Βαθαίνει η κρίση στη Δικαιοσύνη και η ρήξη με τις επιδιώξεις της απερχόμενης προέδρου του Α.Π. Β. Θάνου να παραμείνει γι’ άλλα τρία χρόνια.

Καταδικαστικές δηλώσεις από τους πρώην προέδρους του ΔΣΑ και των δικηγορικών συλλόγων όλης της χώρας.

Εκείνη επιμένει στο αίτημα και τους σχεδιασμούς της για συμπαράσταση και πίεση των κομμάτων και της Πολιτείας.. Ωστόσο, τα αποτελέσματα είναι φτωχά , η κρίση στον χώρο της Δικαιοσύνης βαθαίνει, οι αντιρρήσεις από δικαστικούς λειτουργούς και κορυφαίους παράγοντες πληθαίνουν Προβληματίζουν σοβαρά, όλους εκτός της Προέδρου του Αρείου Πάγου, η οποία επανέρχεται με νέα της δήλωση, όμοιας επιθετικής και διαιρετικής.

Οι κκ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Σπύρος Βλαχόπουλος, Γιώργος Γεραπετρίτης, Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ιφιγένεια Καμτσίδου, Γιώργος Κασιμάτης, Ξενοφών Κοντιάδης, Αντώνης Μανιτάκης, Παναγιώτης Μαντζούφας, Λίνα Παπαδοπούλου, Γιώργος Σωτηρέλης, Γιάννης Τασόπουλος, Σταύρος Τσακυράκηςκαι Πηνελόπη Φουντεδάκη, ομότιμοι καθηγητές, καθηγητές και αναπληρωτές καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, προέβησαν στην ακόλουθη δήλωση για το ζήτημα που ανέκυψε σχετικά με το όριο ηλικίας των ανώτατων δικαστικών λειτουργών:

1. Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου συγκάλεσε τη διοικητική ολομέλεια του Δικαστηρίουστην οποία εισηγείται ότι η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι ανώτατοι δικαστικοί «αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους», πρέπει να ερμηνευθεί πως σημαίνει: πρώτον, ότι απαγορεύεται να παυθούνπροτού συμπληρώσουν το 67οέτος? και, δεύτερον, ότι επιτρέπεται, αν οι ίδιοι το επιθυμούν, να παραταθεί η θητεία τους και πέραν του 67ου έτους. Αλλιώς, υποστηρίζει η κ. Πρόεδρος, οι δικαστές υφίστανται δυσμενή διάκριση, η οποία, κατά την άποψή της, είναι αντίθετη με Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. H παύση, εν τούτοις, δικαστικού λειτουργού ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις του Συντάγματος (τα άρθρα 88 παρ. 4 και 91), χωρίς να συναρτάται με την ηλικία του λειτουργού. Εξ άλλου, το ενωσιακό δίκαιο, όπως έχει μάλιστα ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της ΕΕ, δεν αποδοκιμάζει διατάξεις που θέτουν αντικειμενικά ηλικιακά όρια στη συνταξιοδότηση (βλ. ιδίως στις υποθέσεις C-411/05 και C-250/09), ούτε μπορεί να εφαρμοσθεί όταν πρόκειται για εθνική κανονιστική ρύθμιση, αν δεν υφίσταται κανένα συνδετικό στοιχείο με το ενωσιακό δίκαιο (υπόθεση C-268/15). Πολλώ δε μάλλον που η ρύθμιση της σταδιοδρομίας των δικαστών -και των δημόσιων λειτουργών γενικότερα- δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, οι λέξεις «αποχωρούν υποχρεωτικά» (και μάλιστα στις 30 Ιουνίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν τα 67, όπως ορίζει ρητά το Σύνταγμα), δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να ερμηνευθούν ότι σημαίνουν «αποχωρούν αν το θέλουν».

3. Εντελώς αβάσιμα είναι βέβαια και τα περί διακρίσεων σε βάρος των δικαστών. Διότι δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές συνταγματικές διατάξεις. Διαφορετικά, κάθε ηλικιακός προσδιορισμός που υπάρχει στο Σύνταγμα (όπως π.χ. για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 40 χρονών, ή για τον βουλευτή, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 25) θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση και να ερμηνευθεί έτσι ώστε να παραμερισθεί ησχετική ρύθμιση, παρ’ ότι είναι σαφής.

