Η ΝΔ θα γίνει μια ακόμη κυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης ή εξόδου από την κρίση;

του Γιώργου Κοντογιάννη

Η κυβέρνηση Τσίπρα έχοντας δώσει τα πάντα στους δανειστές, στις 24 Μαΐου θα εξασφαλίσει το κλείσιμο της αξιολόγησης και θα έχει επιτύχει αυτό που επιδίωκε σε αυτή τη φάση, να εξαγοράσει πολιτικό χρόνο.

Το τίμημα μπορεί να είναι βαρύ, αλλά εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι οι εταίροι μας δεν είχαν καμία διάθεση να ξαναζήσουν όσα έζησαν πέρυσι το καλοκαίρι με δεδομένο ότι η κατάσταση με την Βρετανία είναι ρευστή, αλλά και με το προσφυγικό να παραμένει πληγή ανοικτή. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μπροστά σε μια πρόθυμη κυβέρνηση της Αριστεράς να λάβει τα πιο σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα προτίμησαν αυτήν την κυβέρνηση να λάβει τις σκληρές αποφάσεις από μια συντηρητική κυβέρνηση που θα είχε να αντιμετωπίσει δεκάδες διαδηλώσεων και μια δεδομένη κοινωνική αναταραχή. Μέχρι σήμερα όμως, οι διαδηλώσεις που γίνονται, είναι για την «τιμή των όπλων» και τίποτε παραπάνω… Τα μέτρα πέρασαν και θα περνούσαν κι άλλα τόσα, γιατί το μίγμα Αριστεράς και εξουσίας αποδεικνύεται περισσότερο ισχυρό από ό,τι νόμιζαν κάποιοι που μιλούσαν για «αριστερή παρένθεση». Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ, και θα επιδιώξει πάση θυσία, έχοντας πουλήσει την «αριστερή ψυχή του» στον διάβολο, όχι μόνο να κρατηθεί στην εξουσία όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μπορέσει, αλλά και να βάλει γερές ρίζες για να επιστρέψει ξανά και ξανά.

Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι αμέσως μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης θα εισρεύσει χρήμα στην αγορά (κάποιοι υπολογίζουν μέχρι τέλος του έτους να μπουν στα ταμεία περί τα 15 δις ευρώ) και θέλει να αξιοποιήσει το χρόνο δημιουργώντας τις συνθήκες που θα της επιτρέψουν να παραμείνει στην εξουσία όσο το δυνατόν περισσότερο.

Το πρώτο της βήμα είναι η αποψίλωση του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Και δεν είναι μόνο η συμβολική τιμητική συνεδρίαση για τα 20 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου που οργανώνει το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η αποψίλωσή του από πολλούς παλαιούς συνεργάτες του ιδρυτή του κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα επί πολλά χρόνια αλλά και η συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, συμπεθεριό που διακαώς επιχειρούν να ολοκληρώσουν οι κ.κ. Σουλτς και Πιτέλα.

Παράλληλα επιχειρεί μέσω του εκλογικού νόμου να αλλάξει τα δεδομένα. Κάποτε, το 2000, ο Κώστας Σημίτης, μη μπορώντας να αλλάξει τη γνώμη του λαού για να τον ψηφίσει, απλώς άλλαξε το λαό φέρνοντας χιλιάδες «ομογενείς» να τον ψηφίσουν.

Σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να αλλάξει το εκλογικό σώμα παρέχοντας ψήφο στους 17ρηδες. Από τις μετρήσεις που έχει στα χέρια του γνωρίζει καλά ότι η δύναμή του βρίσκεται κυρίως στις μικρές ηλικίες που η επαναστατική ορμή υπερισχύει της λογικής. Αντίθετα ξέρει ότι η δύναμη της ΝΔ βρίσκεται σε εκείνες τις ηλικίες που έχουν πλέον καταλάβει πώς είναι η ζωή και με τι δυσκολίες βγαίνουν τα χρήματα για να επιβιώσει κανείς. Τους νέους θέλει να πάρει μαζί του ο ΣΥΡΙΖΑ για να βάλει φρένο στη ραγδαία φθορά του. Δεν είναι τυχαία η δημοσκόπηση που έγινε από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ από τον Σεπτέμβρη μέχρι σήμερα έχει χάσει το 20% της δυνάμεώς του.

