“Η μεταποίηση πρέπει να μπει σε πρώτη προτεραιότητα”

Εφικτό χαρακτήρισε τον στόχο, ο κλάδος της μεταποίησης να προσφέρει στο ΑΕΠ της χώρας το 12% μέχρι το 2020, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), Αθανάσιος Σαββάκης και ταυτόχρονα προειδοποίησε για τον κίνδυνο βιωσιμότητας των βιομηχανιών, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που πραγματοποιεί ο Σύνδεσμος στην περιοχή, παρατηρούνται μεγάλα ποσοστά αποβιομηχάνισης με «λουκέτα» σε επιχειρήσεις τα τελευταία 15 χρόνια.

Στον χαιρετισμό που απηύθυνε, ανοίγοντας τις εργασίες της 2ης Συνόδου της Θεσσαλονίκης με θέμα «Ισχυρή και Ανταγωνιστική βιομηχανία ως προϋπόθεση για ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο» σήμερα και αύριο στο συνεδριακό κέντρο «Ι. Βελλίδης», ο κ. Σαββάκης παρουσίασε τα πρώτα στοιχεία από την καταγραφή του ΣΒΒΕ σε πόλεις της βόρειας Ελλάδας (καταγραφή που είναι ακόμη σε εξέλιξη) σχετικά με την κατάσταση των μεταποιητικών επιχειρήσεων (ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης) από το 2000 και μετά. Ειδικότερα, στην περιοχή του Έβρου το ποσοστό των «λουκέτων» στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι 63%, στη Ροδόπη 34%, στο Κιλκίς 50%, στα Γιάννενα 22%, στην Καστοριά 21%, ενώ στη βιομηχανική περιοχή Σίνδου Θεσσαλονίκης, λειτουργούν 70% των επιχειρήσεων σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.

«Η βιομηχανική πολιτική δεν μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει με τα προγράμματα συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Μπορούμε να καταφέρουμε να κάνουμε τον τομέα της μεταποίησης να συνεισφέρει στο ΑΕΠ από το 8,9% στο 12% μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια και η μεταποίηση πρέπει να μπει σε πρώτη προτεραιότητα» είπε ο κ. Σαββάκης και πρόσθεσε ότι ένας ακόμη στόχος θα πρέπει να αφορά την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι επενδυτικές ευκαιρίες και η επιχειρηματική καινοτομία θα οδηγήσουν στην επιτάχυνση της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας, θα ενισχύσουν την αγορά εργασίας, την ανάπτυξη συνεργασιών, ενώ απηύθυνε έκκληση για συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας με στόχο την παραγωγική ανασυγκρότηση.

Ο Γ. Κατούγκαλος

Κρίσιμο και ανοιχτό στοίχημα για την επιστροφή στην ανάπτυξη είναι οι εξελίξεις στην Ευρώπη, όπου διαμορφώνονται δύο κυρίαρχες τάσεις γύρω από τον τρόπο οικονομικής διακυβέρνησης, αυτή της γερμανικής εμμονής σε ένα αυστηρό οικονομικό σύστημα και από την άλλη της γαλλικής ιδεολογίας για ένα πιο δημοκρατικό μοντέλο, που υποστηρίζει και η ελληνική κυβέρνηση. Αυτό δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, μιλώντας στην 2η Σύνοδο της Θεσσαλονίκης και πρόσθεσε οτι αυτές επηρεάζουν την περιοχή, επισημαίνοντας πως το υπουργείο Εξωτερικών, θέλοντας να αξιοποιήσει το πλεονέκτημα της σταθερότητας και της στρατηγικής θέσης της χώρας μας, ανέπτυξε πολυμερή διπλωματία σε πολλά επίπεδα, τόσο για την ειρήνη στην ανατολική Μεσόγειο, όσο και για τη διαμόρφωση κοινών θέσεων στα Βαλκάνια.