4. Τα μέλη του Αρείου Πάγου καλούνται, επομένως, να υιοθετήσουν μιαν ερμηνεία έωλη, αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, η οποία απειλεί να πλήξει ανεπανόρθωτα όχι μόνο το κύρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και την δεσμευτικότητα του Συντάγματος. Αν στο μέλλον θέλει θεωρηθεί ότι οι Ανώτατοι Δικαστές πρέπει να αποχωρούν στα 70 ή στα 75 τους, μια μόνο λύση υπάρχει: να αναθεωρηθεί το άρθρο 88 του Συντάγματος.

5. Ως καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου φρονούμε ότι η εισήγηση της κ. Προέδρου πρέπει να απορριφθεί χωρίς δισταγμούς και επιφυλάξεις. Μόνον έτσι θα διασφαλισθεί το κύρος της δικαιοσύνης και του Συντάγματος.

Ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών του ΣτΕ

Σκληρή ανακοίνωση με την οποία αντιτίθεται στην ενδεχόμενη αύξηση του ορίου ηλικίας, εξέδωσε η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ. Η Ένωση συνδέει ευθέως την αποχώρηση των ανώτατων δικαστών στο 67ο έτος και την ανανέωση του σώματος με τη Δημοκρατία και βασικές επιλογές της.
«Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 5 του Συντάγματος είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και δεν είναι δεκτική αντίθετης ερμηνείας που θα ανέτρεπε την ασφάλεια δικαίου, στην οποία αποβλέπει κάθε πολίτης και την οποία είναι ταγμένοι να υπηρετούν οι δικαστές. Συνεπώς, η συζήτηση γύρω από το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών μπορεί να γίνει μόνο με τελικό σκοπό τη διατύπωση πρότασης για την αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος. Οποιαδήποτε άλλη λύση δίνει τη δυνατότητα να ανατρέπονται διατάξεις του Συντάγματος», τονίζεται.

Η ανακοίνωση έχει ως εξής:

Με αφορμή τη δημόσια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών, το Δ.Σ. της Ένωσης των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας επισημαίνει τα εξής:

1) Η δικαστική ανεξαρτησία κατοχυρώνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά Συντάγματα και συνδέεται ευθέως με τις θεμελιώδεις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και του κράτους δικαίου. Η δικαστική ανεξαρτησία περιλαμβάνει προσωπικές και λειτουργικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα, μεταξύ των οποίων σημαίνουσα θέση κατέχει ο καθορισμός συγκεκριμένου ορίου ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου οι δικαστές αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία.

2) Ο καθορισμός από το Σύνταγμα του 1975 συγκεκριμένου ορίου ηλικίας αποτρέπει παρεμβάσεις του νομοθέτη που θα αποσκοπούσαν είτε στην παράταση παραμονής ήδη υπηρετούντων ανώτατων δικαστών είτε στην πρόωρη απομάκρυνσή τους με την μείωση του ορίου, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την ανανέωση των προσώπων στις ανώτατες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας που αποτελεί βασική επιλογή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.

3) Η επιλογή του Συντάγματος 1975 οφείλεται στις πικρές εμπειρίες που έζησε το δικαστικό σώμα και γενικότερα η ελληνική πολιτεία και κοινωνία, από τις παρεμβάσεις του νομοθέτη στον καθορισμό του ορίου ηλικίας με σκοπό την εκκαθάριση του δικαστικού σώματος από πρόσωπα “μη αρεστά” στην εκτελεστική εξουσία και την προώθηση άλλων που θεωρούνταν “ημέτεροι”.

4) Οι παρεμβάσεις αυτές παρατηρούνται από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά (ΑΝ 1912/1939), από τις κατοχικές κυβερνήσεις (ΝΔ 266/1941, ΝΔ 1380/1942) και από κυβερνήσεις κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (ΑΝ 721/1945).