Παράλληλα όμως ελπίζει ότι με την αλλαγή του εκλογικού νόμου, προωθώντας το bonus των 30 εδρών (αν περάσει η πρότασή του) και για τον συνασπισμό κομμάτων, θα μπορέσει να συσπειρώσει γύρω του όλες τις λεγόμενες «προοδευτικές» δυνάμεις για να κρατήσει και πάλι την εξουσία.

Στο αμέσως προσεχές διάστημα, έχει παράλληλα σκοπό, να ξεκινήσει μια σφοδρότατη επικοινωνιακή επίθεση σε στελέχη της ΝΔ. Από το Μαξίμου διαρρέουν ότι διαθέτουν συνομιλίες βουλευτών της ΝΔ, ορισμένοι εκ των οποίων είναι συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον φυλακισμένο για εκβιασμό, συνεργάτη του Μαυρίκου, Τάκη Μουσά. Οι ίδιοι «ένοικοι» του Μαξίμου υποστηρίζουν ότι και εκείνες οι κασέτες που δεν παρέχουν ενοχοποιητικά πολιτικά στοιχεία, έχουν τέτοιο περιεχόμενο που θα προκαλέσουν εσωτερική αναταραχή στη ΝΔ, και σε ένα βαθμό αυτό είναι φυσικό όταν βουλευτές ομιλούν απαξιωτικά για τον σημερινό πρόεδρο του κόμματος.

Ο κ. Τσίπρας είναι αποφασισμένος, επίσης, να δείξει ότι τα βάζει με τη «διαπλοκή» και για το λόγο αυτό έχει στοχοποιήσει συγκεκριμένα ΜΜΕ και συγκεκριμένους δημοσιογράφους.

Με λίγα λόγια φτιάχνει το δικό του «παραμύθι» και τον δικό του «δράκο» που θα χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή προς όφελός του.

Αρκούν αυτά όμως για να παραμείνει στην εξουσία;

Ο κ. Τσίπρας όπως όλοι όσοι γεύονται το μεθυστικό, γλυκό κρασί της εξουσίας μπορεί να ελπίζει. Ξέρει όμως ότι με τα οικονομικά μέτρα που έχει λάβει είναι δύσκολο να επανεκλεγεί. Ο πρώτος του στόχος δεν είναι να επανεκλεγεί, αλλά να παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο την παραμονή του στην εξουσία ελπίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι θα αρχίσει να γεύεται τους καρπούς των θυσιών στις οποίες υπέβαλε τους Έλληνες αλλά και ταυτοχρόνως ότι θα ριζώσει, με τον δικό του μηχανισμό, όσο το δυνατόν περισσότερο στην εξουσία.

Βλέπει, όμως ακόμη κάτι σημαντικό. Παρότι ο ίδιος και το κόμμα του καταρρέουν, η ΝΔ δεν εκτοξεύεται δημοσκοπικά.

Στη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας που έγινε στην Α΄ Θεσσαλονίκης, θεωρητικά προπύργιο της ΝΔ το οποίο είχε απολέσει στις τελευταίες εκλογές, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έχασε 20 μονάδες, αλλά η ΝΔ μένει καθηλωμένη στο 25,5% με την αδιευκρίνιστη ψήφο (λευκά, αναποφάσιστοι, δεν ξέρω – δεν απαντώ) να φθάνει στο 24,5%, ποσοστό απίστευτα υψηλό. Θεωρητικά το ποσοστό αυτό δύσκολα θα επιστρέψει στο ΣΥΡΙΖΑ γιατί τα ποιοτικά στοιχεία δείχνουν ότι σε όλους τους τομείς κυβερνητικής πολιτικής εμπιστεύονται περισσότερο τη ΝΔ. Χτυπώντας λοιπόν τη ΝΔ και επιχειρώντας να ξεθάψει αντιδεξιά σύνδρομα, στοχεύει στο να δημιουργήσει «δράκους» στο παραμύθι που στήνει, ώστε να θεωρεί παλιομοδήτικο ή ακόμα και πολιτική ντροπή να ψηφίσει κάποιος, ιδιαίτερα νέος, τη ΝΔ, που κατ’ αυτόν εκπροσωπεί την «κακή Δεξιά».