Διαπίστωσε, ωστόσο, ότι το κρίσιμο στοίχημα που έχει να κάνει με την επιστροφή στην ανάπτυξη βρίσκεται στην Ευρώπη, εάν δηλαδή θα επικρατήσει η γερμανική ή η γαλλική άποψη που θα καθορίσουν το μέλλον της οικονομικής πολιτικής. Όπως εξήγησε, η άποψη που διαμορφώνεται γύρω από το πρόσωπο του Γάλλου Προέδρου, ότι δεν νοείται οικονομική διακυβέρνηση χωρίς δημοκρατία και ότι δεν χρειάζεται ένα άτυπο όργανο όπως το Eurogroup για να παίρνει τις αποφάσεις, αλλά ένα υπουργείο Οικονομικών της Ευρωζώνης, ταιριάζει με τις θέσεις της κυβέρνησης. «Μαζί με ένα υπουργείο Οικονομικών της ΕΕ θα έλεγα ότι χρειάζεται και ένα υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Προστασίας στην Ευρωζώνη» ανέφερε ο κ. Κατρούγκαλος και κατέληξε: «Οι λαοί δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως πρώτα, άρα ούτε οι ελίτ μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν. Αυτό είναι το ανοιχτό στοίχημα. Χρειάζεται δίκαιη ανάπτυξη για να βλέπουν και οι λαοί θετικά τη ζωή και την καθημερινότητά τους».

Ο Γ. Κουμουτσάκος

Στο ίδιο πάνελ ομιλητών βρέθηκε και ο τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, Γιώργος Κουμουτσάκος, ο οποίος υπογράμμισε ότι η Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει τον πομπό σταθερότητας στην περιοχή και να καλύψει το κενό της κυρίαρχης παρουσίας, δίνοντας έμφαση τις δικές της θέσεις για το πού πρέπει να πάει η Ευρώπη.

Συγκεκριμένα, σημείωσε πως η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει το γεγονός ότι βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο και να απαντήσει σε όλες τις προκλήσεις της περιοχής (ενέργεια, προσφυγικό κ.λπ.), διεκδικώντας ξεκάθαρα και ενεργά πώς πρέπει να κινηθεί η Ευρώπη σε θέματα όπως η σύσταση ευρωπαϊκής μυστικής υπηρεσίας, η σύσταση υπουργείου Οικονομικών της ΕΕ, η διεύρυνση στα Βαλκάνια, η συνδιαμόρφωση των νέων σχέσεων της ΕΕ με την Τουρκία, η αξιοποίηση του δυτικού συστήματος ασφάλειας και άμυνας. Έκρινε, εξάλλου, σημαντικό να καταστεί η Ελλάδα διεθνής πύλη logistics στην περιοχή, μέσα από ένα δίκτυο συνδυασμένων μεταφορών προς την Ευρώπη.

Τις εργασίες της συνόδου χαιρέτισαν, μεταξύ άλλων, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, οι οποίοι τόνισαν την ανάγκη μετάβασης από την περιφερειακή και μητροπολιτική διοίκηση στη διακυβέρνηση, που θα δώσει αποφασιστικές αρμοδιότητες στις τοπικές αυτοδιοικήσεις και θα σταματήσει τον θεσμικό εναγκαλισμό τους, προς όφελος των πολιτών και της τοπικής ανάπτυξης.

Ο Χ. Σταικούρας

Οικονομικά μη αποδοτική και κοινωνικά άδικη είναι η οικονομική πολιτική, με έμφαση στη φορολογία, που ακολουθείται τα τελευταία 2,5 χρόνια από την ελληνική κυβέρνηση, όπως υποστήριξε σήμερα, από το βήμα του Thessaloniki Summit, ο τομεάρχης Οικονομικών της ΝΔ, Χρήστος Σταϊκούρας.

Επισήμανε ότι τα πολύ υψηλά πλεονάσματα είναι ανέφικτα για μακρές χρονικές περιόδους, ιδίως σε χώρες που βίωσαν βαθιά και παρατεταμένη ύφεση και έχουν υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, κι αυτό οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας θα έπρεπε να το γνωρίζουν. Επιπλέον τόνισε πως «δημοσιονομική προσαρμογή που βασίζεται σε αύξηση φορολογίας δεν οδηγεί σε διατηρήσιμα αποτελέσματα» και προσέθεσε ότι ρεαλιστικές τεχνικές και ισοδύναμες λύσεις υπάρχουν.

Αναφερόμενος στο πρόβλημα βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, ο κ. Σταϊκούρας επισήμανε ότι «παραμένει κρίσιμης σημασίας για την οικονομία και την πορεία της χώρας, παρά την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2013 και τη βελτίωση του “προφίλ” του από το 2012. Αποδεικνύεται έτσι ότι η δημοσιονομική ισορροπία και οι παρεμβάσεις ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους συνιστούν μεν αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της βιωσιμότητάς του, δεν αποτελούν, όμως από μόνα τους, και ικανή συνθήκη. Και αυτό γιατί, συγχρόνως, απαιτείται η επίτευξη και διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης».

