Ανατροπή από δυο αποφάσεις περιφερειακών Ειρηνοδικείων. Ναι στην καταβολή και μάλιστα αναδρομικά του δώρου Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας.

Το σκεπτικό των δύο δικαστηρίων, που αποκαλύπτει ένα γενικότερο προβληματισμό στο χώρο της Δικαιοσύνης για τις περικοπές στα μισθολογικά δικαιώματα των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, και στους ΟΤΑ.

«Ναι» στην καταβολή των επιδομάτων δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας λένε δύο περιφερειακά Ειρηνοδικεία, κρίνοντας αντισυνταγματική την κατάργησή τους με τον νόμο 4093/12 (2ο Μνημόνιο) από 1-1-2013, για διάφορες κατηγορίες εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, και δικαιώνοντας υπαλλήλους ΟΤΑ. Το αποκαλύπτει δημοσίευμα στο ΕΘΝΟΣ και δεν πρόκειται για τις πρώτες αποφάσεις της κατηγορίας αυτής αλλά έχουν προηγηθεί κι άλλες διάσπαρτες στην ελληνική δικαστική επικράτεια. Όμως με μικρά δικαστήρια, με ενστάσεις από το Δημόσιο και με δικαίωση μόνο όσων, ελάχιστων ,προσφεύγουν.

Αντισυνταγματική κρίθηκε από δύο Ειρηνοδικεία η κατάργηση των επιδομάτων δώρων για το δημόσιο

Αξιοποιώντας την πρώτη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για το 1ο Μνημόνιο που έθεσε «κόκκινες γραμμές» και προϋποθέσεις εν όψει νέων μειώσεων αποδοχών, τα Ειρηνοδικεία έκριναν τις περικοπές των επιδομάτων αυτών αντίθετες στο Σύνταγμα και σε διεθνείς συνθήκες, επειδή στερούν από τους εργαζόμενους αυτούς το ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης που δικαιούνται.

Οι δικαστικές αποφάσεις «ξαναζωντανεύουν» για τους υπαλλήλους που δικαίωσαν το δικαίωμά τους να εισπράξουν για μία 2ετία από 2.000 ευρώ ο καθένας (αφού το μέχρι τότε επίδομα ανερχόταν σε 500 ευρώ για το δώρο Χριστουγέννων και από 250 για το Πάσχα και την άδεια), καθιστώντας άμεσα εκτελεστό το σκέλος τους για τις μισές τουλάχιστον οφειλόμενες αποδοχές (1.000 ευρώ στον καθένα).

Οι συγκεκριμένες αποφάσεις θεωρείται βέβαιο ότι θα προσβληθούν σε ανώτερους δικαστικούς σχηματισμούς, αφού η Πολιτεία αποφεύγει ακόμα να εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές παρόμοιες περικοπές για τους συνταξιούχους, στους οποίους θα έπρεπε κανονικά να είχαν επιστραφεί και να καταβάλλονται τα αντίστοιχα επιδόματα (400 και 200 ευρώ) που προβλέπονταν πριν από την αντισυνταγματική κατάργησή τους.

Στις δικαστικές αποφάσεις επισημαίνεται ότι δεν επιτρέπεται η θέσπιση νομοθετικών μέτρων (ανεξαρτήτως του δημόσιου συμφέροντος σκοπού που εξυπηρετούν), εάν συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης ή δραματική συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας και του διαθέσιμου εισοδήματος επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ενώ υπογραμμίζεται ότι δεν επιτρέπονται τέτοια μέτρα, ιδίως όταν επιδιώκουν τη διάσωση των δημόσιων οικονομικών επί θυσία της ιδιωτικής αυτονομίας.

Επίσης αποκρούεται ως αντισυνταγματική η πρακτική να επιβαρύνονται από τα μέτρα (αντιμετώπισης της δυσμενούς παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας) συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών κατά κανόνα συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων (κυρίως στην εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων) προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής συγκυρία, ενώ αποκρούεται η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων στους ίδιους πολίτες, εάν οι προηγούμενες διαδοχικές μειώσεις αποδοχών-συντάξεων αποδείχθηκαν απρόσφορες και τους οδήγησαν σε υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματός τους.