5) Το Συμβούλιο της Επικρατείας, επί προσφυγής του αποχωρήσαντος προέδρου του Αρείου Πάγου λόγω μείωσης του ορίου ηλικίας, με την απόφαση 46/1945 έκρινε αντισυνταγματικό τον ΑΝ 721/1945 με τη σκέψη ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 88 παρ. 2 Σ. 1911 ειδικός νόμος μόνον εφάπαξ μπορούσε να εκδοθεί, διότι αντίθετη εκδοχή που θα επέτρεπε τη διαρκή αυξομείωση των ορίων ηλικίας θα οδηγούσε σε ουσιώδη μείωση της συνταγματικής εγγύησης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου απαλλάχθηκε εκ νέου από την υπηρεσία με β.δ. εκδοθέν, αυτή τη φορά, κατ’ επίκληση της 93/1946 συντακτικής πράξης, αλλά η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την 370/1946 απόφαση έκρινε και την εν λόγω συντακτική πράξη αντισυνταγματική, ακυρώνοντας το ως άνω β.δ.

6) Έχοντας επίγνωση των προβλημάτων και των ανωμαλιών που δημιουργήθηκαν και είχαν ως στόχο την ποδηγέτηση της δικαιοσύνης, το Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 88 παρ. 2) ρύθμισε το ίδιο κατά τρόπο εξαντλητικό το ζήτημα των ορίων ηλικίας των δικαστικών λειτουργών αφαιρώντας οριστικά τη σχετική εξουσία από τον νομοθέτη. Την ίδια επιλογή ακολούθησε και ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 (άρθρο 88 παρ. 5), ρυθμίζοντας κατά τρόπο αποκλειστικό το όριο ηλικίας, όπως συνάγεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες θέσπισης του Συντάγματος 1975 (Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής σ. 203 επ., 287επ., Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Επίσημα Εστενογραφημένα Πρακτικά της Ολομέλειας της Επιτροπής του Συντάγματος 1975 σ. 384 – 393, Βουλή
των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975 σ. 603 επ., 624 επ., 751επ.). Όπως δε έχει κριθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ο καθορισμός από το Σύνταγμα του ορίου υποχρεωτικής αποχώρησης από την υπηρεσία των δικαστικών λειτουργών δεν θίγει την αρχή της ισότητας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4581/1983).

7) Εξάλλου, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, το οποίο σέβεται την συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών (άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του Συντάγματος για την δικαστική ανεξαρτησία. Σε πρόσφατη, μάλιστα, απόφασή του το ΔΕΕ έκρινε ότι η υποχρεωτική αποχώρηση δικαστικών λειτουργών από την υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση ανάλογου ορίου ηλικίας δεν αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 21.7.2011, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/2010 και C-160/2010, Gerhard Fuchs και Peter Kohler).

Σημειωτέον δε ότι και με την απόφαση του Ανώτερου Διοικητικού Δικαστηρίου της Έσσης (Hessischer VGH, Beschluss vom 19.8.2013 – Az 1 B 1313/13) κρίθηκε ότι η υποχρεωτική αποχώρηση δικαστών από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση συγκεκριμένου ορίου ηλικίας δεν αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο και, με τον τρόπο αυτό, ανατράπηκε η προγενέστερη διάταξη της 16.5.2013 του Διοικητικού Δικαστηρίου της Φρανκφούρτης (VG Frankfurt am Main, Beschluss vom 16.5.2013, Az. 9 L 1393/13.F), με την οποία, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είχαν κριθεί τα αντίθετα.

8) Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 5 του Συντάγματος είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και δεν είναι δεκτική αντίθετης ερμηνείας που θα ανέτρεπε την ασφάλεια δικαίου, στην οποία αποβλέπει κάθε πολίτης και την οποία είναι ταγμένοι να υπηρετούν οι δικαστές. Συνεπώς, η συζήτηση
γύρω από το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών μπορεί να γίνει μόνο με τελικό σκοπό τη διατύπωση πρότασης για την αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος. Οποιαδήποτε άλλη λύση δίνει τη δυνατότητα να ανατρέπονται διατάξεις του Συντάγματος με σαφές και ανεπιφύλακτο περιεχόμενο.