Επικαλέστηκε συγκρίσιμες μελέτες βιωσιμότητας του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες ο εκτιμώμενος μεσομακροπρόθεσμος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συρρικνώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικό είναι, όπως είπε, ότι τον Ιούνιο του 2014 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ προβλεπόταν στο 1,9% για το 2022 για να πέσει στο 1% τον Φεβρουάριο του 2017 κι αυτή η σημαντικά αναθεωρημένη προς τα κάτω εκτίμηση επεκτείνεται σε πολλά μεταγενέστερα χρόνια.

Κατά τον τομεάρχη Οικονομικών της ΝΔ, ζητούμενο σήμερα είναι η φυγή προς τα εμπρός, πάνω στους άξονες του ρεαλιστικού σχεδίου, που κατέθεσε προ ημερών ο πρόεδρος της ΝΔ στην 82η ΔΕΘ, με στόχο την επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με ποιοτικές διαστάσεις.

«Προτείνουμε», προσέθεσε, «δέσμευση για υλοποίηση μεταρρυθμίσεων εντός και εκτός προγράμματος και μετά το 2018, ενός σχεδίου που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας», με έμφαση στην ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας, στον τουρισμό, τον πρωτογενή τομέα και την επένδυση σε νέες πηγές ανάπτυξης.

Π. Τσακλόγλου: Τα δύο βασικά επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης δεν τυγχάνουν αποδοχής

Την εκτίμηση ότι δεν τυγχάνουν διεθνούς αποδοχής τα δύο βασικά επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης διεθνώς, δηλαδή ότι ο ελληνικός λαός έχει υποφέρει πολύ και ότι ουδείς μπορεί να διατηρήσει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, διατύπωσε από την πλευρά του ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνος Τσακλόγλου.

Όπως υποστήριξε, το πρώτο επιχείρημα δεν πείθει όταν στο ίδιο τραπέζι κάθονται Ιρλανδοί, Εσθονοί και Βέλγοι, που επίσης έχουν αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις μεγάλων οικονομικών κρίσεων και έκαναν τις αναγκαίες προσαρμογές. Το δε δεύτερο δεν “περνάει” και μάλιστα “προκαλεί θυμηδία”, γιατί υπήρξαν οικονομίες που κατάφεραν να διατηρήσουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια. Ενδεικτικά ανέφερε το παράδειγμα του Βελγίου, που όπως είπε, με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ κατάφερε να διατηρήσει υψηλά πλεονάσματα για 28 χρόνια και μέχρι το 2008, με μέσο πλεόνασμα 3,8%, αλλά και της Φιλανδίας. Υπενθύμισε δε ότι σε χώρες όπως το Βέλγιο το χρέος το διακατείχαν κυρίως οι τράπεζες, κάτι που σημαίνει πως ό,τι πλεόναζε διατίθετο στην οικονομία για την ανάπτυξη, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας, που το χρέος το κατέχει κυρίως ο δημόσιος τομέας, οτιδήποτε προκύπτει σε πρωτογενές πλεόνασμα μεταφέρεται στο εξωτερικό, με ό,τι αυτό σημαίνει για την οικονομία.

Ο πρώην υπουργός Οικονομίας Νίκος Χριστοδουλάκης

Τη θέση του ότι στην Ελλάδα απαιτούνται επενδύσεις ύψους 115-120 δισ. ευρώ, προκειμένου η χώρα να βρεθεί στην προ οικονομικής κρίσης εποχή, αλλά και την διαπίστωσή του ότι η χώρα μας «βιώνει μια βίαιη αποεπένδυση -σήμερα στο -8% με -10%-, με την παραγωγική βάση να ρημάζει» διατύπωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Νίκος Χριστοδουλάκης, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο πανεπιστήμιο Αθηνών. «Είναι εθνική ανάγκη οι επενδύσεις στην Ελλάδα» είπε χαρακτηριστικά.

Μιλώντας από το βήμα του διήμερου Thessaloniki Summit 2017 που διοργανώνει στην Θεσσαλονίκη ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Β. Ελλάδας (ΣΒΒΕ), ο κ. Χριστοδουλάκης υπογράμμισε ότι η επενδυτική δυστοπία βυθίζει τη χώρα και επισήμανε ότι ο φόβος των επενδυτών δεν είναι τόσο οι σκόπελοι της φορολογίας και της γραφειοκρατίας, όσο «η αναπάντεχη τρικλοποδιά του Δημοσίου».