Πώς αντιδρά η ΝΔ;

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η ΝΔ θα μείνει απαθής στην επικοινωνιακή επίθεση και στα σχέδια του κ. Τσίπρα;

Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη πρέπει κατ’ αρχάς να πείσει ότι πρεσβεύει κάτι καινούργιο. Ότι ο κ. Τσίπρας είναι μια από τα ίδια σε ό,τι αφορά στη μνημονιακή διακυβέρνηση παρομοιάζοντάς τον όσο το δυνατόν περισσότερο με τον Γιώργο Παπανδρέου που δέχθηκε το πρώτο μνημόνιο «αβρόχοις ποσίν», ενώ δεν πρέπει να επιμένει (χωρίς να εγκαταλείπει) την περίοδο διακυβέρνησης επί Σαμαρά- Βενιζέλου. Και τούτο γιατί πρέπει να κατανοήσει ότι η συγκεκριμένη περίοδος μπορεί να είχε πολλά θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα, αλλά δεν επετεύχθησαν χάρη σε κάποιο εξαιρετικό σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης αλλά στις θυσίες των Ελλήνων. Και οι θυσίες εκείνες πόνεσαν την κοινωνία. Συνεπώς είναι μια περίοδος για σύγκριση αλλά δεν είναι περίοδος που επιτρέπει πανηγυρισμούς.

Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη πρέπει να πείσει ότι εκπροσωπεί κάτι καινούργιο και σε νοοτροπία και σε σχέδιο ώστε να κερδίσει και πάλι την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Το 2012 η ΝΔ ήλθε στην εξουσία ως αναγκαίο κακό. Τώρα πρέπει να έλθει ως το κόμμα που μπορεί να ξαναγεννήσει την ελπίδα σους Έλληνες.

Την μεγάλη ευκαιρία για να πείσει ότι έχει εναλλακτικό σχέδιο της την έδωσε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν κ. Ντομπρόσκις με τη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» Στη συνέντευξη αυτή ο Ευρωπαίος αξιωματούχος προέβη σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη. Είπε ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές επέβαλαν δημοσιονομικούς στόχους και πρότειναν ο βασικός στόχος να επιτευχθεί με περικοπή δαπανών του δημοσίου και όχι με νέα φορολόγηση. Η κυβέρνηση, όμως, επέλεξε την επί πλέον φορολόγηση επειδή δεν θέλει να πειράξει το «άντρο» του δημοσίου, το οποίο επιχειρεί να ελέγξει μέσω του παλαιού κομματικού στρατού του ΠΑΣΟΚ οι ηγήτορες του οποίου, όπως ο κ. Φωτόπουλος της ΔΕΗ – θυμίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε ειδικά ώστε να διατηρήσει τη θέση του- παίζουν καθοριστικό ρόλο κι έχουν δηλώσει υποταγή ή έχουν ενταχθεί στο κυβερνητικό κόμμα.

Δυστυχώς η ΝΔ την συγκεκριμένη αποκάλυψη του κ. Ντομπρόφκις αντί να την κάνει σημαία της και να πείσει τον ελληνικό λαό πώς ό,τι έλεγε ο πρόεδρός της για εναλλακτική λύση, αποτελούν και άποψη των δανειστών, δεν την αξιοποίησε όσο θα έπρεπε, καθώς διαπιστώνεται ένα μεγάλο κενό στην επικοινωνιακή της πολιτική.