Ανακοίνωση της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών

Με αφορμή την από 19.1.2017 δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Σταύρου Κοντονή, σύμφωνα με την οποία «το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως ανώτατο δικαστήριο της χώρας, μπορεί να αναλάβει συνολικά την επίλυση όλων των συνταξιοδοτικών υποθέσεων, οι οποίες θα προκύψουν από τη συγκρότηση του νέου συνταξιοδοτικού φορέα», λύση που «πρέπει να υλοποιηθεί το συντομότερο δυνατό» η Ένωση Διοικητικών Δικαστών:

Επισημαίνει:1.- ότι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας εδώ και 40 χρόνια είναι τα κατεξοχήν δικαστήρια εκδίκασης των συνταξιοδοτικών διαφορών (πλην αυτών των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου). Συνεπώς, τέτοιας βαρύτητας και σημασίας αλλαγή στη δικαιοδοσία εκδίκασης των εν λόγω διαφορών θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να προκύψει κατόπιν σοβαρής διαβούλευσης με τους αρμόδιους φορείς και προεχόντως με το Συμβούλιο της Επικρατείας και την Ένωση Διοικητικών Δικαστών. 2. – Η μεταφορά των εν λόγω κατηγοριών υποθέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο θα δημιουργήσει περαιτέρω προσκόμματα στο δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη της πλειοψηφίας των συνταξιούχων που κατοικούν στην περιφέρεια, οι οποίοι σήμερα έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στο αρμόδιο κατά τόπο διοικητικό δικαστήριο της κατοικίας της περιοχής τους.

Η νέα επίμονη ανακοίνωση της Προέδρου του Αρείου Πάγου

Οι ανακοινώσεις ορισμένων μελών επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων, σχετικά με τη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, της 26-1-2017 είναι αδικαιολόγητες και δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, και τούτο διότι με το περιεχόμενο των ανακοινώσεών τους προσπαθούν να στοχοποιήσουν προσωπικά την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, παρότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι:

1) Το αίτημα αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης των Δικαστών δεν είναι αίτημα προσωπικό, αλλά αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι κατ΄ επανάληψη είχαν απευθυνθεί και εξακολουθούν να απευθύνονται και στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας να στηρίξει το δίκαιο και νόμιμο αίτημά τους.

2) Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαθέτει απόλυτα νόμιμο δικαίωμα (άρθ. 14 παρ. 2 και 4 ΚΟΔΚΔΛ – Ν. 1756/1988) να συγκαλεί την Ολομέλεια, για να γνωμοδοτήσει επί νομικών ζητημάτων, δικαίωμα το οποίο και κατά το παρελθόν συχνά έχει ασκήσει ο εκάστοτε Πρόεδρος. Τα μέλη της Ολομέλειας είναι εκείνα, τα οποία θα αποφασίσουν για την νομική ορθότητα, τη βασιμότητα και τη συνταγματικότητα ή μη των τεθέντων ερωτημάτων.
Ας αφήσουν λοιπόν ανεπηρέαστους τους Δικαστές του Αρείου Πάγου, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη ούτε υποδείξεων
ούτε παραινέσεων, για να εκφράσουν την επιστημονική τους άποψη.
Οι ανακοινώσεις των ως άνω φορέων λίγες μόλις ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Ολομέλειας και χωρίς να αναμένουν για να ακουσθεί και η αντίθετη προς τη δική τους νομική άποψη, μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι συνιστούν ανεπίτρεπτη προσπάθεια επηρεασμού και παρεμπόδισης της ελεύθερης έκφρασης γνώμης των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποτελούν σαφή παρέμβαση, για την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου

Παξινός- Αδαμόπουλος: Μόνο με αναθεώρηση Συντάγματος μπορεί να παραταθεί το όριο συνταξιοδότησης των δικαστών

Μόνο με την αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να γίνει παράταση του ορίου συνταξιοδότησης των δικαστών και εισαγγελέων, τόνισαν με ανακοίνωσή τους δύο πρώην πρόεδροι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και των δικηγορικών συλλόγων όλης της χώρας.
Ο Δημήτρης Παξινός και ο Γιάννης Αδαμόπουλος υπογραμμίζουν στη δήλωσή τους ότι η ανακίνηση του ζητήματος μόνο επιβλαβείς συνέπειες μπορεί να έχει. Το θέμα έχει προκαλέσει «πόλεμο» στις τάξεις της Δικαιοσύνης, με ανακοινώσεις από όλες τις πλευρές.
«Είναι ανεξήγητες οι κατά καιρούς ερμηνευτικές προσπάθειες να παρακαμφθεί το γράμμα του Συντάγματος με ελαστική ερμηνεία του ή απόπειρα νομοθετικής εξειδίκευσης του περιεχομένου του, εκεί όπου τέτοια απόκλιση δεν είναι δυνατή», αναφέρουν οι δύο πρώην πρόεδροι του ΔΣΑ.
Παράλληλα, υπογραμμίζουν ότι οι νόμοι δεν πρέπει να θεσπίζονται«φωτογραφικά», ούτε όμως και να ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο, ιδιαίτερα μάλιστα αν ο ερμηνευτής αντλεί o ίδιος έννομα συμφέροντα από την ερμηνεία που επιχειρεί.