Ανέφερε ότι τραπεζικά ιδρύματα και κυβέρνηση συντηρούν το «λόμπι των ζόμπι» που ανήκουν, κυρίως στον χώρο των επιχειρήσεων και κρατούν δέσμια τη χώρα και το μέλλον της. Όπως διευκρίνισε, «τα ζόμπι αυτά» ενώ έχουν βγάλει τα χρήματά τους στο εξωτερικό, «το παίζουν αναξιοπαθούντες» και ζητούν συνεχώς ρυθμίσεις στα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους, λεηλατώντας και τους ελάχιστους εναπομείνοντες πόρους της χώρας μας».

Επίσης ανέφερε, ότι κάθε χρόνο αποξηλώνεται παραγωγικό κεφάλαιο, ύψους 15 δισ. ευρώ και σημείωσε ότι για να ανατραπεί αυτή η πορεία θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα, όπως, μεταξύ άλλων, η θεσμοθέτηση της εκ των προτέρων ολικής και οριστικής έγκρισης των επενδύσεων, η υιοθέτηση της βιομηχανικής πολιτικής που προ διετίας διαμόρφωσε η ΕΕ και η προώθηση των επενδύσεων «με το κλειδί στο χέρι».

Παράλληλα, τάχθηκε υπέρ της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου στη χώρα, λέγοντας ότι «πλέον η συγκεκριμένη ιδέα έχει ωριμάσει».

Όμως, κατά τον κ. Χριστοδουλάκη, αυτό που αποτελεί μείζονος σημασίας είναι να μειωθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% «που απερίσκεπτα δέχθηκε η Ελλάδα» στο επίπεδο του 1,5%. «Αυτά τα υψηλά πλεονάσματα που συμφώνησε η κυβέρνηση είναι πολύ υψηλά και δεν τα βλέπουμε πουθενά αλλού» υπογράμμισε.

Στο πλαίσιο αυτό, πρότεινε η κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με τους δανειστές την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, με αντάλλαγμα την ανάληψη αυξημένων επενδύσεων σε υποδομές.

Ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της ΕλλάδαςΓιώργος Προβόπουλος

Σε συνέχεια των όσων ανέφερε ο κ. Χριστοδουλάκης, ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (2008-2014), νυν επικεφαλής στην PostBnak Βουλγαρίας, Γιώργος Προβόπουλος, αναφερόμενος στην έξοδο τεράστιων κεφαλαίων εκτός χώρας, αλλά και στα «κόκκινα» δάνεια, είπε χαρακτηριστικά: «Οι τράπεζες γνωρίζουν τα περισσότερα από αυτά τα ζόμπι και θα πρέπει να τα αποκαλύψουν».

Μιλώντας από το βήμα του συνεδρίου, ο κ. Προβόπουλος αναφέρθηκε στον υποτριπλασιασμό των επενδύσεων, που το 2007 ήταν στο 24% του ΑΕΠ, ήτοι 61 δισ. ευρώ και το 2016 υποχώρησε στο 12% του ΑΕΠ, ήτοι 20 δισ. ευρώ κα ανέφερε ότι την περίοδο 2011-2016 έγινε απομείωση κεφαλαίου 65-70 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ότι οι προοπτικές δεν προοιωνίζονται θετικές. Όπως εξήγησε, η μείωση του παραγωγικού εργατικού δυναμικού στη χώρα, που το 2015 ήταν στο 64%, θα φτάσει το 2060 στο 54%.

Αναφερόμενος δε στις μεταρρυθμίσεις, είπε ότι πολλές από αυτές που έγιναν δεν είναι «καθαρές» και σημείωσε ότι «η έννοια των μεταρρυθμίσεων έχει ταυτιστεί με μειώσεις και επομένως τρομοκρατεί τους πολίτες, ενώ θα έπρεπε η προαναγγελία και υλοποίησή τους να παραπέμπει σε κάτι θετικό».

Σημείωσε επίσης, ότι πολλές μεταρρυθμίσεις ψηφίζονται, αλλά δεν υλοποιούνται πλήρως, ενώ για την απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων, επεσήμανε ότι γίνονται πολλά πισωγυρίσματα, όπως επιχειρείται να γίνει με τον κλάδο των ταξί.

