Γιατί η κυβέρνηση ζήτησε να ρίξουν τις τιμές για τα πανάκριβα data οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας

Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο τέλος για mobile data στην Ευρώπη, με ονομαστική τιμή 28,88 ευρώ ανά GB, με την Ουκρανία να έχει το φθηνότερο, στα 0,45 ανά GB, ενώ ο μέσος όρος παγκοσμίως είναι 7,5 ευρώ. «Πρόβλημα η υψηλή φορολογία», απαντούν στο «ΘΕΜΑ». οι CEO των Cosmote, Vodafone και Wind, ανοίγοντας παράθυρο για αναπροσαρμογές στο επόμενο διάστημα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που ο πρωθυπουργός έκανε την περασμένη εβδομάδα παρέμβαση προς τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ζητώντας να μειώσουν τις χρεώσεις δεδομένων προς τους καταναλωτές – και αυτό λίγες ημέρες μετά την ανάλογη παρέμβασή του προς τις τράπεζες για τις υψηλές προμήθειές τους.

Από το βήμα του συνεδρίου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ), ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε προς κάθε κατεύθυνση μήνυμα λέγοντας: «Πρέπει να το παραδεχθούμε: το κόστος των δεδομένων στη χώρα μας παραμένει πολύ υψηλό». Αφού επεσήμανε μάλιστα ότι πολλές από τις σχετικές διεθνείς μετρήσεις δεν αντανακλούν ακριβώς την πραγματικότητα επειδή αναφέρονται σε ονομαστικές και όχι πραγματικές τιμές, κατέληξε: «Είναι αναγκαίο οι πάροχοι της κινητής τηλεφωνίας να αναπροσαρμόσουν τις τιμολογιακές τους πολιτικές προς τα κάτω ώστε να σταθούν και αυτοί αρωγοί στο ψηφιακό εγχείρημα. Καθαρές κουβέντες, καθαρές λύσεις».

Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση δεν επιδιώκει να διαλύσει έναν κλάδο που το 2018 συνέβαλε στο 2,1% του ΑΕΠ, αλλά θεωρεί ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο με τις περίπλοκες χρεώσεις και να δοθούν από τις εταιρείες στους πελάτες, αν μη τι άλλο, πολύ περισσότερα data χωρίς επιπλέον χρεώσεις.

Κατά τις ίδιες πηγές, στο Μέγαρο Μαξίμου υπάρχει εδραιωμένη και βάσιμη εκτίμηση ότι χωρίς να υπάρξει οικονομική επιβάρυνση ούτε για τις εταιρείες ούτε για τους πελάτες είναι δυνατή η αύξηση της χρήσης των data τουλάχιστον κατά 50%.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη. Η κυβέρνηση προέτρεψε τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας να επανεξετάσουν τις χρεώσεις στα δεδομένα. Στο Μέγαρο Μαξίμου υπάρχει εδραιωμένη και βάσιμη εκτίμηση ότι χωρίς να υπάρξει οικονομική επιβάρυνση ούτε για τις εταιρείες ούτε για τους πελάτες είναι δυνατή η αύξηση της χρήσης των data τουλάχιστον κατά 50%.

Στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν συνειδητοποιήσει τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που προκαλούν οι ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας.

Μια μικρή αγορά 11 εκατομμυρίων η οποία είναι υποχρεωμένη λόγω μεγεθών να λειτουργεί με ολιγοπωλιακές συνθήκες. Η διεθνής τάση συγκέντρωσης οικονομικών δραστηριοτήτων κάτω από την ομπρέλα μεγάλων ομίλων επηρέασε και τη χώρα μας, με αποτέλεσμα σήμερα σε κάθε κλάδο να κυριαρχούν τρεις με τέσσερις μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Εχουμε τέσσερις τράπεζες, τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, μία αεροπορική, δύο ακτοπλοϊκές κ.ο.κ.

Φυσικά σε κάθε κλάδο λειτουργούν και μικρότερες εταιρείες, αλλά δεν διαθέτουν επιχειρηματικό εύρος που μπορεί να κάνει τη διαφορά στην αγορά.

