Λιγοστεύουν διαρκώς οι Έλληνες. Υπογεννητικότητα και μετανάστευση, οι μάστιγες.

Οι ζοφερές εικόνες και πίνακες .Όλο και πιο δύσκολη γίνεται η δημιουργία οικογένειας και η ανατροφή παιδιών, ενώ παράλληλα δυναστεύει νέους και νέες η έλλειψη εργασίας και η υποαπασχόληση.

Δεν υπάρχει ούτε παρόν ούτε μέλλον στη χώρα. Δυσοίωνα και απολύτως απογοητευτικά είναι τα στοιχεία για την εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας καθώς για πρώτη φορά μεταπολεμικά, μειώνεται. Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι νέοι κάτοικοι που γεννιούνται στη χώρα μας ή μεταναστεύουν σε αυτή από άλλες χώρες είναι λιγότεροι από τους κατοίκους που πεθαίνουν και από αυτούς που μεταναστεύουν σε άλλες χώρες για να έχουν τρία αναγκαία δεδομένα μιας ζωής που δεν έχουν στην Ελλάδα. Μια καλή δουλειά, μια καλή οικογένεια και μια καλή κοινωνική ;ασφάλεια και σύνταξη.

Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός της χώρας εξακολουθεί να γερνά. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας υπολογίζεται ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια και μόλις στα 8,3 εκατομμύρια αν επαληθευτεί το πιο απαισιόδοξο σενάριο. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από περίπου 800.000 μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.

Την ίδια ώρα, ο πληθυσμός της χώρας γερνά: η διάμεση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951, και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί κατά 5-8 έτη. Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1,4 εκατομμύρια (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατομμύριο (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050.

Ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός, δηλαδή όλοι οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που δυνητικά θα μπορούσαν να δουλέψουν, θα μειωθεί από 7 εκατομμύρια το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια το 2050. Και ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια.

Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από νέα έρευνα της για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, κάνοντας μια σειρά από προβολές της εξέλιξης του πληθυσμού της μέχρι το 2050. Η έρευνα διεξήχθη από το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη, και καταλήγει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την εξέλιξη του μεγέθους και της ηλικιακής σύστασης του πληθυσμού της χώρας.

Σύμφωνα με την έρευνα, τρεις είναι οι παράγοντες (δημογραφικές συνιστώσες) που επηρεάζουν τη μεταβολή του πληθυσμού: οι γεννήσεις, οι θάνατοι και η μετανάστευση. Δηλαδή ο πληθυσμός εξαρτάται από δύο ισοζύγια: το φυσικό (γεννήσεις – θάνατοι) και το μεταναστευτικό (είσοδοι – έξοδοι).
Αντίθετα με ό,τι δείχνει ο συγχρονικός δείκτης γονιμότητας, από το 1935 και μέχρι το 1975, καμία ελληνική γενιά δεν αναπληρώθηκε. Από τη γενιά του 1956 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική μα απρόσκοπτη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μεταπολεμικά δεν υπήρξε «baby boom» στην Ελλάδα, όπως συνέβη σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η αύξηση του πληθυσμού στις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και τη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο μέσα σε αυτό το διάστημα αυξήθηκε κατά 8 χρόνια για τους άντρες και κατά 10 χρόνια για τις γυναίκες. Και ήταν μια αύξηση θεαματική.