Κατά τον ίδιο, για την επανεκκίνηση της οικονομίας την τρέχουσα περίοδο που το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει προβλήματα με τα «κόκκινα» δάνεια και το αρνητικό ποσοστό αποταμιεύσεων που είναι στο 15%, θα πρέπει οι επενδύσεις να σκαρφαλώσουν στο 20% του ΑΕΠ «ή και καλύτερα στο 25%».

Αναφερόμενος στις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, ο ίδιος υποστήριξε ότι η αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα έπρεπε να έχει συνοδευτεί από την αναδιάταξη όλου του επιχειρηματικού χάρτη, ενώ χαρακτήρισε «άγαρμπη» την προσπάθεια του ΔΝΤ για τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, λέγοντας: «Δεν ξέρω αν τελικά την αποφύγαμε ή προσωρινά την αποφύγαμε».

Ο καθηγητής Δημήτρης Τσομώκος

Στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, ώστε αυτό να ρυθμιστεί σε ποσοστό κάτω του 90% του ΑΕΠ, στη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων με κοινωνικοποιημένο τρόπο, στην ελαχιστοποίηση της δημόσιας σπατάλης, στη μείωση των φόρων και του ΕΝΦΙΑ και στην επανασταθεροποίηση των οικονομικών προσδοκιών, βρίσκονται οι απαντήσεις για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και την τροχιά της σε πορεία ανάπτυξης, όπως επισήμανε ο Prof. Financial Economics & Fellow in Management στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Δημήτρης Τσομώκος.

Κατά την ομιλία του από το βήμα του συνεδρίου, επισήμανε ότι τα τρία πρώτα προγράμματα διάσωσης απέτυχαν «οικτρά, αφού ήταν σχεδιασμένα εκ κατασκευής να αποτύχουν» και ανέφερε ότι η χώρα «μπορεί να έχασε 80 δισ. ευρώ, αλλά κυρίως απώλεσε την αξιοπιστία της».

Επίσης, χαρακτήρισε «ασαφή» τα αποτελέσματα του πακέτου στήριξης το 2015 και σημείωσε: «Αυτό είναι και το ανησυχητικό. Ότι μετά από οκτώ χρόνια δεν φαίνεται φως στο τούνελ».

Ο καθηγητής Γιώργος Πρεβελάκης
Στο επίκεντρο ενός νέου γεωστρατηγικού άξονα Ευρώπης και Ανατολής, λόγω της ανάπτυξης του δρόμου του μεταξιού από την Κίνα, βρίσκεται η Ελλάδα, γεγονός που ανοίγει νέους δρόμους και ευκαιρίες για επενδύσεις, κυρίως στον κάθετο άξονα προς το Βελιγράδι και τον Δούναβη, κάτι που θα παίξει καθοριστικό ρόλο τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, οι ευκαιρίες αυτές εξαρτώνται από τον δυναμισμό που θα δείξει η “ελίτ” της Bόρειας Ελλάδας, μαζί με άλλους παράγοντες, όπως οι συνεργασίες με τις γειτονικές χώρες και η ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση, επισήμανε ο καθηγητής γεωπολιτικής στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης, Γιώργος Πρεβελάκης, μιλώντας στη 2η Σύνοδο Θεσσαλονίκης για τις νέες στρατηγικές προκλήσεις στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.

Οι δρόμοι του μεταξιού είναι ένα τεράστιο επενδυτικό σχέδιο της Κίνας και η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη βρίσκονται σε ένα κομβικό σημείο. Για να αξιοποιηθεί αυτή η θέση χρειάζεται επένδυση, όπως για παράδειγμα η αξιοποίηση του κάθετου άξονα Μοράβα- Αξιού, είπε ο καθηγητής, επισείοντας την προσοχή στους αρνητικούς παράγοντες που μπορεί να αναστείλουν τις δυνατότητες να παίξει η περιοχή της Βόρειας Ελλάδας πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι ο ανταγωνισμός από το Ρότερνταμ, η περιφερειακή αστάθεια, οι αντιθέσεις της Τουρκίας (καθώς παρακάμπτονται τα συμφέροντά της), αλλά και η αθηναϊκές επιφυλάξεις (λόγω γεωπολιτικών τραυμάτων του παρελθόντος).

