Μπονζούρ και μπονσουάρ!

«Ο αξιότιμος κ. Κοκός έχει πόζα, ο μπα­μπάς του κ. Κοκού έχει σεβάσμια κοι­λιά κι η μαμά του κ. Κοκού έχει μαλλιά βαμμένα λουλακιά κι ένα ζευγάρι χρυσά φασαμέν που τα σηκώνει και κοιτά τον κόσμο σαν κουνούπι. Οικογένεια, που λένε, της ανωτάτης αριστοκρατίας». («Νέα Γενιά», 15 Ιουνίου 1945)

Ο Ψαθάς δεν κάνει αστεία. Πολλοί Κοκοί έχουν και στις μέρες μας τα ηνία. Μπονζούρ και μπονσουάρ!

Οι Σουσούδες στη σειρά.

Πού είναι οι αστοί; Οι σωστοί δεν φαίνονται, γιατί την πόζα σιχαίνονται. Μην ταυτίζετε την «αστική κοινωνία» με την «πλουτοκρατία». Μην τη συγχέετε με ένα συνονθύλευμα ενός αδιαμόρφωτου «πλήθους», το οποίο κάποια περίοδο κατόρθωσε ν’ ανέβει. Πείτε αλεύρι. Το υπόβαθρο, κοινωνικό και πολιτισμικό, τον αστό γυρεύει. Την πειθαρχημένη ζωή, τους μακροπρόθεσμους στόχους, την εθνική συνείδηση, την εξωστρέφεια, το ήθος και έθος, την εργασιακή ηθική, την παράδοση ευθύνης, τη συνοχή.

Σε τούτα δω τα χώματα γίναν αλλιώς τα δώματα. Η «αστική κοινωνία» οικοδομήθηκε με προκαπιταλιστικούς κανόνες και στην πορεία ένα τμήμα της διαπλέχθηκε με δραστηριότητες, από τις οποίες, ας το πούμε κομψά, λείπαν οι ποιότητες. Πέσαν πολλοί καλλωπισμοί και κάλπικες φιλοτεχνήσεις, το «φαίνεσθαι» κυριάρχησε στις ειδήσεις και αναπαύτηκε στης Μυκόνου τις χρήσεις.

Ελλειμματικό δεν ήταν μόνο το δημόσιο ταμείο, ελλειμματικό είναι και το ιερατείο. Κοιτάζει πώς θα τα βολέψει οίκαδε, πώς θα φανεί. Ακόμη και μετά από επτά χρόνια κρίσης στη γραμμή;

Τι τα θες. Μπορείς να κατηγορήσεις ταύρο διότι έχει κέρατα; Να ψέξεις το νερόβραστο αστό γιατί μετράει την προκοπή και την περηφάνια με το γιορντάνι; Δεν φταίει ο ίδιος, τόσος είναι. Ό,τι του επιτρέπει η σκευή του κάνει. Έτσι, έπιασε λιμάνι, κάπως έτσι με τη δύναμη έβαλε στεφάνι. Με ύφος πολυάσχολο και βαριεστημένο. Πουγκιά και παγωμένα χαμόγελα. Φράγκα, μόστρα, πόστα.

Απρεπές, πώς τολμάς τέτοια να λες. Σιλάνς…