Επιπλέον, σε κάθε αγορά οι συνθήκες ανταγωνισμού διαμορφώνονται από τις εταιρείες που ελέγχουν μεγαλύτερα μερίδια. Στη διάρκεια της βαθιάς οικονομικής κρίσης οι περισσότερες επιχειρήσεις, αν δεν εκπόνησαν business plan με βασικό στόχο την επιβίωση, επεδίωξαν πολιτική συντήρησης της θέσης τους στην αγορά. Οι έκτακτες οικονομικές συνθήκες νόθευσαν τους όρους του ανταγωνισμού και στην κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά ότι αρκεί δυο-τρεις μεγάλοι παίκτες σε κάθε κλάδο να συνεννοηθούν με τα μάτια και οι καταναλωτές να μην έχουν καμία εναλλακτική.

Η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει εκπτώσεις στην αντιμετώπιση πρακτικών δήθεν τυχαίας εναρμόνισης της τιμολογιακής πολιτικής για αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Ιδιαίτερα μάλιστα για τις περιπτώσεις εκείνες όπου οι διαφορές των χρεώσεων είναι τεράστιες σε σχέση με τα αντίστοιχα τιμολόγια στην Ευρώπη. Οι κάθε είδους ελληνικές στρεβλώσεις, από την υπερφορολόγηση μέχρι το κόστος της γραφειοκρατίας και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, προφανώς δικαιολογούν σε κάποιο βαθμό αποκλίσεις στις χρεώσεις μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης. Ωστόσο, δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία για χαοτικές διαφορές.

Την ώρα που ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους και της οικονομίας αποτελεί κεντρική επιλογή για την κυβέρνηση, οι υψηλές χρεώσεις εμποδίζουν στην πράξη τα κυβερνητικά σχέδια και εξαγριώνουν τους πολίτες-καταναλωτές. Στην ίδια κατεύθυνση με τον πρωθυπουργό κινήθηκε και ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκος Πιερρακάκης. Συγκεκριμένα, προέτρεψε τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας να επανεξετάσουν τις χρεώσεις στα δεδομένα και σημείωσε ότι πρέπει να υπάρξει αποκρυστάλλωση μεταξύ ονομαστικών και πραγματικών χρεώσεων. «Εμείς από την πλευρά μας δεν επιθυμούμε να συμπιέσουμε την αγορά», είπε ο κ. Πιερρακάκης, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση θέλει να βοηθήσει την αγορά να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες επενδύσεις. «Ωστόσο, ζητάμε να μας βοηθήσουν σε αυτή την πορεία να πιάσουμε τους στόχους ως χώρα -με κυρίαρχο αυτόν της σύγκλισης με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.- και να γίνουν αρωγοί περαιτέρω στο κόστος των δεδομένων, γιατί αυτό έχει μεγάλη -τόσο πρακτική όσο και συμβολική- αξία».

ΙΟΒΕ: 6η πιο ακριβή η Ελλάδα λόγω φόρων

Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ σημειώνει ότι παρά την αύξηση που έχει καταγραφεί, ο μέσος Ελληνας χρήστης καταναλώνει το 1/4 των δεδομένων που καταναλώνει ο μέσος Ευρωπαίος χρήστης. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τους μελετητές του ΙΟΒΕ, κάνει χρήση ηλεκτρονικών υπηρεσιών 1,5 φορά λιγότερο απ’ ό,τι στην ενωμένη Ευρώπη των «28». Το ΙΟΒΕ στη μελέτη του υποστηρίζει ότι το κόστος χρήσης κινητού στην Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στις χρεώσεις προ φόρων και πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στις χρεώσεις μετά από φόρους. Συγκεκριμένα, μεταξύ 21 χωρών της Ε.Ε. η Ελλάδα κατατάσσεται στη 10η θέση με βάση το υψηλότερο κόστος χρέωσης και μετά την προσθήκη των φόρων (ειδικού τέλους και ΦΠΑ) ανεβαίνει στην 6η θέση. Σύμφωνα με τη μελέτη, η φορολογία ανέρχεται από 39% έως 49% του λογαριασμού, με τον μέσο όρο στο 40%.

