Ο Γερμανός ποιητής Μαξ Ζέμπαλντ απέναντι στην Ιστορία

W.B. Sebald
Αδιήγητη ιστορία
μτφρ.: Βασίλης Παπαγεωργίου
εκδ. Σαιξπηρικόν

Το τελευταίο βιβλίο του διακεκριμένου Γερμανού συγγραφέα Μαξ Ζέμπαλντ, που βρήκε τραγικό θάνατο τον Δεκέμβριο του 2001 σε αυτοκινητικό δυστύχημα, περιέργως δεν ήταν πεζογραφικό. Από ειρωνεία ίσως της τύχης είχε ξαναγυρίσει στην ποίηση, με την οποία πρωτοξεκίνησε εκδοτικά το 1988 και απ’ ό,τι φαίνεται, ουσιαστικά, ουδέποτε εγκατέλειψε. Παρότι κατέκτησε τη μέγιστη λογοτεχνική φήμη με τα συνολικά πέντε πεζογραφήματά του, που είδαν το φως της δημοσιότητας από το 1990 έως το 2001, εντούτοις συνέχισε σποραδικά να «σκαρώνει» ποιήματα και να αποστέλλει πολλά από αυτά σε φίλους και συνοδοιπόρους. Ενας εκ των παραληπτών ήταν και ο παλαιός συμμαθητής του, γνωστός σήμερα ζωγράφος, Γιαν Πέτερ Τριπ, ο οποίος εμπνεύστηκε από τα τελευταία ποιήματα του φίλου του μια σειρά από έργα με αποκλειστικό θέμα το βλέμμα του Αλλου, αποτυπώνοντας τα μάτια γνωστών καλλιτεχνών αλλά και οικείων προσώπων. Στην ουσία πρόκειται για έναν πνευματικό διάλογο, «μια αδιάκοπη ανταλλαγή βλεμμάτων», όπως γράφει ο μεταφραστής Βασίλης Παπαγεωργίου, που γεννήθηκε από μια δυνατή φιλία. Μόνο που ο Ζέμπαλντ δεν πρόλαβε να τα δει τυπωμένα. Την τελευταία λέξη είχε ο Τριπ, που φρόντισε και την τελική σύνθεση.

Η πρωτοτυπία των ποιημάτων του, όμως, δεν έγκειται τόσο στο εικαστικό υλικό που τα συνοδεύει, όσο στον απόλυτο μινιμαλισμό που υιοθετεί στη γραφή. Οσοι από εμάς διαβάσαμε την πρώτη του συλλογή «Εκ του φυσικού» (ΑΓΡΑ-2009) σε μετάφραση του Γιάννη Καλλιφατίδη, ή και το εκτενές αφιέρωμα στο περιοδικό «Ποιητική» (2014), που επιμελήθηκε η ποιήτρια και μεταφράστρια Λένια Ζαφειροπούλου, είχαμε ασφαλώς υπ’ όψιν μας ποιήματα μακροσκελή, σε ελεύθερο ανομοιοκατάληκτο στίχο, λυρικά κατά βάση και σίγουρα με έντονη αφηγηματική διάθεση, υποστηρίζοντας συνήθως ιστορίες με βιωματικό υπόβαθρο.

Κι όμως τα ποιήματα της συλλογής «Αδιήγητη ιστορία», που έμελλε να είναι και η τελευταία του, είναι κάτι το τελείως διαφορετικό.

Ο Μαξ Ζέμπαλντ θα οχυρωθεί πίσω από το ελάχιστο ίχνος στο λευκό χαρτί –«το χαρτί της γραφής/ που μυρίζει/ σαν τα ροκανίδια/ στο φέρετρο»– παρουσιάζοντας μια σύνθεση από ολιγόστιχα κείμενα, όχι όμως σπαράγματα μιας ευρύτερης σύνθεσης, όπως εσφαλμένα ειπώθηκε, μα ολοκληρωμένα ποιήματα από τα οποία απουσιάζει ο οποιοσδήποτε λεκτικός διάκοσμος και έχει απομείνει ολόγυμνος μονάχα ο πυρήνας της σύλληψης, το «κουκούτσι» της έμπνευσης, το απολύτως αναγκαίο επιφώνημα για να τροφοδοτήσει τη συγκίνηση ή τον στοχασμό. Καμιά φορά και τα δύο, πατώντας στο εξπρεσιονιστικό «χνάρι» του μεγάλου γερμανόφωνου ποιητή Πολ Τσέλαν, όπου το φιλοσοφικό-ιστορικό περιεχόμενο δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη δραματική του πραγμάτωση.

Υπαινικτικός στο έπακρον, ο πεζογράφος Ζέμπαλντ, και ως ποιητής δεν αλλάζει οπτική. Παραμένει «Γερμανός με συνείδηση του ηθικού και πολιτικού χρέους», στοιχειωμένος πάντα από την Ιστορία του 20ού αιώνα, γι’ αυτό και στα ολιγόστιχα ποιήματά του επανέρχεται στα τραγικά γεγονότα των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.

Γράφει στη σελίδα 31 με ανατριχιαστική λιτότητα: «Στις έντεκα η ώρα/ οι άντρες με τους αγκυλωτούς σταυρούς/ συγκεντρώθηκαν/ στο Τερέζιενβιζε/ και κάτω από τις διαταγές/ ενός αξιωματικού/ άρχισαν την άσκηση».

Ή πιο ακαριαία στη σελίδα 23, υπενθυμίζοντας ένα από τα σφαγεία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Στο σκοτάδι/ πάνω από τις εκβολές του/ του Σομ οι Πλειάδες λάμπουν όσο/ πουθενά αλλού».

Για να καταλήξει στη σελίδα 75 σε μια διφορούμενη προφητεία ή προειδοποίηση καλύτερα, για τη βαρβαρότητα του 21ου αιώνα: «Τελικά/ θα απομείνουν/ μόνο όσοι/ μπορούν να καθίσουν/ γύρω από ένα τύμπανο».

Κι αυτό το ζοφερό μέλλον που προλέγει, γύρω από το τύμπανο ή το μικρό ταμπούρλο που ονειρευόταν στα νιάτα του ο Χίτλερ, είναι η Αδιήγητη ιστορία μας.