Ο κ. Πρεβελάκης, χαρακτήρισε αρνητικό ένα σενάριο ανάπτυξης του κινεζικού διαδρόμου χωρίς παράλληλη ανάπτυξη βιομηχανίας, απλά και μόνο με προσοδοθηρικούς σκοπούς, καθώς όπως είπε, αυτό θα αλλοίωνε το πολιτικό σκηνικό στην περιοχή. Αντίθετα, θετικό θα ήταν το σενάριο βιομηχανικής ανάπτυξης στην περιοχή του κάθετου άξονα, και της προσέγγισης των βαλκανικών χωρών.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το στοίχημα για την επιτυχή έκβαση του καλύτερου δυνατού σεναρίου προς όφελος της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας είναι ο δυναμισμός που θα δείξουν οι ελίτ της περιοχής, οι συνεργασίες που θα αναπτύξει η χώρα, οι διαπραγματεύσεις της Ευρώπης και η υποστήριξη των ΗΠΑ (για να υπάρξει ισορροπία από την ρωσική διείσδυση).

Η Άννα Διαμαντοπούλου

Την εκτίμηση ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα, που περιβάλλεται από κράτη με τόσο χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, δεν είναι δυνατόν να παραμείνει ανταγωνιστική και να κρατήσει τον επιχειρηματικό της πληθυσμό εντός των συνόρων, διατύπωσε από το βήμα του Thessaloniki Summit η πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση, Άννα Διαμαντοπούλου. Περιέγραψε το φαινόμενο αυτό ως «οικονομική τρέλα με την υπογραφή των ευρωπαϊκών θεσμών». Επικαλούμενη μάλιστα στοιχεία του Επιμελητηρίου Σερρών για το έτος 2015, επισήμανε ότι 1.000 ελληνικές επιχειρήσεις μετέφεραν την έδρα τους στη Βουλγαρία, ενώ 7.000 έκλεισαν.

Υπενθυμίζοντας εξάλλου στοιχεία παλαιότερης μελέτης της Εθνικής Τράπεζας, η πρώην υπουργός Παιδείας ανέφερε ότι αν η Βόρεια Ελλάδα αναπτυχθεί ως διεθνές κέντρο ανώτατης εκπαίδευσης, κάτι που θα μπορούσε να πράξει, αφού διαθέτει «τρομακτικό ανθρώπινο δυναμικό, πάνω από τον μέσο όρο της χώρας», θα μπορούσε να προσελκύσει στα πανεπιστήμιά της περισσότερους από 27.500 ξένους φοιτητές την επόμενη πενταετία, ενώ συνολικά η χώρα 110.000. «(Για να το πετύχουμε αυτό), Θα έπρεπε να εντάξουμε σε κάθε σχολή τουλάχιστον ένα μεταπτυχιακό στην αγγλική γλώσσα» τόνισε.

Η κα Διαμαντοπούλου επισήμανε ακόμη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εμπνευστεί από παράδειγμα χωρών όπως το Ισραήλ, που παρά τα προβλήματά του σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, αλλά και το κλίμα, έχει προσελκύσει τα ερευνητικά κέντρα μεγάλων πολυεθνικών. «Ας καλέσουμε τις πολυεθνικές να επενδύσουν αντίστοιχα κι εδώ, δίνοντάς τους κίνητρα» υπογράμμισε.

Κατά την κα Διαμαντοπούλου, η Ελλάδα γενικά και ο ελληνικός Βορράς ειδικότερα θα πρέπει επίσης να επενδύσουν στην ενδυνάμωση των σχέσεων με την Τουρκία και το Ισραήλ, όπως για παράδειγμα στο πεδίο του τουρισμού, όπου οι διανυκτερεύσεις στη Θεσσαλονίκη από τις χώρες αυτές βαίνουν διαρκώς αυξανόμενες, καθώς επίσης και στο ποντιακό στοιχείο, που διαμορφώνει προϋποθέσεις για ενίσχυση του θρησκευτικού τουρισμού.

Σε ό,τι αφορά δε, τη συζήτηση γύρω από το αν τις επενδύσεις σε υποδομές πρέπει να τις κάνει ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός τομέας, η ίδια είπε χαρακτηριστικά ότι «για παράδειγμα, το αν οι δημόσιες συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης είναι δημόσιες ή ιδιωτικές δεν θα πρέπει να αποφασίζεται από το κεντρικό κράτος». _