Ενεργειακά και περιβαλλοντικά βιώσιμα χρηματοοικονομικά

Του Ιωάννη Παπαδόπουλου
αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι συνηθισμένα να σταθμίζουν τους κινδύνους των επιχειρηματικών σχεδίων που τους υποβάλλονται προτού χορηγήσουν δανεισμό. Όμως είναι σαφές ότι η κουλτούρα και τα κίνητρα των εμπλεκομένων μερών στη χρηματοοικονομική σφαίρα είναι προσανατολισμένα κατά κύριο λόγο στο βραχυπρόθεσμο όφελος και όχι στις μακροπρόθεσμα βιώσιμες επενδύσεις. Το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό είναι οι κίνδυνοι που πηγάζον από την κλιματική αλλαγή: πρόκειται για περιβαλλοντικούς και ενεργειακούς κινδύνους που είναι μη γραμμικοί, μη κυκλικοί και μακροπρόθεσμοι, δηλαδή ουσιαστικά εντελώς απρόβλεπτοι, μη επαναλαμβανόμενοι περιοδικά και μη αποσβέσιμοι σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Τα παραδεδομένα μοντέλα ανάλυσης ρίσκου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δυσκολεύονται να αφομοιώσουν αυτούς τους κινδύνους αντί για τους συνηθισμένους, πιο βραχυπρόθεσμους, κινδύνους. Όμως αυτή η δομική έλλειψη είναι ικανή να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο τη σταθερότητα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος στο μέλλον.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον πολλά υποσχόμενο τομέα της ενεργειακής απόδοσης κτιρίων. Οι επενδυτικές ανάγκες για την ενεργειακή αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων ή των υπό κατασκευή κτιρίων, σε συνδυασμό με τον ενεργειακό τους εφοδιασμό με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχουν υπολογιστεί σε περίπου 180 δις ευρώ το χρόνο στην ΕΕ. Είναι απολύτως σαφές ότι τέτοιου είδους χρηματοδοτική μάζα δεν μπορεί να κινητοποιηθεί πια από μόνο τον δημόσιο τομέα. Απαιτείται ταχεία οικοδόμηση ιδιωτικών κεφαλαίων προκειμένου να επιτευχθεί ο διττός στόχος της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής μέσω της μείωσης της ενεργειακής σπατάλης και του εκσυγχρονισμού των υποδομών της οικονομίας. Εδώ όμως γεννάται το ζήτημα της έλλειψης μιας εξειδικευμένης περιβαλλοντικά βιώσιμης συμβουλευτικής: οι κλασικοί τραπεζίτες, όπως προείπα, δεν έχουν εκπαιδευθεί ούτε έχουν εμπειρία στην ένταξη των περιβαλλοντικών κινδύνων στα χρηματοοικονομικά τους μοντέλα. Απαιτείται κάποιου είδους οδηγός σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να υπάρξει σοβαρή και συνεκτική καθοδήγηση των μελλοντικών επενδύσεων στην πράσινη οικονομία. Το διακύβευμα δεν είναι άλλο από την ανάγκη ενός σιωπηλού μετασχηματισμού προς ένα νέο βιώσιμο μοντέλο αγορών κεφαλαίων. Κατά κύριο λόγο, τα εμπλεκόμενα μέρη αναμένουν από την ΕΕ να αναπτύξει ένα σοβαρό σχέδιο δράσης που να θέτει πρότυπα για «Πράσινα Ομόλογα» (Green Bonds) και να μεταρρυθμίσει την υπάρχουσα νομοθεσία σχετικά με τη λογιστική αποτύπωση των κανόνων που αφορούν την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή. Αυτό είναι το σήμα που αναμένουν εκείνα τα επενδυτικά ταμεία που σήμερα διαθέτουν μια πρωτοφανή ρευστότητα και επιθυμούν να τοποθετηθούν πιο μακροπρόθεσμα σε ενεργειακά και περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις, όπως για παράδειγμα στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης ακινήτων.

Έτσι, τα χορηγούμενα ενυπόθηκα δάνεια δε θα πρέπει να γίνονται αντικείμενο ομοιόμορφης ρύθμισης, αλλά να διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν κατευθύνονται ή όχι σε ενεργειακά αποδοτικά κτίρια, καθώς η βελτίωση του ενεργειακού προφίλ εντός κτιρίου από ενεργοβόρο σε «παθητικό» (δηλαδή σε κτίριο που καταναλώνει όση ενέργεια αντλεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) ή ακόμα και σε παραγωγό ενέργειας, θα έχει μακροπρόθεσμη επίπτωση στη φερεγγυότητα του δανειολήπτη. Με άλλα λόγια, οι πιθανότητες πτώχευσης μια κατασκευαστικής εταιρείας θα μειώνονται όσο αυξάνεται η ενεργειακή απόδοση της κατασκευής. Αυτό που ακόμα δεν έχει γίνει κατανοητό από τους κλασικούς τραπεζίτες είναι ότι μια επένδυση σε ενεργειακή απόδοση επηρεάζει άμεσα την αξία μιας κατοικίας ή μιας βιομηχανικής εγκατάστασης αρκετά παραπάνω από την αναμενόμενη εξοικονόμηση στην κατανάλωση ενέργειας αυτών των κτιρίων. Εφόσον οι τραπεζίτες μπορέσουν να ενσωματώσουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη μιας τέτοιας επένδυσης, αυτό θα τους βοηθήσει να μετριάσουν το ρίσκο της.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προβεί σε κάποιες προσαρμογές των λογιστικών κανόνων προς όφελος των βιώσιμων επενδύσεων. Έτσι, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Eurostat αναθεώρησε τους κανόνες της προκειμένου να επιτρέψει στις τοπικές και περιφερειακές αυτοδιοικήσεις να μη λογαριάζουν ως δημόσιο χρέος τις δαπάνες που κάνουν για ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων στα πλαίσια ενός συμβολαίου επιδοτούμενης ενεργειακής απόδοσης. Τώρα όμως θα προχωρήσει ακόμα περισσότερο: εντός του Μαρτίου θα παρουσιάσει ένα Σχέδιο Δράσης, το οποίο θα περιλαμβάνει μια «εναρμονισμένη ταξινομία» για να μπορούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αξιολογούν σωστά τους κινδύνους των διαφόρων χρηματοοικονομικών προϊόντων ανάλογα με την ενεργειακή και περιβαλλοντική τους απόδοση. Εφόσον η ΕΕ κατορθώσει να αποτρέψει τον κίνδυνο του «πράσινου ξεπλύματος» (“greenwashing”), δηλαδή της παρουσίασης κοινών σχεδίων ως τάχα βιώσιμων και περιβαλλοντικά αποδοτικών προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκούς όρους δανεισμού, τότε θα ανοίξει μπροστά μας ένας πράσινος και θαυμαστός καινούριος χρηματοοικονομικός κόσμος.

SHARE