Για πρώτη φορά κυκλοφορεί το Λεξικό της Ελληνικής Αργκό, της λαϊκής και περιθωριακής γλώσσας. Έργο ζωής και ευσυνειδησίας από τον εκδότη, συγγραφέα και διανοούμενο της Θεσσαλονίκης Γιώργο Κάτο (1943-2007).

Συλλέκτης καθημερινός σον τομέα της λαογραφίας και μάλιστα σε τομέα με μεγάλα κενά πρωτογενούς υλικού και με μεγάλο λογοτεχνικό και φιλολογικό ενδιαφέρον, αυτοδίδακτος κι αυθεντικός όπως άλλοτε ο Ηλίας Πετρόπουλος. «Σημειώνω, ιδίως στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων μου, κάθε λέξη και φράση που ακούω, τη μελετώ και την αφομοιώνω», έλεγε ο Γ. Κάτος.

Από ιδιόλεκτο-ιδιότυπη γλώσσα ειδικών ομάδων, επαγγελμάτων, περιθωριακών προσώπων και χώρων γίνεται ευρύτερης χρήσης από άλλα κοινωνικά στρώματα, μικροαστικά και αστικά, στην τέχνη, στο τραγούδι, ακόμα και στην ποίηση. Απόδειξη τα ρεμπέτικα τραγούδια και η ποίηση «μπήτνικ». του περιθωρίου, του υπόκοσμου, του λιμανιού. Η γλώσσα αργκό είναι ένας κώδικας επικοινωνίας, γεμάτος ιδιώματα. Τα λεξικά αναφέρονται στην γαλλική καταγωγή της λέξης αργκό και στην αρχική της σημασία ώς τεχνητής-κωδικής γλώσσας των κακοποιών, καθώς και στην εν συνεχεία μεταφορική της χρήση για την ορολογία επαγγελματιών και την ιδιόλεκτο κλειστών κοινωνικών ομάδων.

Μερικά χαρακτηριστικά ιδιώματα τέτοιου είδους είναι η γλώσσα των νέων, τα κουτσαβάκικα (η μάγκικη λαϊκή γλώσσα), η γλώσσα των τοξικομανών, τα καλιαρντά (γλώσσα των ομοφυλοφίλων), η ξύλινη γλώσσα των πολιτικών, η γλώσσα των αναρχικών και αντιεξουσιαστών, των μοτοσικλετιστών (μηχανόβιων), των στρατιωτικών, του ιπποδρόμου κ.ο.κ. Η κάθε τέτοια «γλώσσα μέσα στη γλώσσα», αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες της ομάδας που τη χρησιμοποιεί, με ειδικές λέξεις –κλειδιά και κωδικούς συνεννόησης.

Χαρακτηριστικό των συνθηματικών κωδίκων, ιδιολέκτων κλπ. είναι ότι εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου όπως συμβαίνει με την κάθε γλώσσα. Οι ποικίλες μομφές εναντίον των αργκό μάλλον είναι περιττές, αφού αυτές χρησιμοποιούνται μόνο μεταξύ των μελών της κάθε ομάδας και όχι στις γενικότερες κοινωνικές τους επαφές. Άλλωστε και η ίδια η καθομιλουμένη ή κοινή είναι πλήρης στοιχείων από διάφορες αργκό: «δεν προβλέπεται», «ψάρι» από τη στρατιωτική αργκό, «λυπητερή» από τη λαϊκή, «τζιτζί» από τη γλώσσα των μοτοσικλετιστών, «τεκνό» από τη γλώσσα των ομοφυλοφίλων, «κολλητός» από τη γλώσσα των νέων, «τη βρίσκω» από τη γλώσσα των τοξικομανών, «κόκκινη κάρτα» από την ποδοσφαιρική ορολογία κ.ά.

Το «λεξικό» της αργκό, έχει την δυνατότητα να μπορεί να «τρέφεται» από την επικαιρότητα, ή τις διάφορες καταστάσεις και να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις. Στο προκείμενο η σχετική μελέτη του αείμνηστου Γιώργου Κάτου καλύπτει όλο τον 20ο αιώνα.

