Ερωτευμένη με τον Ουμπέρτο Εκο

Η πρώτη φορά που είδα τον Ουμπέρτο Εκο ήταν στην τάξη για το μάθημα της Σημειωτικής σε ένα παλιό κτίριο του 19ου αιώνα του New York University στη δυτική πλευρά της Washington Square, της τετράγωνης πλατείας στη μέση του Greenwich Village.

Οταν μπήκε στην αίθουσα έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, ακούμπησε την τσάντα του στο παλιό ξύλινο τραπέζι και μετά με πολλή προσοχή ακούμπησε τον καφέ του. Ο Εκο έπαιρνε τον καφέ του από το ιταλικό ζαχαροπλαστείο του Bruno στη LaGuardia, τον μικρό δρόμο των τριών τετραγώνων που κατέληγε στην πλατεία και ένωνε το Village με το Σόχο.

Διέσχιζε τα τρία τετράγωνα μέχρι τη Washington Square και μετά έστριβε και περπατούσε άλλο ένα τετράγωνο μπροστά από την περίφημη Βιβλιοθήκη Bobst του Philip Johnson προσέχοντας να μη χυθεί ο αφρός γιατί έπινε πάντα καπουτσίνο.

Εκείνη την πρώτη μέρα όπως και τις άλλες κάθισε στην καρέκλα, άνοιξε το καπάκι, ήπιε μια ρουφηξιά, μετά άναψε τσιγάρο. Αμέσως μετά την ιεροτελεστία του βολέματος ο Εκο άρχισε να μιλά και δεν σταμάτησε να μιλά με μακριές φράσεις, ελικοειδείς, γεμάτες δευτερεύουσες προτάσεις, ενώ άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

Ηταν τριχωτός, βαρύς, μελαμψός, με γυαλιά και τα μάτια του γίνονταν σαν σχισμές και μίκραιναν καθώς εστίαζε την προσοχή του στον φοιτητή που μιλούσε. Πηδούσε από το ένα θέμα στο άλλο συνδέοντάς τα με ένα πονηρό γέλιο και με χιλιάδες αναφορές –οι περισσότερες τελείως άγνωστες στους φοιτητές– σε βιβλία μεσαιωνικά. Ο ίδιος είχε αναπτύξει στο έπακρο αυτήν την ευρωπαϊκή αυταρέσκεια να μιλά για το κάθε τι χωρίς σημειώσεις σχεδόν σε σημείο επίδειξης. (…)

Η ώρα του μαθήματος ήταν μία δοκιμασία την οποία δεν άντεξαν πολλοί. Ομως και τα ραντεβού του με τους φοιτητές ήταν ανορθόδοξα και αυτό το δοκίμασα όταν στο πρώτο μας ραντεβού ζήτησε να τον δω στις 7.30 το πρωί. Ηρθε στην ώρα του κρατώντας δύο καπουτσίνο, έναν για τον καθένα μας σε μία ασυνήθιστη επίδειξη ευγένειας και γενναιοδωρίας.

Ο τέλειος κύριος

Ήταν Ιταλός και το καλλιεργούσε με κάθε κίνηση. Είναι θέμα «κουλτούρας και σημείων επικοινωνίας» με μία γυναίκα, θα έλεγε ο ίδιος εξηγώντας την κίνησή του. Ομως η Αμερικάνα φίλη μου, η ωραία Αντρέα, που είχε την ίδια εμπειρία με μένα τον αποκαλούσε «The quintessential gentleman» (Ο τέλειος κύριος), ενδεικτικό ότι τα σήματα λειτουργούσαν και σε διαφορετική κουλτούρα από την ιταλική.

Είχε μια γοητεία, όμως σύντομα είχαν λακίσει οι λιγότερο γενναίοι – ανάμεσά τους και εγώ. Εφυγα διακριτικά από το μάθημα πριν από την περίοδο των εξετάσεων. Ομως δεν είχα τελειώσει μαζί του.

Τον ξαναείδα μετά από λίγες εβδομάδες ένα βράδυ όταν με κάλεσε μια συμφοιτήτριά μου, η Μαρί Θέλμα, να βγούμε με μια παρέα. Ηταν και ο Ουμπέρτο Εκο ανάμεσά τους. (…) Φάνηκε αποφασισμένος να διασκεδάσει και μάλιστα με ένα τρόπο μοναδικό, έντονο όπως έλεγε. Είχε μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει μέρη αδιάβατα και άγνωστα στο πλατύ κοινό. Τελικά αποφασίστηκε να πάμε όλοι μαζί στο GG’s, το περίφημο μπαρ για τραβεστί στο 128 West 45th Street, στο Μανχάταν.

Εκείνα τα χρόνια ο Εκο πήγαινε συχνά εκεί. Ηταν πολύ πιο έξαλλο από το Studio 54 όπου δεν έμπαινε κανείς εύκολα γιατί είχε face control. Το GG’s ήταν γνωστό για τις τραβεστί, οι πιο πολλές μαύρες και ισπανόφωνες. Η ατμόσφαιρα στο μπαρ ήταν αποπνικτική και τα ποτά έρρεαν, τα ναρκωτικά κυκλοφορούσαν ελεύθερα, η μουσική ήταν στη διαπασών, όλοι χόρευαν. (…)

Ο Εκο κοίταζε και παρατηρούσε τα πάντα εκστασιασμένος. Συμμετείχε με έναν πραγματικό ενθουσιασμό σ’ αυτό το απαγορευμένο στους μικροαστούς θέαμα. Ηταν φανερό ότι τον μάγευαν η έντονη πλευρά και η ανομία, όπως έλεγε, της Νέας Υόρκης. Ηταν η Νέα Υόρκη, η μεθυσμένη για ωραία σώματα, για εξεζητημένες φυσιογνωμίες αλλά την ίδια στιγμή που επέτρεπε τα πάντα στους πάντες.

Ο Εκο δεν είχε κανένα πρόβλημα με το βαρύ σώμα του και αντίθετα του άρεζε να χορεύει, αλλά εκείνη τη νύχτα σηκώθηκε μόνο μία φορά. (…) Μεγαλόσωμος, επιβλητικός ο Εκο έπινε ασταμάτητα ουίσκι, κάπνιζε πούρα και ίδρωνε ακατάπαυστα. Είχε μείνει με το άσπρο πουκάμισο μούσκεμα και τη γραβάτα λυμένη κοιτώντας τη Μαρί Θέλμα. Η Μαρί Θέλμα, η λεπτή σαν μίσχος εικοσάχρονη φίλη μου με τα ίσια μαλλιά βρεμένα από τον ιδρώτα και τα ρούχα σχεδόν κολλημένα επάνω της, ανταπέδιδε τις λοξές ματιές. (…) Τα είχε τότε με τον γνωστό συγγραφέα Χούλιο Κορτάσαρ που ήταν παντρεμένος και πολύ μεγάλος σε ηλικία, κοντά στα εξήντα και αυτή το ήξερε ότι δεν θα την παντρευόταν ποτέ και σκεφτόταν να τον εγκαταλείψει.

Εκείνη την εποχή ζούσα κοντά στο πανεπιστήμιο New York University στην 126 Sullivan Street, στο κέντρο του Σόχο, σε μια πολύ παλιά πολυκατοικία του τέλους του 19ου αιώνα, με διαμερίσματα που τα έλεγαν σιδηρόδρομο, railway apartments, γιατί ήταν μακρόστενα και τα δωμάτια ήταν όλα σε μία ευθεία. Εγώ έμενα στον τελευταίο όροφο, στον έβδομο, κοντά στον ουρανό. (…)

Θα έλειπα 4-5 μήνες και εκείνη την εποχή οργάνωνα τις λεπτομέρειες καθώς θα άρχιζα από το Περού, θα ανέβαινα τον Αμαζόνιο, θα διέσχιζα με πλωτό την Κολομβία και μετά τη Βραζιλία μέχρι το Μανάους. (…) Μετά από λίγες εβδομάδες εμφανίστηκε η Μαρί Θέλμα ένα απογευματάκι ντυμένη λίγο λεπτά και μου ζήτησε να νοικιάσει το διαμέρισμά μου όσον καιρό θα έλειπα. (…)

Στο κρεβάτι μου

Εφυγα για τη μεγάλη περιπέτεια και γύρισα αρχές φθινοπώρου. Το σπίτι ήταν όπως το είχα αφήσει, αλλά από εκεί δεν είχε περάσει ο Χούλιο Κορτάσαρ αλλά ένας άλλος. Τη θέση του είχε πάρει ο κύριος καθηγητής.

Οσο σκέφτομαι τον Εκο να ανεβαίνει αγκομαχώντας τα επτά πατώματα δεν μπορώ να κρύψω το χαμόγελό μου. (…) Ναι, είναι αλήθεια ο Ουμπέρτο Εκο κοιμήθηκε πολλές φορές στο κρεβάτι μου αλλά όχι μαζί μου. (…)

Μετά από δύο χρόνια δημοσιεύτηκε “Το Ονομα του Ρόδου”. Ο Εκο ήταν πια πολύ γνωστός και διάσημος και κανένας άλλος, εκτός από μένα, δεν θα έθετε ερωτήματα για μια φοιτήτρια που είχε σχέση και κοιμόταν μαζί του. Μετά το 1980 και τουλάχιστον για μία δεκαετία ο Εκο άρχισε να διδάσκει στο Columbia. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς μία φοιτήτρια, όχι εξαιρετικά έξυπνη όπως η Μαρί Θέλμα, πήρε υποτροφία γι’ αυτό το πανεπιστήμιο.

Συνέχισε τις σπουδές της και μετά από χρόνια, μόλις τελείωσε το διδακτορικό της, το μαγικό χέρι του κυρίου καθηγητή-συγγραφέα που έγραφε για αλχημείες του μεσαίωνα, την έκανε καθηγήτρια στο Columbia. Δεν μπόρεσε να την αποκαταστήσει, αλλά της έδωσε μία καλή ευκαιρία. Ηταν πάντα ο quintessential gentleman…

* Το παρόν απόσπασμα προέρχεται από εκτενές κείμενο της κ. Κατερίνας Μυστακίδου, που πρόκειται να δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στο περιοδικό «Δέκατα», τχ. 47, φθινόπωρο 2016, το οποίο κυκλοφορεί αύριο Δευτέρα 3 Οκτωβρίου.

SHARE