Αναλυτικά η δήλωσή τους:
«Μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις ευνομίας είναι οι νόμοι να προορίζονται για άδηλο και αφηρημένο αριθμό περιπτώσεων στο μέλλον. Ούτε πρέπει να θεσπίζονται «φωτογραφικά», ούτε όμως και να ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο, ιδιαίτερα μάλιστα αν ο ερμηνευτής αντλεί o ίδιος έννομα συμφέροντα από την ερμηνεία που επιχειρεί. Όλα αυτά προφανώς ισχύουν πρωτίστως για το Σύνταγμα, νόμο υπέρτατης τυπικής ισχύος και καταστατικό χάρτη της Πολιτείας.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι ανεξήγητες κατά καιρούς ερμηνευτικές προσπάθειες να παρακαμφθεί το γράμμα του Συντάγματος με ελαστική ερμηνεία του ή απόπειρα νομοθετικής εξειδίκευσης του περιεχομένου του, εκεί όπου τέτοια απόκλιση δεν είναι δυνατή. Τέτοια περίπτωση εξ ορισμού στενής ερμηνείας είναι η ρητή διάταξη του άρθρου 88 παρ.5 για τα όρια ηλικίας των δικαστών. Γνήσιοι αντικειμενικοί περιορισμοί, όπως οι αριθμητικοί, αίρονται μόνον με την τροποποίηση των διατάξεων που τους περιέχουν και όχι με ερμηνευτικές ή άλλες αλχημείες της διοικητικής πρακτικής. Ούτε βέβαια μπορούν να καμφθούν με επίκληση άλλων διατάξεων του Συντάγματος, δήθεν υψηλότερης τυπικής ισχύος. Όλες οι συνταγματικές διατάξεις είναι ίσης τυπικής ισχύος και δεν υπάρχουν «αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος».

Αλλά και από δικαιοπολιτική σκοπιά, το ηλικιακό όριο αποτυπώνει την ορθή βούληση του συντακτικού νομοθέτη η ισοβιότητα να εξισορροπείται από ρητά εχέγγυα ανανέωσης του σώματος και εξορθολογισμού της επετηρίδας. Δεν είναι ούτε «κυρωτική» ούτε «συνταξιοδοτική» η ρύθμιση. Αντιθέτως, διασφαλίζει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης μέσα από τη συνέχεια του έμψυχου προσωπικού των λειτουργών της.

Σε κάθε περίπτωση, χωρίς να έχει προηγηθεί αναθεώρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης, η ανακίνηση του ζητήματος μόνο επιβλαβείς συνέπειες μπορεί να έχει. De lege lata, δηλαδή σε επίπεδο τεθειμένου δικαίου, είναι απολύτως μετέωρη και κινδυνεύει να προξενήσει ανασφάλεια δικαίου για την ταυτότητα του φυσικού δικαστή και για το κύρος των αποφάσεων της πολύπαθης ελληνικής Δικαιοσύνης. De lege ferenda, δηλαδή σε επίπεδο σκοπούμενης μελλοντικής τροποποίησης, κινδυνεύει να χάσει την όποια δικαιοπολιτική χρησιμότητά της, όταν δεν διατυπώνεται στο πλαίσιο μιας γενικής θεματικής για την αναθεωρητική πρωτοβουλία και, αντιθέτως, ταυτίζεται με προσωπικές διαδρομές και επιδιώξεις. Θα ήταν, λόγου χάρη, πολύ επωφελέστερο μια πρόταση για την αναθεώρηση των ορίων ηλικίας (όχι κατ’ ανάγκην απορριπτέα) να συνοδεύεται και από την αντίστοιχη για την τροποποίηση του τρόπου προαγωγής στις θέσεις Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων και τον απογαλακτισμό της σχετικής διαδικασίας από την εκτελεστική εξουσία».