Ωστόσο, αρκετά διαφορετική είναι η εικόνα για το κόστος κινητής τηλεφωνίας και κυρίως για τις χρεώσεις δεδομένων όπως τις παρουσιάζουν διεθνείς και ευρωπαϊκές έρευνες.

Τα στοιχεία που συγκεντρώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία παρακολουθεί την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών μέσω των εκθέσεων για τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) από το 2015, δείχνουν μεγάλες αποκλίσεις στις χρεώσεις. Με βάση τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε φέτος η Κομισιόν, «κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, η Ελλάδα σημείωσε ελαφρώς μεγαλύτερη πρόοδο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., κατατάσσεται ωστόσο 26η στο σύνολο των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. στον DESI της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2019».

Ε.Ε.: Η Ελλάδα δεύτερη ακριβότερη στην Ευρώπη

Σχετικά με τις τιμές που πληρώνουν οι Ελληνες για δεδομένα σε κινητή μέσω φορητών συσκευών (laptop, tablet κ.λπ.) το report DESI της Ε.Ε. σημειώνει: «Οι τιμές στην κινητή για φωνή με δεδομένα παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις ανά την Ευρώπη. Στο πακέτο που αφορά 300 δωρεάν κλήσεις και 1 GB σε data οι ελάχιστες τιμές κυμαίνονται μεταξύ 8 ευρώ και 59 ευρώ, με μέσο όρο στην Ε.Ε. στα 22 ευρώ, ήτοι 2 ευρώ πιο φθηνά σε σχέση με έναν χρόνο πριν». Η χώρα μας όμως είναι η δεύτερη ακριβότερη με 56 ευρώ, με «πρωταθλήτρια» πανευρωπαϊκά τη Βουλγαρία με 59 ευρώ. «Οι πιο φθηνές χώρες», σημειώνει η έκθεση της Επιτροπής, «είναι το Λουξεμβούργο, η Ιταλία, η Σλοβενία, η Αυστρία και η Γαλλία με τιμές κάτω των 10 ευρώ».

Από την πλευρά τους, οι εταιρείες στην Ελλάδα προτάσσουν επανειλημμένα το ζήτημα της φορολογίας (τέλος κινητής, συνδρομητικής και σταθερής) για τον καταναλωτή αλλά και το επιχειρείν, καθώς και το υψηλότερο κόστος ανάπτυξης δικτύων λόγω της γραφειοκρατίας και των γεωγραφικών χαρακτηριστικών της χώρας.

Με βάση πάντα τα στοιχεία της Επιτροπής, οι τιμές παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά την Ευρώπη και όσον αφορά τα πακέτα δεδομένων για χρήση μέσω φορητών συσκευών (laptop και tablets), τα οποία παρουσιάζουν μείωση από 5% έως 16% από το 2016.

Στα πακέτα των 5 GB (δεν περιλαμβάνεται η φωνή) οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 3,7 και 42 ευρώ. Και εδώ οι τιμές στη χώρα μας είναι υψηλές, κοντά στα 26 ευρώ (17 ευρώ είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε.), με την Ελλάδα να είναι τέταρτη πιο ακριβή πανευρωπαϊκά. Η πιο ακριβή χώρα είναι η Κύπρος με 43 ευρώ, ενώ οι φθηνότερες χώρες είναι η Ιταλία, η Πολωνία (κάτω από τα 5 ευρώ) και η Σουηδία. Οπως προκύπτει από την έκθεση για τη χώρα μας στον Δείκτη DESI, «με συνολική βαθμολογία συνδεσιμότητας 41,2, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Δεν έχει σημειωθεί βελτίωση στην κατάταξη σε σχέση με το 2017».

