάδα, μετά τον καύσωνα του Ιουλίου του 1987.

Την ίδια στιγμή, αμείωτη συνεχίζεται η αντιπαράθεση κυβέρνησης – αντιπολίτευσης με αντικείμενο την έλλειψη συντονισμού, τους ανεπαρκείς χειρισμούς και τις παθογένειες του παρελθόντος.

Στο μεταξύ, οι έρευνες των σωστικών συνεργείων συνεχίζονται για ένατη ημέρα, με τις αρχές να εστιάζουν κυρίως στη θάλασσα και δη στη θαλάσσια περιοχή της Ραφήνας, της Εύβοιας και της Μακρονήσου.