Η ΝΔ σωστά στρέφεται στην καθημερινότητα. Σωστά επενδύει στα προβλήματα του Έλληνα τα οποία θα γιγαντωθούν στους επόμενους μήνες και θα καταπνίξουν τις φιλοδοξίες της κυβέρνησης αφού η έλλειψη χρημάτων έχει αρχίσει να κάνει πράξη- είναι αλήθεια με χρονοκαθυστέρηση – το κίνημα «δεν πληρώνω» που ουσιαστικά είχε ιδρύσει το ίδιος ο κ. Τσίπρας, αλλά τότε σε βάρος της κυβέρνησης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ. Τώρα «λούζεται» τα επίχειρα της πολιτικής του αγυρτείας.

Σωστά η ΝΔ στέκεται στο πλευρό των πολιτών ακούγοντας τα προβλήματά τους, αλλά χωρίς να τους υπόσχεται τίποτε περισσότερο από την αλήθεια και την εφαρμογή ενός ρεαλιστικού κυβερνητικού προγράμματος.

Το πρόγραμμα που ετοιμάζει η ΝΔ, εφόσον είναι ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο θα είναι και πειστικό. Το πρόγραμμα είναι εκείνο που θα πείσει ότι η ΝΔ μπορεί να φέρει κάτι καινούργιο και το πρόγραμμα είναι αυτό που θα συνεγείρει λαϊκές μάζες για να την στηρίξουν, αφού θα πείθει ότι υπάρχει εναλλακτική πρόταση και πρέπει να εφαρμοστεί. Μια πρόταση που θα στηρίζεται στην κοινή λογική. Γιατί αυτό χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ελλάδα. Μια επανάσταση της κοινής λογικής. Συσπείρωση και συνεργασία όλων των δυνάμεων που πιστεύουν στην κοινή λογική.

Αυτή η συνεργασία μπορεί να προκύψει μέσα από μια συζήτηση που πρέπει να ξεκινήσει για ζητήματα στα οποία μπορεί να υπάρξει σύγκλιση. Και κυρίαρχα ζητήματα σύγκλισης μπορεί να αποτελέσουν τα θεσμικά, όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος ή η ανάγκη να κυβερνηθεί με σταθερότητα η χώρα, μέσω ενός δίκαιου και σύγχρονου εκλογικού νόμου.

Η ΝΔ λοιπόν, παράλληλα με την προσέγγιση της κοινωνίας μέσω θεμάτων της καθημερινότητας και παράλληλα με τη σύνταξη του προγράμματός της πρέπει να επιλέξει ζητήματα στα οποία θα επέλθει σύγκλιση με τα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης. Το ίδιο είχε πράξει παλαιότερα και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που είχε χρησιμοποιήσει θεσμικά ζητήματα, όπως η ελευθερία της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, για να έλθει πιο κοντά με τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης, ακόμα και με την τότε ενωμένη Αριστερά.

Σήμερα τόσο η αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και η γενικότερη ανάγκη να οικοδομηθεί ένα κράτος που θα υπηρετεί και δεν θα διώκει τον πολίτη δημιουργεί την ανάγκη ανάλογων συγκλίσεων. Πάνω όμως από αυτά τα ζητήματα υπάρχουν προβλήματα στα οποία η ΝΔ πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες και να αναζητήσει συγκλίσεις για ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο τα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης θα δεσμευθούν ότι θα στηρίξουν και αύριο που η ΝΔ θα είναι κυβέρνηση, όπως μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας, μέτρα για την προσέλκυση επενδύσεων ή μέτρα κατά της διαφθοράς.

Η ΝΔ πρέπει να κατανοήσει ότι για να επιτύχει ως κυβέρνηση πρέπει να έχει τη στήριξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας ή τουλάχιστον την ανοχή της. Διαφορετικά, θα είναι και αυτή άλλη μια κυβέρνηση διετίας. Και πιστεύουμε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ονειρεύεται κάτι τέτοιο για τον εαυτό του. Γιατί πρωθυπουργός θα γίνει όπως και να έχουν τα πράγματα. Το ερώτημα είναι αν θα γίνει ένας ακόμα πρωθυπουργός που θα διαχειριστεί την κρίση ή θα είναι ο πρωθυπουργός θα οδηγήσει τη χώρα έξω από την κρίση.