«Κάθισε βλάμη για να τα πούμε, απόψε θέλω να ξηγηθούμε• είμαστε φίλοι και δεν αξίζει μία γυναίκα να μας χωρίζει». Ωραία τα ‘λεγε η Ρένα Ντάλλια στο τραγούδι των Παπαϊωάννου και Βασιλειάδη, αλλά ποιος σήμερα γνωρίζει τι είναι ο «βλάμης» ή η «βλάμισσα» αναρωτιέται η Λίνα Γιάνναρου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ; Στο «Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας», το έργο ζωής του πεζογράφου, εκδότη και γλωσσοδίφη Γεωργίου Κάτου, που δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του ψηφιοποιήθηκε με τη φροντίδα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και είναι πλέον διαθέσιμο σε όλους ηλεκτρονικά (georgakas.lit.auth.gr/dictionaries/index.php), διαβάζουμε: «βλάμης, ο, 1α. ο αδερφικός φίλος και γενικά ο φίλος, ο σύντροφος, αδερφοποιτός, μπράτιμος, σταυραδερφός, β. ο ερωμένος, ο εραστής, 2. παλικάρι καθώς πρέπει, ο λεβέντης, ο μάγκας, 3α. τιμητική ή φιλική προσφώνηση, β. προσφώνηση αντί ονόματος σε άτομο που δεν γνωρίζουμε το όνομά του». Είναι να μη βουτήξεις στις σελίδες του: «ματσαράγκα» είναι η απάτη, η κομπίνα, το μπαλαμούτι. Ο «πεζεβέγκης» είναι ο αχρείος άνθρωπος, ο διαβολέας, ο μασκαράς ή ο ρουφιάνος, ο προαγωγός, ο μαστροπός. Μπορεί όμως να είναι και «χαϊδευτική προσφώνηση σε άντρα». «Ελα εδώ, ρε πεζεβέγκη, πού γυρνάς απ’ το πρωί και σε ψάχνω;».

Χάρη σε τέτοιους «μασκαράδες» και πεζεβέγκηδες, μεταξύ άλλων, εντρύφησε ο Κάτος στη γλώσσα του περιθωρίου. Οπως ο ίδιος γράφει στην εισαγωγή του Λεξικού, η ουσιαστική του επαφή με την «αργκοτική» γλώσσα ήταν στις αρχές του 1960 όταν κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, Βασιλικό τότε, ως εθελοντής τηλεγραφητής: «Οσο καιρό ήμουν μαθητευόμενος στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Παλάσκας (ΚΕΠΑΛ), όπου υπάρχει και η Σχολή των Τηλεγραφητών, η περίφημη Τρούμπα του Πειραιά, που ήταν γεμάτη από καμπαρέ, οίκους ανοχής, φτηνά λαϊκά ξενοδοχεία και λαϊκούς κινηματογράφους, γίνεται από την πρώτη στιγμή ο μαγνήτης που με τραβάει κάθε φορά που παίρνω έξοδο και οι άνθρωποι που κυκλοφορούν σε αυτή, πόρνες, νταβατζήδες, τσατσάδες, μάγκες, ψευτόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, παλικαράδες, χασικλήδες, πρεζάκηδες, βαποράκια, πλανόδιοι μικροπωλητές, αβανταδόροι, παπατζήδες, πορτοφολάδες, ομοφυλόφιλοι, είναι τα καρποφόρα δέντρα από όπου αρχίζω να δρέπω τους χυμώδεις καρπούς μιας άλλης γλώσσας μας, που μέχρι τώρα μου ήταν άγνωστη. Από την πρώτη στιγμή κατακυριεύομαι από το πάθος του νεοφώτιστου.