Cable: Η 7η ακριβότερη στον κόσμο

Σύμφωνα με διεθνή έρευνα της βρετανικής Cable, για το κόστος ενός GB η Ελλάδα έχει το υψηλότερο τέλος για mobile data στην Ευρώπη με 28,88 ευρώ ανά GB, με την Ουκρανία να έχει το φθηνότερο, στα 0,45 ευρώ ανά GB. Ο μέσος όρος παγκοσμίως είναι 7,5 ευρώ. Η έρευνα αφορά το 2018 και βασίζεται σε ονομαστικές τιμές πάνω από 6.300 πακέτων κινητής τηλεφωνίας από 230 χώρες. Για την εξαγωγή των στοιχείων για την Ελλάδα η Cable βασίστηκε σε 15 διαφορετικά πακέτα κινητής και σε ό,τι υλικό προσφέρουν οι πάροχοι στους επίσημους ιστότοπούς τους. Πηγές των εγχώριων εταιρειών κινητής τηλεφωνίας θεωρούν τη συγκεκριμένη έρευνα (που παρουσιάζει τους Ελληνες καταναλωτές να πληρώνουν την 7η υψηλότερη χρέωση στον κόσμο ανά GB) αναξιόπιστη, επειδή τα στοιχεία στα οποία βασίζεται προέρχονται από τις επίσημες ονομαστικές τιμές και όχι τις πραγματικές, στις οποίες υπάρχουν μεγάλες εκπτώσεις ανα πελάτη.

Telecomparer: Αστρονομικές διαφορές στις χρεώσεις για data

Σύμφωνα με την Telecomparer, εταιρεία που εξειδικεύεται σε μελέτες και έρευνες αγοράς για τηλεπικοινωνιακές εταιρείες, με βάση τις τιμές που έχει η Ολλανδία για πακέτα που προσφέρουν κλήσεις χωρίς όριο και 1-2 GB, η Ελλάδα είναι ακριβότερη κατά 138%. Αν οι παροχές των GB αυξηθούν σε 2-5, τότε η Ελλάδα είναι ακριβότερη κατά 198%, ενώ αν πρόκειται για συμβόλαια με 5-10 GB είμαστε ακριβότεροι κατά 184%. Αν η σύνδεση αφορά κλήσεις χωρίς όριο αλλά πάνω από 10 GB, τότε οι τιμές στην Ελλάδα υπερβαίνουν τις αντίστοιχες της Ολλανδίας κατά 267%. Η συγκεκριμένη έρευνα αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2019 και βασίζεται τουλάχιστον σε 1.300 πακέτα συνδέσεων από όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες.

Τι λένε οι εταιρείες κινητής

Οι πάροχοι, από την πλευρά τους, φαίνεται σε αυτή τη φάση ότι τείνουν ευήκοα ώτα στην παραίνεση του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναπροσαρμόσουν τις τιμολογιακές τους πολιτικές προς τα κάτω, ωστόσο προτάσσουν ότι το ζήτημα δεν είναι μονοδιάστατο, πολύ περισσότερο μέσα σε ένα περιβάλλον υπερφορολόγησης του πακέτου που πληρώνει ο καταναλωτής, παράγοντας ο οποίος θα πρέπει να επανεξεταστεί από το οικονομικό επιτελείο. «Ακούμε το αίτημα, αλλά μειώστε κι εσείς τη φορολογία», απαντούν χαρακτηριστικά οι εταιρείες.

«Το θέμα της φορολόγησης το αντιλαμβανόμαστε και το εξετάζουμε, και είναι βούληση της κυβέρνησης, όσο βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση και δημιουργείται δημοσιονομικό μαξιλάρι, να αποκλιμακώνουμε και τους φόρους», δήλωσε ο κ. Πιερρακάκης, υπουργός Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, από το βήμα του 21ου συνεδρίου της Infocom, που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα παρουσία των τριών CEOs των παρόχων: του κ. Μιχάλη Τσαμάζ του ομίλου ΟΤΕ, του κ. Χάρη Μπρουμίδη της Vodafone Hellas και του κ. Νάσου Ζαρκαλή της Wind.

Το παράθυρο λοιπόν για μείωση των τιμών στα δεδομένα της κινητής πράγματι έχει ανοίξει, ενώ και το κυβερνητικό επιτελείο φαίνεται ότι αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μελλοντική μείωση της φορολογίας, η οποία αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται μεταξύ 39%-49% στους συνδρομητές με συμβόλαιο.

