Αναβάθμιση ρόλου του Π. Καμμένου. Το νέο βέτο για Θρησκευτικά και Αρχιεπίσκοπο, μετά τον Καλογρίτσα.

Με μισόλογα από τον Πρωθυπουργό η υποχώρηση στη σύγκρουση Φίλη με την Εκκλησία. Αδιάλλακτος και πολωτικός στη Βουλή ο υπουργός Παιδείας, παρά την προσπάθεια ισορροπίας του Πρωθυπουργού. Θέλει να επιβάλλει πραξικοπηματικά τον διαχωρισμό Κράτους- Εκκλησίας. Τον άδειασε –προς το παρόν- ο Παν. Καμμένος.Διαβεβαίωσε ότι όλα αρχίζουν από το μηδέν και «τελείωσαν τα πειράματα του Ν. Φίλη».

Βέτο στο ζήτημα των Θρησκευτικών, που αποφασίσθηκαν μονομερώς να διδάσκονται ως « μοντέρνα θρησκειολογία» (με γελοία συρραφή κειμένων, όπως αποκαλύπτεται σε άλλο ρεπορτάζ) βάζοντας ουσιαστικά στον «πάγο» τα σχέδια του υπουργού Παιδείας άσκησε ο υπουργός Άμυνας κ. Πάνος Καμμένος. Δεύτερη νίκη του μετά την αντίθεση του να γίνει καναλάρχης ο κουμπάρος του εργολάβος κ. Καλογρίτσας. Και διαχωριστική γραμμή, ιδεολογική, με τον κ. Φίλη αλλά και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στο όλο θέμα.
Σε συνάντηση που είχε και είχε ζητήσει με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο χθες το μεσημέρι της Τετάρτης συμφώνησαν ότι θα πρέπει να γίνει διάλογος από μηδενική βάση με νέα πρόσωπα, διαλεγμένα από την Πολιτεία και την Εκκλησία, χωρίς πολιτική σφραγίδα.

«Σας βεβαιώνω ότι και ο πρωθυπουργός με κανέναν τρόπο δεν θέλει να αποκοπεί και ούτε μπορεί να αποκοπεί η Ορθοδοξία με την πατρίδα μας», είπε ο Πάνος Καμμένος και πρόσθεσε: «Χαίρομαι που αυτή η συνάντηση γίνεται μετά από αποδοχή από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση ότι ξεκινά διάλογος από μηδενική βάση και μάλιστα επειδή τον ρώτησα, το διευκρίνισα αυτό αφορά και τα βιβλία που θα γραφτούν και το πρόγραμμα που θα υπάρξει θα είναι κατόπιν συμφωνίας της εκκλησίας με το υπουργείο Παιδείας». Παράλληλα, ο κ. Καμμένος χαρακτήρισε ως «απαράδεκτα» όσα ειπώθηκαν από τον κ .Φίλη για τη στάση της Εκκλησίας την Κατοχή και τν εποχή της Απριλιανής δικτατορίας.

«Πιστεύω ότι ανετράπη αυτή η κακή εικόνα η οποία δημιουργήθηκε και βέβαια μας προβλημάτισε πάρα πολύ. Θεωρώ απαράδεκτα αυτά τα οποία ειπώθηκαν γιατί ο ρόλος της εκκλησίας είναι απόλυτα σαφής και στη διάρκεια της Κατοχής και στη διάρκεια της δικτατορίας και σε κάθε αγώνα του Εθνους». Εξάλλου, ο κυβερνητικός εταίρος, διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο πως «οι Ανεξάρτητοι Έλληνες δεν πρόκειται να συμφωνήσουν για τίποτα αν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματα της ιεραρχίας».

«Με πολύ σεβασμό θα ακούσουμε τις αποφάσεις που θα πάρετε, θα συμβάλλουμε σε αυτό που ζήτησε ο πρωθυπουργός, στον διάλογο. Είμαστε στη διάθεσή σας σε αυτό τον διάλογο να γίνουν απόλυτα διακριτά η θέση της εκκλησίας μας, η σχέση της Ορθοδοξίας με το Έθνος και κάποιες αλλαγές που πιθανώς θα πρέπει να γίνουν και που θα πρέπει να θυμίσω ότι πρώτη τις ζήτησε η Εκκλησία».

Υπενθυμίζεται ότι σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα αλλά και τους πολιτικούς αρχηγούς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος ασκεί αυστηρή κριτική στον υπουργό Παιδείας για τη στάση του απέναντι στην Εκκλησία.