Σημειώνω σε διάφορα χαρτάκια, χαρτοπετσετάκια, σουβέρ, μερικές φορές μέσα στη χούφτα μου, ιδίως, όμως, στο πίσω μέρος του πακέτου των τσιγάρων μου, κάθε λέξη και φράση που ακούω, τη μελετώ και την αφομοιώνω, για να μην υστερώ έναντι όλων αυτών που είναι κάτοχοι των μυστικών της, γιατί θέλω να τους καταλαβαίνω και να επικοινωνώ μαζί τους». Τα επόμενα χρόνια, η «αρρώστια» αυτή έγινε «αγιάτρευτη πληγή» όπως γράφει ο ίδιος. Τα πακέτα τσιγάρων με τις σημειώσεις όλο και πλήθαιναν, σχηματίζοντας στοίβες ολόκληρες. Το 1987, κρίνοντας ότι έχει ένα ικανοποιητικό υλικό στα χέρια του, άρχισε να διαμορφώνει το Λεξικό.

Δεν ευτύχησε να το δει δημοσιευμένο όσο βρισκόταν εν ζωή (ο Κάτος έζησε με ένταση τη ζωή με τα πάθη της, τα οποία όμως τον οδήγησαν σε πρόωρο θάνατο). Ο πιστός του φίλος όμως, Περικλής Σφυρίδης, γνωστός πεζογράφος και κριτικός δεν άντεχε να βλέπει το έργο στο οποίο είχε αφιερώσει τόσα χρόνια από τη ζωή του ο Κάτος να παραμένει στο συρτάρι. Το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας ανταποκρίθηκε άμεσα. Το έργο περιλαμβάνει 50.000 λέξεις και φράσεις, με περισσότερες από 200.000 σημασίες και 300.000 παραδείγματα από τη γλώσσα της λαϊκής, την αργκό, τη γλώσσα των μηχανόβιων, των ναρκωτικών, της φυλακής, των ναυτικών, του καφενείου, των εργατών, των νηπίων, των εφημερίδων, της τηλεόρασης, των νέων, της καθημερινής ζωής. «Πρόκειται για το έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Συνιστά την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΟΣ

Γεννήθηκε από Σερραίους γονείς το 1943 στη Θεσσαλονίκη. Από το 1965 έως το 1976 διήυθυνε το βιβλιοπωλείο «Η γωνιά του βιβλίου» (Εγνατία και Αγίας Σοφίας γωνία). Από το 1976 μέχρι το 1996 ήταν ο εκδότης του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού Το Τραμ (από το 1987 και διευθυντής του).Το 1976 ίδρυσε τις Εκδόσεις Εγνατία. Από το 1987 έως το 1995 υπήρξε επίσης εκδότης και διευθυντής της σειράς μικρών βιβλίων Τα Τραμάκια.

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1965 με το μυθιστόρημα Οι μικροί μας άγγελοι και ακολούθησαν τα εξής βιβλία: Η επιστροφή του Κάιν (μυθιστόρημα, 1966), Άπνοια (μυθιστόρημα, 1970), Η βασιλεία των κατσαρίδων (μυθιστόρημα, 1973), Τα καλά παιδιά (διηγήματα, 1980), Η αγία αλητεία (μυθιστόρημα, 1988), Ιστορίες της νύχτας (διηγήματα, 1991), Το παράπονο του Οδυσσέα (μυθιστόρημα, 1996), Η μοιραία γυναίκα στη ζωή του κυρίου Ιωάννη (μυθιστόρημα, 2004) και Η ορχήστρα της ζωής (αφήγημα, 2004).

Επί σαράντα χρόνια έγραφε Το λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας, το οποίο, ύστερα από διάφορες εκδοτικές περιπέτειες, φαίνεται να βρίσκει το δρόμο του για το τυπογραφείο.
Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά και ολλανδικά. Τα διηγήματά του «Το γράμμα» και «Τα νεκροταφεία» έγιναν τηλεταινίες οι οποίες προβλήθηκαν από την κρατική τηλεόραση.
Από το 1989 μέχρι το 1990 ήταν τακτικός συνεργάτης του ραδιοσταθμού Antenna Θεσσαλονίκης για θέματα λογοτεχνίας.
Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 2007 (5 Ιουλίου)