Ειδικό τέλος και ΦΠΑ

Σχολιάζοντας το θέμα των τιμών στο πλαίσιο του συνεδρίου Infocom, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ΟΤE Μιχάλης Τσαμάζ ανέφερε ότι, παρά τις συνεχείς μειώσεις τιμών στην κινητή και την υψηλή φορολογία, «από τη στιγμή που έρχεται η Πολιτεία με το αίτημα “να συμβάλλετε κι εσείς”, το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη, συζητάμε με τον υπουργό, και σχεδιάζουμε ανάλογες ενέργειες».

Ο κ. Τσαμάζ σημείωσε ότι οι τιμές τιμοκαταλόγου με τις πραγματικές τιμές που δίνονται στον καταναλωτή έχουν τεράστια διαφορά, ενώ «οι τιμές ανά λεπτό ομιλίας ή ανά GB έχουν μειωθεί σημαντικά. Από το 2014 μέχρι σήμερα στην Cosmote υπήρξε ετήσια πτώση κοντά στο 37% στα data. Συνολικά, από το 2014 μέχρι σήμερα, η τιμή ανά GB έχει μειωθεί κατά 81%, ενώ μόνο τον τελευταίο χρόνο τα διαθέσιμα MB των προγραμμάτων μας έχουν αυξηθεί έως και 80%».

Ο επικεφαλής του ΟΤΕ επισήμανε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η υψηλή φορολογία: «Η φορολογία στην κινητή είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη και ανέρχεται σε 39%. Αν αφαιρέσουμε το ποσοστό του φόρου, σε όλες τις περιπτώσεις οι τιμές στην Ελλάδα είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».

«Να μη γίνονται επιδερμικές αναγνώσεις και να εμβαθύνει κανείς στο ζήτημα», τόνισε από την πλευρά του ο επικεφαλής της Vodafone Hellas Xάρης Μπρουμίδης. «Το αίτημα για μείωση των τιμών το κατανοούμε, ωστόσο στην εξίσωση θα πρέπει να συνυπολογιστούν όλες οι παράμετροι, η φορολογία, οι τιμές λιανικής και οι τιμές χονδρικής, η ανάπτυξη των εταιρειών, η ανάγκη για επενδύσεις». Πηγές από την εταιρεία επισημαίνουν ότι στο δίκτυο της Vodafone η εξέλιξη των τιμών σε βάθος δεκαετίας δείχνει μία πτώση που ξεπερνά αθροιστικά το 60%, την ώρα που οι υπηρεσίες σε πολίτες και επιχειρήσεις, την ίδια περίοδο, πολλαπλασιάστηκαν. «Σε βάθος δεκαετίας και λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση data σε σχέση με τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας, προκύπτει ότι, ενώ το ΑΕΠ της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 25%, το έσοδο της Vodafone από τους πελάτες της μειώθηκε έως και κατά 60%, την ώρα που η χρήση data αναπτύσσεται με εκθετικό ρυθμό». Συγκεκριμένα, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις του ομίλου Vodafone, η αύξηση της χρήσης data ήταν στο κλείσιμο του α’ εξαμήνου του οικονομικού έτους 2019/20 (Απρίλιος – Σεπτέμβριος 2019) 21 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με το 2012, έτος κατά το οποίο ο όμιλος ξεκίνησε να δημοσιοποιεί την κίνηση των δεδομένων σε όλες τις αγορές όπου δραστηριοποιείται. Μάλιστα, η μείωση του μέσου καθαρού κατά κεφαλήν εσόδου προσεγγίζει το 45% στην ίδια περίοδο. Παράλληλα, μεταξύ 2009 -έτος κατά το οποίο ξεκινά η χρηματοοικονομική κρίση της Ελλάδας- και 2019 η μείωση του μέσου κατά κεφαλήν καθαρού εσόδου της εταιρείας ξεπερνά μεσοσταθμικά το 50%, ενώ στα συμβόλαια το 60% και στην καρτοκινητή το 43%, αντίστοιχα.

