H Ρένα Δούρου δεν θέλει να μετακινηθεί σε Υπουργείο, ξορκίζει τα προβλήματα ενότητας και συντονισμού.

Κρίνει αυστηρά τις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν διαλυθεί από πέρυσι. «Δημιουργούν φράξιες και κομματικούς στρατούς». Οπαδός και αυτή της ηρωικής πτώσης της Κυβέρνησης για λόγους ιδεολογικούς ,(ενδεχόμενο καθαρά θεωρητικό) αλλά και μαζί οπαδός της επιλογής να εξαντλήσει την πενταετία στην Περιφέρεια Αττικής και να μην μετακινηθεί στην αβέβαιη θέση της Υπουργού.

Καταδικαστική για τις διάφορες τάσεις και ομάδες, που υπάρχουν και μαστίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ(ενώ υποτίθεται ότι από πέρυσι έχουν διαλυθεί). Τη δική της απάντηση σε διλήμματα του τύπου «αν συνεχιστούν οι εκβιασμοί προς την κυβέρνηση, προτιμότερο είναι να πέσουμε», δίνει με σαφήνεια η Ρένα Δούρου, σε συνέντευξή της στη Realnews.

«Η λύση δεν είναι το άλμα στο κενό», προσθέτει, «αλλά η άσκηση υπεύθυνης διακυβέρνησης που αφορά πλέον, όχι αόριστα τις ελπίδες, αλλά τις ζωές των συμπολιτών μας. Αυτό είναι το χρέος μας μακριά από “ηρωικές εξόδους”. Να δίνουμε καθημερινά τη μάχη χωρίς ηττοπάθεια. Γιατί το θέμα είναι να γίνονται πράγματα που αλλάζουν την καθημερινότητα των ανθρώπων».

Η περιφερειάρχης Αττικής και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζει ότι «η μεγαλύτερη πρόκληση για την κυβέρνηση είναι να μην γίνουν τα μνημόνια καθεστώς. Να μην είναι η πατρίδα εσαεί υπό εποπτεία». Θεωρεί αναγκαίες και επείγουσες τις «αλλαγές, που δεν επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό και παράλληλα αποτελούν βέλη στη φαρέτρα τής υπό εξέλιξη διαπραγμάτευσης». Ως παράδειγμα υποδεικνύει, τις αλλαγές που προωθούνται για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς, της κακής χρήσης των πόρων, υπογραμμίζοντας ότι «συχνά η γραφειοκρατία γίνεται άλλοθι διαφθοράς».

Μάλιστα, επισημαίνει, ότι η αντιμετώπιση της διαφθοράς «σε όλες της τις μορφές» ως «σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία» στο τοπικό επίπεδο, ήταν και κεντρικό θέμα στην Ολομέλεια της συνεδρίασης του Κογκρέσου των τοπικών και περιφερειακών αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου μετείχε πρόσφατα.
Αναφερόμενη στο θέμα του ανασχηματισμού, η Ρ. Δούρου τονίζει ότι «ο πρωθυπουργός είναι ο μόνος που, εκ της θέσεώς του, έχει την πλήρη εικόνα της αποτελεσματικότητας του έργου της κυβέρνησης, σε αντίθεση με τους υπουργούς, που, αναγκαστικά, έχουν, αποσπασματική προσέγγιση, ανεξάρτητα από τη βάσανο και την ποιότητα της δουλειάς τους».

Σχετικά με το πρόσφατο συνέδριο, επαναλαμβάνει αυτό που είχε πει και στην παρέμβασή της, ότι δηλαδή «όφειλε να είναι ιδρυτικό» και «να κινηθεί στην κατεύθυνση της νέας Αριστεράς, μακριά από διαπιστώσεις, εύκολες λύσεις, ιδεολογικές καθαρότητες και παθογένειες του παρελθόντος». «Δεν μπορούμε να περιμένουμε τον ούριο άνεμο για να αρμενίσουμε στη θάλασσα της διακυβέρνησης» τονίζει, προσθέτοντας: «Η Αριστερά που εκφράζουμε δεν έκανε ποτέ πίσω στα δύσκολα – γιατί το επαναστατικό σήμερα, δεν είναι ο αναχωρητισμός και τα τσιτάτα, αλλά η άσκηση διακυβέρνησης με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης».

Σχετικά με τις εσωκομματικές τάσεις, αφού παρατηρεί ότι «λειτουργούν αντιπαραγωγικά, δημιουργώντας φράξιες και κομματικούς στρατούς», τονίζει ότι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται «περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε ενιαία έκφραση απόψεων και όχι πολυφωνία που ενδύεται τον μανδύα μιας ψευδεπίγραφης ελευθερίας έκφρασης».

Αναφερόμενη στις δημοσκοπήσεις, η κ. Δούρου παρατηρεί ότι η κυβέρνηση «θα κριθεί εκ του αποτελέσματος, και όχι εκ των ποσοστών των εταιρειών δημοσκοπήσεων», οι οποίες «και αυτές συμβάλλουν στη γενικευμένη αναξιοπιστία του δημόσιου βίου».
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν θα εξαντλήσει τη θητεία της στην Περιφέρεια, η περιφερειάρχης Αττικής, τονίζει ότι θα την εξαντλήσει «γιατί τα λόγια πρέπει να συμβαδίζουν με τις πράξεις» και επειδή «έτσι θα αποκτήσει ξανά η πολιτική την αξιοπιστία της». Διαψεύδει κάθε μετακίνηση της σε υπουργικό αξίωμα, η οποία προϋποθέτει παραίτηση από τη θέση της περιφερειάρχου, όπου έκλεισε πλέον δύο χρόνια..«Σήμερα, πλέον το ζητούμενο είναι να συμβάλω σε ό,τι μου αναλογεί έτσι ώστε οι πολίτες της Αττικής να αποκτήσουν σύγχρονη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση», λέει, σημειώνοντας την ανάγκη ο «δεύτερος βαθμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να αποκτήσει πραγματικά τα μητροπολιτικά χαρακτηριστικά που θα διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητά του».