Από το 1951 μέχρι το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε από τα 7,6 εκατομμύρια στα 11,1 εκατομμύρια κατοίκους. Από το 2011, όμως, και για πρώτη φορά μεταπολεμικά, ο πληθυσμός της χώρας μας άρχισε να μειώνεται. Την 1η Ιανουαρίου 2015 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10,9 εκατομμύρια.
Από την αρχή της περιόδου που εξετάζει η έρευνα (και για την οποία υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία), δηλαδή από το 1951, και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αύξηση του πληθυσμού της χώρας οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο θετικό φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή στο ότι υπήρχαν πολύ περισσότερες γεννήσεις από ό,τι θάνατοι. Το 1951, για παράδειγμα, είχαμε 155.422 γεννήσεις, και μόνο 57.508 θανάτους. Η μεγάλη διαφορά υπερκάλυπτε το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο εκείνης της περιόδου, όταν περί τους 27.000 Έλληνες μετανάστευαν σε άλλες χώρες κάθε χρόνο.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όμως, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ διατηρήθηκε ο υψηλός αριθμός των γεννήσεων, αναστράφηκε και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστες επέστρεψαν στη χώρα. Τη δεκαετία του ’90 και έως το τέλος της επόμενης δεκαετίας, η αύξηση του πληθυσμού άλλαξε και πάλι χαρακτήρα.
Το φυσικό ισοζύγιο σχεδόν εκμηδενίστηκε, καθώς οι γεννήσεις μειώθηκαν πολύ, ενώ η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών, κυρίως από τους βόρειους γείτονές της. Τη δεκαετία 1991-2001, για παράδειγμα, το φυσικό ισοζύγιο ήταν θετικό κατά μόλις 20.536 άτομα, ενώ η συνολική αύξηση του μόνιμου πληθυσμού έφτασε τα 563.298.

Από το 2011 η Ελλάδα έχει μπει σε μια νέα φάση, πρωτοφανή μεταπολεμικά. Το φυσικό ισοζύγιο πλέον γίνεται αρνητικό (οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις), αλλά και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, παρά την προσφυγική κρίση, είναι κι αυτό αρνητικό, καθώς πολλοί Έλληνες φεύγουν από τη χώρα αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό.

Η Ελλάδα γερνά

Στα τελευταία 65 χρόνια ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 46%, αλλά στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός των μόνιμων κατοίκων της ηλικίας άνω των 65 ετών τετραπλασιάστηκε, ενώ ο πληθυσμός των ηλικίας άνω των 85 δεκαπλασιάστηκε.

Το 1961 μόλις το 8,3% του πληθυσμού ήταν ηλικίας άνω των 65, ενώ το 26,2% ήταν ηλικίας κάτω των 14. Το 2014 η σύνθεση του πληθυσμού είναι εντελώς διαφορετική: Το 20,5% είναι άνω των 65, και μόλις το 14,7% είναι κάτω των 14. Η διάμεσος ηλικία (δηλαδή η ηλικία του ατόμου οι γηραιότεροι του οποίου είναι ίσοι σε αριθμό με τους νεότερους) ήταν 26 έτη το 1951, και είναι 44 σήμερα.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις διαμορφώνει οκτώ διαφορετικά σενάρια της πορείας του πληθυσμού ανά πενταετία, μέχρι το 2050. Τα σενάρια προέκυψαν μετά από ανάλυση της εξέλιξης της γονιμότητας, της θνησιμότητας και των μεταναστευτικών ροών των προηγούμενων δεκαετιών στην Ελλάδα και με υποθέσεις για τις συνέπειες της κρίσης και τις γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις και τις δημογραφικές τους επιπτώσεις, κάτι που δεν συμβαίνει στις έρευνες των άλλων οργανισμών.

Και τα οκτώ σενάρια προβλέπουν ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί σημαντικά. Σε όλα τα σενάρια, δε, το μέγεθος του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας αναμένεται να μειωθεί σημαντικά ανάμεσα στο 2015 και το 2050. Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του έχει άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό της παραγωγικής-εργάσιμης ηλικίας, ο οποίος φθίνει διαρκώς (από 65% του συνόλου σήμερα, σε 55% του συνόλου το 2050). Αυτή η μείωση θα αποτυπωθεί και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, που θα μειωθεί κατά 1-1,5 εκατομμύριο μέχρι το 2050.

Ανω των 60 ετών 3 εκατ. Ελληνες

Στις πρώτες θέσεις κατατάσσεται η Ελλάδα σε γηράσκοντα πληθυσμό, μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ποσοστό αύξησης 21,4% έναντι μέσου όρου της Ε.Ε. 17,2%). Οι έξι πρώτες χώρες σε παγκόσμια κλίμακα που γηράσκουν ταχύτατα είναι κατά σειρά η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιταλία. Υπολογίζεται μάλιστα ότι στη χώρα μας το 2050 θα υπάρχουν 3 εκατομμύρια Έλληνες ηλικίας άνω των 60 ετών.
Δεδομένα από την ετήσια έκθεση της διεθνούς οργάνωσης Help Age International του 2015 για την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως μια από τις χειρότερες χώρες για να ζουν οι πολίτες άνω των 60 ετών και κατατάσσει τη χώρα μας στην 79η θέση μεταξύ 96 χωρών, όσον αφορά στην κοινωνικο-οικονομική ευημερία, κάτω από τη Βενεζουέλα και τη Νότια Αφρική!

Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Ελληνικής Γεροντολογικής και Γηριατρικής Εταιρείας, Ιωάννης Γ. Καραϊτιανός, καθηγητής Χειρουργικής ΕΚΠΑ, συνέπεια της βαθμιαίας γήρανσης του πληθυσμού είναι η αύξηση των ποσοστών των νόσων φθοράς όπως είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, η χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια, η άνοια και άλλες διαταραχές της μνήμης, η οστεοπόρωση και βέβαια η μεγάλη μάστιγα του καρκίνου. Σύμφωνα με τα στοιχεία:

• Στη χώρα μας τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, αν και αποτελούν περίπου το 20,7% του πληθυσμού, καταναλώνουν δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό των κρατικών πόρων για την Υγεία.
• Τα άτομα άνω των 70 ετών απασχολούν το 50% των νοσοκομειακών κλινών και ειδικότερα το 25% των κλινών για σοβαρά περιστατικά.
• Οι υπερήλικες καλύπτουν το 25% των συνολικών ημερών νοσηλείας στα νοσοκομεία.
• Το 70% των υπερηλίκων έχει περισσότερες της μιας συνοδούς νόσους.
• Το 25% των υπερηλίκων παίρνει περισσότερα από πέντε φάρμακα.
Κολπική μαρμαρυγή
Η κολπική μαρμαρυγή παρατηρείται σε ποσοστό 5% στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών και σε 10% στους υπερήλικες άνω των 80 ετών και αποτελεί το κύριο αίτιο θρομβοεμβολικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων.

Σακχαρώδης διαβήτης

Η επίπτωση του σακχαρώδους διαβήτη αυξάνεται ταχύτατα στην Ευρώπη και στη χώρα μας και υπολογίζεται σε 6%-9% του ελληνικού πληθυσμού. Οι οφειλόμενοι στο σακχαρώδη διαβήτη θάνατοι αγγίζουν το 1,5 εκατομμύριο ετησίως και 1 στους 20 θανάτους παγκοσμίως αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα στον σακχαρώδη διαβήτη και τις επιπλοκές του.

Οστεοπόρωση

Από οστεοπόρωση πάσχουν 200 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, ενώ ένα οστεοπορωτικό κάταγμα συμβαίνει παγκοσμίως κάθε τρία δευτερόλεπτα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ετήσιο κόστος των καταγμάτων είναι 37 δισεκατομμύρια ευρώ και αναμένεται να αυξηθεί κατά 25% μέχρι το 2025.

Ανοια

Από άνοια και άλλες διαταραχές της μνήμης πάσχουν 200.000 ασθενείς στη χώρα μας. Ο αντίστοιχος αριθμός για την Ευρώπη ανέρχεται σε 10.000.000, ενώ παγκοσμίως καταγράφονται 47.000.000 ασθενείς.
Υπολογίζεται ότι το 2020 θα πάσχουν από άνοια 60 εκατομμύρια ασθενείς και κάθε 20 χρόνια ο αριθμός τους θα διπλασιάζεται.

Καρκίνος

Οι περισσότερες μορφές καρκίνου διαγιγνώσκονται σε ηλικιωμένα άτομα: Πάνω από το 50% των κακοήθων όγκων στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. αφορά σε άτομα άνω των 65 ετών. Όπως αναφέρει ο καθηγητής κ. Καραϊτιανός, πάνω από το 66% των θανάτων από καρκίνο συμβαίνει σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών. Οι καρκίνοι είναι υπεύθυνοι σαν πρώτη αιτία θανάτου στο φάσμα ηλικίας μεταξύ 65 και 74 ετών και η δεύτερη αιτία θανάτου μετά τα 75