Ενδεχομένως αυτή η μείωση να μην έγινε ιδιαίτερα αισθητή σε όλους διότι μεσολάβησε το ειδικό τέλος της κινητής, το οποίο συνδυαστικά με τον ΦΠΑ μπορεί να ανεβάσει το μερίδιο της φορολογίας στον λογαριασμό του καταναλωτή έως και στο 49%. Πρόκειται για πρακτική που δεν συναντάται σε καμία σημαντική αγορά στην Ευρώπη.

Ειδικά, δε, όπως αναφέρει η πλευρά των παρόχων, οι πελάτες που έχουν συνδυαστικές υπηρεσίες (πακέτα που περιλαμβάνουν Ιντερνετ και τηλεόραση), οι μειώσεις είναι όντως πρακτικά αδύνατο να γίνουν αντιληπτές, καθώς το 2016 προστέθηκαν οι φόροι της σταθερής και της τηλεόρασης.

Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ οι προ φόρων τιμές στην Ελλάδα υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 10%-15% το μετά φόρων άθροισμά τους ξεπερνά κατά 5%-10% τον μέσο όρο της Ε.Ε.

Ο επικεφαλής της Wind Νάσος Ζαρκαλής στάθηκε στο «μεγάλο», όπως το χαρακτήρισε, λάθος του κλάδου «ότι υπονόμευσε την αξιοπιστία του με συνεχείς προσφορές και διαπραγμάτευση με τους πελάτες. Εχουμε καταλήξει να έχουμε μία… μοναδική σχέση με κάθε πελάτη και ο κάθε πελάτης έχει τελικά τη δική του τιμή.

Εμείς από την πλευρά μας και με δεδομένο ότι η προτροπή για το θέμα των μειώσεων στις τιμές τίθεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο θα είμαστε αρωγοί. Θα κοιτάξουμε ωστόσο να αποκαταστήσουμε το επόμενο διάστημα την οξύμωρη πρακτική μεταξύ ονομαστικών και πραγματικών τιμών». Ο ίδιος ωστόσο πρόσθεσε ότι η αγορά θα πρέπει να προστατευτεί «και να μην ενισχυθεί η άποψη στον Ελληνα καταναλωτή ότι πληρώνει ακριβά τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες».

Η ψαλίδα ονομαστικών – πραγματικών τιμών

Ενα ακόμη μεγάλο ζήτημα, το οποίο επίσης θα πρέπει να λύσουν οι πάροχοι, είναι η ψαλίδα ανάμεσα στις ονομαστικές τιμές των πακέτων (αυτές λαμβάνονται υπόψη στις διεθνείς και ευρωπαϊκές έρευνες, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις πιο ακριβές αγορές πανευρωπαϊκά) και στις πραγματικές τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής. Στο ζήτημα αναφέρθηκαν την περασμένη εβδομάδα τόσο ο πρωθυπουργός, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «πολλές από τις σχετικές διεθνείς μετρήσεις δεν αντανακλούν ακριβώς την πραγματικότητα, δεδομένου ότι αναφέρονται σε ονομαστικές και όχι πραγματικές τιμές», όσο και ο κ. Πιερρακάκης ζητώντας «να υπάρξει ξεκαθάρισμα και να καταγραφούν οι πραγματικές, ονομαστικές τιμές».

Στο επιχείρημα ότι οι διεθνείς μελέτες εμφανίζουν την Ελλάδα στις χώρες με τις πιο υψηλές τιμές, η πλευρά των παρόχων αντιτείνει ότι πολλές φορές οι εν λόγω μελέτες επιλέγουν να εξετάσουν συγκεκριμένα «καλάθια» ή πακέτα προϊόντων, που είτε μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικά του προφίλ χρήσης κάθε χώρας, είτε δεν περιλαμβάνουν χρήση εκτός πακέτου ή ειδικές εκπτώσεις που τυχόν έχουν δοθεί. Eνδεικτικά, για το πακέτο των 300 λεπτών +1 GB data (χωρίς SMS) που λαμβάνει υπόψη η έρευνα της Ε.Ε., με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στα 22 ευρώ και την τιμή στην Ελλάδα στα 56 ευρώ, τη δεύτερη υψηλότερη πανευρωπαϊκά, στέλεχος της αγοράς σχολιάζει ότι το εν λόγω πακέτο χωρίς SMS ουσιαστικά δεν υφίσταται αυτή την στιγμή στην αγορά και αν υπήρχε η κοστολόγησή του θα ήταν πέριξ των 20 ευρώ.

