ΔΝΤ: Μειώστε τους φόρους

Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει αδύναμη, και η παραγωγικότητα νωθρή μαζί με τους μισθούς, εν μέσω υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Με τον τρόπο αυτόν, το ΔΝΤ περιγράφει τον αντίκτυπο των δυσβάσταχτων φόρων στην ελληνική οικονομία, συστήνοντας την αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ως προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάκαμψη.

Ειδικότερα, μέσα από την πρόσφατη έκθεση του άρθρου 4, το Ταμείο προτείνει τη μείωση του υψηλού φορολογικού βάρους στην εργασία και την ενοποίηση των συντελεστών ΦΠΑ με χαμηλότερο θεσμοθετημένο συντελεστή.

Παράλληλα, μιλά για την ανάγκη καλύτερης στόχευσης των δαπανών στον τομέα της κοινωνικής στήριξης, φέρνοντας το παράδειγμα της έκπτωσης στην τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας κατοικιών για τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα, και προκρίνει την επανεξέταση άλλων τμημάτων του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, όπως τα επιδόματα αναπηρίας, με διττό στόχο αφενός την αποτελεσματικότερη κοινωνική προστασία και αφετέρου την εξοικονόμηση δαπανών για τη δημιουργία περιθωρίων μείωσης της φορολογίας.

Εξάλλου, επαναλαμβάνει τη θέση του για την αναγκαιότητα της μείωσης της κρατικής δαπάνης για τις συντάξεις το 2019 και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης μέσω της μείωσης του αφορολόγητου το 2020: «θα δημιουργήσει χώρο για μειώσεις φόρων και πιο στοχευμένη κοινωνική αρωγή, διαμορφώνοντας τις συνθήκες για επενδύσεις και πιο συνεκτική ανάπτυξη».

Το ΔΝΤ ζητεί από την ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει «πιο βιώσιμα μέτρα ελέγχου των δαπανών» και, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ως κομβικό στοιχείο τον περιορισμό των νέων προσλήψεων στον δημόσιο τομέα.

«Ενώ μια μείωση των φορολογικών συντελεστών θα ήταν σημαντική για την απασχόληση και τις επενδύσεις, δεν παρέχονται λεπτομέρειες, πέρα από τη δέσμευση για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα προωθηθεί ένα μίγμα πολιτικής φιλικό προς την ανάπτυξη, με δεδομένη την τήρηση των πρωτογενών στόχων την περίοδο μετά το πρόγραμμα», επισημαίνει η έκθεση του ΔΝΤ.

Το Ταμείο διαπιστώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να επιτύχει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους, προέβη σε μια σφοδρή συμπίεση κεφαλαίου και άλλων δαπανών, σε συνδυασμό με αυξήσεις στους ήδη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Επιπλέον, στέκεται στην ανάγκη ενδυνάμωσης της φορολογικής συμμόρφωσης στην Ελλάδα και μείωσης του εκτεταμένου ληξιπρόθεσμου χρέους προς το κράτος, χωρίς να παραλείψει το σκέλος της αποτελεσματικότητας της φορολογικής διοίκησης.

Σε κάθε περίπτωση, το ΔΝΤ διατυπώνει με έμφαση την άποψη ότι, αν υπάρξει δημοσιονομικός χώρος την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, θα πρέπει να διατεθεί ισομερώς και για φορολογικές ελαφρύνσεις.

Πώς προέκυψε το πλεόνασμα του 2017

Η υπεραπόδοση στο δημοσιονομικό πρωτογενές αποτέλεσμα το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σημαντική συμπίεση δαπανών. Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 4,2% του ΑΕΠ, έναντι στόχου για 1,75%. Τα έσοδα ήταν σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένα με τις προβολές της αποστολής, αλλά οι δαπάνες ήταν σχεδόν 3% του ΑΕΠ χαμηλότερες. Οι δαπάνες για συντάξεις εμφανίστηκαν μειωμένες λόγω της καθυστέρησης στη διεκπεραίωση των αιτήσεων και λιγότερων επιλέξιμων συνταξιούχων. Οι δαπάνες για επενδύσεις ήταν 1% του ΑΕΠ χαμηλότερες από την αρχική προβολή λόγω καθυστερήσεων στην απορρόφηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και εξαιτίας διοικητικής συμφόρησης.