«Άραγε στην δημοκρατική μας πατρίδα έχει χώρο η λουδοβίκεια άποψη ότι Πολιτεία είναι μόνο ο Υπουργός;», αναρωτιέται ο Αρχιεπίσκοπος και τονίζει πως «η Εκκλησία δεν κρύβεται πίσω από το Σύνταγμα, η σχέση του ελληνικού Λαού με την ορθόδοξη πίστη είναι ενεργό συλλογικό βίωμα με ιστορικό βάθος, για το οποίο οι κληρικοί είμαστε κυρίως υπεύθυνοι και δεν επιβάλλεται εξουσιαστικά από νομικούς κανόνες».

Σε αυστηρό ύφος θέτει μάλιστα το εξής ερώτημα: «Υφίσταται ευρύτερος σχεδιασμός, ώστε οι επόμενες γενιές Ελλήνων πολιτών να αποτελούνται από μία σχετική πλειοψηφία ελληνογενούς πληθυσμού με ασθενή ταυτότητα και ένα άθροισμα εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, για τις οποίες θα ακολουθείται η πολιτική της μη ομαλής αφομοιώσεώς τους από την ελληνική κοινωνία;»

Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο «το συμπέρασμα είναι ότι το μάθημα των Θρησκευτικών τώρα πλέον έγινε ”κατηχητικό” μετά τις Υπουργικές Αποφάσεις της 13.9.2016, διότι προσπαθεί, με σαφή πολιτικά κριτήρια, να κατηχήσει και να στρατεύσει τους μαθητές σε μια εκκοσμικευμένη στάση απέναντι στο θρησκευτικό φαινόμενο. Παράλληλα συντηρεί μία θεολογικά ρηχή προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκμηδενίζοντας την ιδιαιτερότητα του ορθόδοξου δόγματος και της χριστιανικής παράδοσης, αφού τα καταβιβάζει και τα μελετά στο επίπεδο του απλού κοινωνικού ή φιλοσοφικού κινήματος, όπως ο τροσκισμός ή η οικολογική κίνηση».

Σε άλλο σημείο της επιστολής ο Αρχιεπίσκοπος τονίζει πως «Η Ορθοδοξία δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την σύγκριση με τα άλλα θρησκεύματα και δόγματα. Η σύγκριση όμως προϋποθέτει ότι το μάθημα παρέχει στον μαθητή συνεκτική και πλήρη εικόνα της ιδιαιτερότητας της Ορθοδοξίας, δηλαδή ένα σύνολο δομημένων γνώσεων με ψύχραιμη, επιστημονική – θεολογική προσέγγιση και όχι σκόρπιες ψηφίδες κοινωνιολογικού ή φιλοσοφικού προβληματισμού με αφορμή το θρησκευτικό φαινόμενο. Επί πλέον, προϋποθέτει το απαραβίαστο και ανέλεγκτο του θρησκευτικού φρονήματος του μαθητή από το Κράτος».

Ο Αρχιεπίσκοπος εξηγεί πως η επιστολή προέκυψε από την επισκόπηση του εκπαιδευτικού υλικού και των οδηγιών προς τους δασκάλους και θεολόγους καθηγητές, που διατίθενται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) βάσει των νέων Προγραμμάτων Σπουδών (Π.Σ.) για το μάθημα των Θρησκευτικών.

Αμήχανος στο όλο θέμα ο Πρωθυπουργός μιλώντας στη Βουλή, δεν επιβεβαίωσε την άποψη Καμμένου ότι θα αρχίσουν όλα από το μηδέν και με πνεύμα διαλόγου και συνεργασίας τόσο για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία όσο και στη συγγραφή των νέων βιβλίων. Συγκεκριμένα είπε σχετικά : « Φέτος στα σχολεία θα αρχίσουν δοκιμαστικά τα προγράμματα που κατέληξε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο διάλογος δεν θα συνεχιστεί. Θα καταγραφούν διορθώσεις ώστε να ξεκινήσει η καταγραφή του νέου βιβλίου στα Θρησκευτικά. Σεβόμαστε την Εκκλησία αναγνωρίζουμε την αδιαμφισβήτητη παρουσία της στον χρόνο και τον διακριτό ρόλο της. Περιμένουμε τι θέση παίρνουν όλα τα κόμματα για το ζήτημα αυτό. Όλοι οι υποστηρικτές της φιλελεύθερης ατζέντας.»