Οι «ακριβές» επιδόσεις της Ελλάδας στην έκθεση DESI 2019 της Ε.Ε. προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με τους παρόχους, από τις ονομαστικές τιμές που αναφέρονται στα sites των εταιρειών και σε λίγα δεδομένα για πακέτα συμβολαίου, αγνοώντας παράλληλα και γεγονός ότι το 70% της ελληνικής αγοράς αφορά την καρτοκινητή. Επιπλέον, δεν συμπεριλαμβάνονται τυχόν προσφορές σε όγκο δεδομένων που παρέχονται σε πλήθος προγραμμάτων στην ελληνική αγορά. Το γεγονός ότι και στα συμβόλαια στην Ελλάδα κάθε πελάτης τελικά έχει τη δική του τιμή, η οποία έχει προκύψει κατόπιν προσωπικής διαπραγμάτευσης με τον πάροχο, είναι μία τακτική που έχει ακολουθηθεί κατά κόρον τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά, για ένα συνδυαστικό πρόγραμμα κινητής και σταθερής 24 Mbps, με μία ονομαστική τιμή στα 45 ευρώ, η πραγματική μπορεί να είναι στα 35 ευρώ, ενώ σε ένα συνδυαστικό πρόγραμμα κινητής και σταθερής 50 Mbps με ονομαστική 60 ευρώ, η πραγματική μπορεί να πέσει στα 45 ευρώ. Για κινητή με 1000’ προς όλους και επιπλέον 2 GB φορητό Ιντερνετ με ονομαστική τιμή στα 45 ευρώ η πραγματική μπορεί να φτάσει τα 35 ευρώ.

Διαφορετική εικόνα σε σχέση με εκείνη των μελετών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ για τις τιμές στην κινητή τηλεφωνία στην Ελλάδα παρουσιάζει η έρευνα της εταιρείας συμβούλων Ovum για την Ενωση Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ), η οποία, σύμφωνα με την ΕΕΚΤ, περιλαμβάνει όλα τα «καλάθια» και όλους τους πελάτες. Με βάση την εν λόγω έρευνα, όσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες φωνής και SMS, η Ελλάδα κατατάσσεται στη μεσαία ομάδα των χωρών. Από την άλλη, στις υπηρεσίες δεδομένων, στη χρήση data δηλαδή, όπου η χρήση έχει σχεδόν διπλασιαστεί, η χώρα κατατάσσεται όντως στις λίγο πιο ακριβές χώρες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εκεί φαίνεται ότι υπάρχει το περιθώριο που βλέπει και το κυβερνητικό επιτελείο για τη μείωση των τιμών, έστω κι αν, όπως αναφέρουν οι εταιρείες, η πτώση στις τιμές στην Ελλάδα, στην τιμή αναφοράς ανά GB, την τελευταία τριετία φτάνει το 81% και είναι από τις μεγαλύτερες μειώσεις στην Ε.E. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι για κάποιον που παρακολουθεί τις τάσεις στην τιμολόγηση κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα την τελευταία 5ετία (2014-2018) θα επιβεβαιώσει ότι μειώνονται σταθερά οι τιμές με την πάροδο του χρόνου, σχεδόν κατά 65%, την ίδια στιγμή που ο κλάδος της κινητής είναι από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην ελληνική οικονομία: Με βάση την τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ, την περίοδο 2010-2018 οι επενδύσεις ξεπέρασαν τα 2,7 δισ. ευρώ, ενώ επιπλέον 1,1 δισ. ευρώ κατευθύνθηκε στην απόκτηση αδειών χορήγησης φάσματος. Οι επενδύσεις του κλάδου σε υποδομές αποτελούν διαχρονικά τουλάχιστον το 1/3 των κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων.